ΜΠρΑθ 856/2012: Διαφοροποίηση της λευκής επιταγής από το ασυμπλήρωτο μπλοκ επιταγών, από τα λευκά φύλλα επιταγών που περιέχει. Δεν πρόκειται για ολοκληρωμένο αξιόγραφο. Μη εφαρμογή της κήρυξης αξιογράφου ως ανίσχυρου κατά τη διαδικασία πρόσκλησης στην ως άνω περίπτωση, ήτοι σε τίτλο στον οποίο δεν έχει γεννηθεί ακόμη η εξ επιταγής υποχρέωση, όπως στο μπλοκ επιταγών με λευκά φύλλα.
[Απόσπασμα]
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4, 19, 21, 28, 32 και 40 Ν. 5960/1933 και 844, 848 παρ. 2, 850, 851 παρ. 1 και 857 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο εκδότης επιταγής εις διαταγήν που στερήθηκε την κατοχή της εξαιτίας κλοπής, πριν από την παράδοσή της στον λήπτη, έχει τις εξής δυνατότητες: α) να διεκδικήσει την επιταγή κατ’ άρθρο 21 Ν. 5960/1933 από το νόμιμο κομιστή της, δηλαδή αυτόν που θεμελιώνει το δικαίωμά του εκ του τίτλου σε αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, β) να ανακοινώσει στην πληρώτρια τράπεζα είτε ότι εξαιτίας της κλοπής ανακαλεί την επιταγή, είτε ότι η επιταγή εκλάπη, με την ελπίδα ότι η πληρώτρια, που έναντι του νόμιμου κομιστή δεν έχει ευθύνη εξ επιταγής για τη μη πληρωμή, δεν θα πληρώσει αυτόν τον κομιστή κατά την εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή της, και γ) να επιδιώξει την κατά τον ΚΠολΔ κήρυξη ανίσχυρου του τίτλου, αφού συμπεριλαμβάνεται και αυτός στην ειδική έννοια του νομιμοποιούμενου «κομιστή» του άρθρου 851 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 820/2002 ΕλλΔνη 44.967, Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, άρθρο 851 αρ. 1.1). Από τα ανωτέρω εκτεθέντα, άλλωστε, καθίσταται προφανές το έννομο συμφέρον του να ζητήσει στη συγκεκριμένη περίπτωση τη δικαστική ακύρωση της επιταγής έναντι πάντων (βλ. Δελούκα στην ΕρμΑΚ 895 αρ. 24, Αντάπαση σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, 895 αρ. 13).
Από τη διάταξη του άρθρου 850 Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι κατά τη διαδικασία της πρόσκλησης μπορεί να κηρυχθεί αξιόγραφο ανίσχυρο και εφαρμόζονται και οι επόμενες ειδικές διατάξεις. Η διαδικασία αυτή δεν εφαρμόζεται για τοκομερίδια, μερισματόγραφα, καθώς και για άτοκα γραμμάτια πληρωτέα εν όψει. Περαιτέρω από τις ακολουθούσες διατάξεις των άρθρων 851 και 852 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: 1. Σε τίτλους εις τον κομιστή ή τίτλους που μεταβιβάσθηκαν με λευκή οπισθογράφηση, την έκδοση της διαταγής για τη δημοσίευση της πρόσκλησης δικαιούται να ζητήσει όποιος ήταν έως τώρα κομιστής του τίτλου, που κλάπηκε, χάθηκε ή καταστράφηκε, και σε άλλα αξιόγραφα, όποιος μπορεί να ασκήσει δικαίωμα που πηγάζει από το αξιόγραφο αυτό και ότι η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει το ουσιώδες περιεχόμενο του αξιόγραφου και έχει κλαπεί, χαθεί ή καταστραφεί. Αντικείμενο της δίκης που ανοίγεται κατά τα άρθρα 850 επ. ΚΠολΔ είναι η δικαστική λήψη των αναγκαίων μέτρων για να αποτραπεί η παροχή σε μη δικαιούχο της αξίας που έχει ενσωματωθεί σε αξιόγραφο, το οποίο κλάπηκε, χάθηκε ή καταστράφηκε ή αντιστρόφως, να υποχρεωθεί ο οφειλέτης να εκδώσει νέο αξιόγραφο, σε αντικατάσταση εκείνου που τυχαίως καταστράφηκε. Νομιμοποιούμενος να υποβάλει τη σχετική αίτηση στο δικαστήριο είναι ο κομιστής του τίτλου, ο οποίος συνήθως είναι ο κάτοχός του. Ειδικά προκειμένου περί συναλλαγματικής ή οπισθογραφήσιμης επιταγής, κομιστής είναι ο κάτοχός της που στηρίζει το δικαίωμά του σε αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, ακόμη και αν η τελευταία οπισθογράφηση είναι λευκή όπως προβλέπεται από το άρθρο 19 του ν. 5325/1932 περί συναλλαγματικής και άρθρο 19 ν. 5960/1933 περί νόμου περί επιταγής (βλ. Αλ. Κιάντου- Παμπούκη, Δίκαιο Αξιογράφων, 3η έκδ. 1989, παρ.60 σελ. 193). Εκδότης αξιογράφου είναι το πρόσωπο που κατά τον ορισμό του νόμου καταχωρίζει εντολή πληρωμής σε έγγραφο και με τον τρόπο αυτό ενσωματώνει αντίστοιχη αξίωση πληρωμής θέτοντας αυτό σε κυκλοφορία (βλ. Κ. Μπέη, Πολ. Δ, τόμο 9 1993 άρθρο 851, 117 επ.). Εξάλλου, ναι μεν ορίζει η διάταξη του άρθρου 1 ν. 5960/1933 του νόμου περί επιταγής τα τυπικά στοιχεία τα οποία πρέπει να περιέχει ο τίτλος για να ισχύσει ως επιταγής με συνέπεια, αν λείπει έστω και ένα από τα στοιχεία αυτά, να μην μπορεί να ισχύει ο τίτλος ως επιταγή παρά μόνο στις εξαιρέσεις που ορίζονται στο άρθρο 2 του νόμου περί επιταγής. Ομως σύμφωνα με το άρθρο 13 του ως άνω νόμου επιτρέπεται η έκδοση λευκής επιταγής, βασικό γνώρισμα της οποίας είναι η κατά το χρόνο παραδόσεώς της από τον εκδότη στο λήπτη ηθελημένη έλλειψη ενός ή περισσοτέρων στοιχείων ή και όλων των τυπικών στοιχείων του άρθρου 1 του ιδίου νόμου πλην της υπογραφής (βλ. Νικ. Ρόκα, Αξιόγραφα 1992, παρ.413, σελ. 139, Ι. μάρκου, Δίκαιο Επιταγής 1995, σελ. 120 επ.). Μόνη όμως η υπογραφή από τον εκδότη της επιταγής, δεν αρκεί για το χαρακτηρισμό της ως λευκής επιταγής, αφού εκτός από την υπογραφή αυτή απαιτείται συμφωνία παραδόσεως μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της επιταγής και εξουσιοδότηση του δευτέρου από τον πρώτο προς συμπλήρωση των ελλειπόντων στοιχείων του άρθρου 1 του ιδίου νόμου πλην της υπογραφής (βλ. Νικ. Ρόκα, Αξιόγραφα 1992, παρ. 413, σελ. 139, Ι. Μάρκου, Δίκαιο επιταγής 1995, σελ. 120 επ.), ώστε ακολούθως να ασκηθούν από τον κομιστή της τα προκύπτοντα εξ αυτής δικαιώματα.
Για τη γένεση εξ επιταγής υποχρεώσεως κατά την πρώτη κτήση αυτής είναι απαραίτητη εκτός από την υπογραφή και παράδοση της επιταγής βάσει συμβάσεως που συνάπτεται μεταξύ του δότη και του λήπτη του εγγράφου. Με την παράδοση αυτή εκφράζεται βούληση του δότη να δεσμεύεται από την περαιτέρω κυκλοφορία του τίτλου. Βέβαια όπως δέχεται η ορθή άποψη στην ελληνική, αλλά και στην αλλοδαπή θεωρία και λευκό αξιόγραφο δύναται να κηρυχθεί ανίσχυρο κατά τη διαδικασία του άρθρου 850 επ. ΚΠολΔ, καίτοι πριν από τη συμπλήρωσή του δεν είναι ακόμη γεγεννημένο το εξ αυτού δικαίωμα [βλ. Νικ. Δελούκα, Αξιόγραφα εκδ. 1980, σελ. 58, Κ. Βούτση, Δίκαιον των Αξιογράφων, τομ. Α (1989) σελ. 52 επ.]. Όμως το επιτρεπτό της δυνατότητας κηρύξεως ως ανίσχυρου κατά τη διαδικασία του άρθρου 850 επ. ΚΠολΔ και λευκού αξιογράφου (π.χ. λευκής επιταγής) προδήλως αναφέρεται στην έννοια αυτής όπως δίδεται από το νόμο (βλ. άρθρο 10 ν. 5325/1932 και άρθρο 13 ν. 5960/1933 περί συναλλαγματικής και επιταγής αντίστοιχα), δηλαδή αξιογράφου με ασυμπλήρωτα από την αρχή ορισμένα στοιχεία, πλην της υπογραφής, προκειμένου περί επιταγής και την περί τούτου ηθελημένη συμφωνία του δότη και λήπτη του αξιογράφου και συμφωνία παραδόσεώς του από τον πρώτο στο δεύτερο. Δεν δύναται, συνεπώς, να εφαρμοστεί η διαδικασία του άρθρου 850 επ. ΚΠολΔ σε τίτλο, που φέρει απλώς την υπογραφή του εκδότη της επιταγής και η οποία γίνεται αντικείμενο κλοπής πριν ακόμη συμφωνηθεί η παράδοσή της από τον εκδότη σε συγκεκριμένο δικαιούχο, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν έχει γεννηθεί ακόμη η εξ επιταγής υποχρέωση του εκδότη, ούτε αυτός έχει εκδηλώσει τη βούλησή του να την κυκλοφορήσει, ούτε πρόκειται ακόμη για ολοκληρωμένο αξιόγραφο κατά την έννοια του άρθρου 850 επ. ΚΠολΔ (ΕφΑθ 3562/1997 ΕΕμπΔ 1999.88). Τα ανωτέρω ισχύουν και για την περίπτωση που γίνεται αντικείμενο κλοπής ασυμπλήρωτο μπλοκ επιταγών. Ειδικότερα τα λευκά φύλλα επιταγών, που δεν φέρουν υπογραφή του εκδότη δεν είναι καν έγγραφα [ΕφΠειρ 322/2006 ΔΕΕ 2006.788, ΕφΑθ 8816/2003 ΔΕΕ 2005.63, ΕφΑθ 887/2002 ΕλλΔνη 43(2002).1711]. Η πλαστογράφησή τους μετά την κλοπή από αγνώστους ή και γνωστούς δράστες δεν τα μεταβάλλει σε αξιόγραφα αναφορικά με τον αρχικό, αλλά κύριο του πράγματος (φύλλου επιταγής λευκού), ο οποίος παραμένει τρίτος ως προς την επιταγή, δεν είναι νόμιμος κομιστής της και δεν ευθύνεται από την επιταγή (βλ. άρθρο 10 ν. 5960/1933), για την οποία μπορεί πλέον να προσφύγει στη διαδικασία των άρθρων 843 επ., 850 επ. ΚΠολΔ μόνο ο νόμιμος κομιστής της. Για τον κύριο του λευκού φύλλου υλικό αντικείμενο της κλοπής δεν είναι η επιταγή, που δημιουργήθηκε το πρώτο με την πλαστογράφηση και την κυκλοφορία της, αλλά το ίδιο το λευκό φύλλο, όχι ως αξιόγραφο, αλλά ως πράγμα. Τα άρθρα 850 επ. ΚΠολΔ. απαιτούν, όμως, αξιόγραφο, ενώ το άρθρο 843 παρ.1 ΚΠολΔ προϋποθέτει μεν γενικά δικαίωμα ή απαίτηση, για την καταγγελία του οποίου χωρεί δημόσια πρόσκληση, αλλά στις περιπτώσεις μόνο που ορίζονται από το νόμο και στην προκειμένη, επομένως, περίπτωση από τα άρθρα 850 επ. ΚΠολΔ, που αναφέρονται σε αξιόγραφα (βλ. ΕφΑθ 1350/1995 ΕΕμπΔ 1995.422).