Εχοντας υποστεί μιαν ασυνήθιστη μεταμόρφωση, από συντηρητική τράπεζα της μεταπολεμικής Γερμανίας σε παγκόσμιο τραπεζικό κολοσσό, η Deutsche Bank γνωρίζει τα τελευταία χρόνια μια περιδίνηση και μια πτώση από την οποία είναι πολύ δύσκολο να σηκωθεί. Σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times επιχειρεί την αναδρομή στους σημαντικότερους σταθμούς της ιστορίας της, αναζητώντας τις αιτίες και τους υπευθύνους που οδήγησαν τη μετοχή της σε τέτοια πτώση, ώστε να φτάσουν πέρυσι επενδυτές και πολιτικοί να εξετάζουν τη διάσωσή της.
Οπως επισημαίνει η βρετανική εφημερίδα, η μετάλλαξη της Deutsche Bank, από τραπεζικό όμιλο χαμηλής κερδοφορίας με γερμανική πελατεία και Γερμανούς μετόχους στην επιτομή του παγκόσμιου καπιταλισμού πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι η ακραία εκδοχή της πορείας που ακολούθησαν πολλές τράπεζες. Το 1995, όταν αναπτύσσονταν με ταχύτατο ρυθμό οι αμερικανικοί κολοσσοί JPMorgan, Goldman Sachs και Merrill Lynch, η Deutsche απευθυνόταν στην εγχώρια αγορά. Αποτελούσε πυλώνα του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος της Γερμανίας έχοντας συγκεντρώσει χαρτοφυλάκιο μετοχών γερμανικών επιχειρήσεων αξίας 24 δισ. μάρκων. Ενώ, όμως, οι αμερικανικές τράπεζες εκμεταλλεύθηκαν την απορρύθμιση για να διεισδύσουν στην Ευρώπη, η Deutsche κινούνταν συντηρητική, απογοητεύοντας τον τότε επικεφαλής της, Χίλμαρ Κόπερ. Ο Κόπερ ήταν αυτός που εγκαινίασε την επέκτασή της μετά την απογοήτευση που γεύτηκε το 1994, όταν το γερμανικό κράτος ανέθεσε στην Goldman Sachs την πώληση της Deutsche Telekom. Προσέλαβε έτσι ένα φιλόδοξο τραπεζικό στέλεχος της Merrill Lynch, τον Εντσον Μίτσελ, στον οποίο ανέθεσε να τη μετατρέψει σε τράπεζα της Wall Street.
Η πρώτη κίνηση του Μίτσελ ήταν να πουλήσει τις μετοχές γερμανικών επιχειρήσεων και να χρησιμοποιήσει τα έσοδα για την ανάπτυξη του επενδυτικού της βραχίονα, για να προσλάβει στελέχη από τη Merrill Lynch και να εξαγοράσει την αμερικανική Bankers Trust το 1999. Στο αποκορύφωμα της δόξας της το 2007, η Deutsche Bank ήταν η μεγαλύτερη τράπεζα του κόσμου, με ενεργητικό 2 τρισ. ευρώ. Από την έρευνα των FT, όμως, και μέσα από δεκάδες συνεντεύξεις με νυν και πρώην υπαλλήλους της, προκύπτει ότι σε αυτήν την περίοδο και στις επιλογές του Εντσον Μίτσελ βρίσκονται οι ρίζες της σημερινής κακοδαιμονίας της Deutsche Bank.
Μιλώντας στους FT για την επέκταση της Deutsche Bank σε παγκόσμιο επίπεδο, πρώην υπάλληλος της τράπεζας αναφέρθηκε στο μήνυμα του Μίτσελ ότι έπρεπε πάση θυσία να ενισχυθεί η παρουσία της Deutsche στις ΗΠΑ. Η παλαιότερη γενιά μελών του Δ.Σ. της τράπεζας εξέφραζαν ανησυχίες για τη στροφή από τη Γερμανία προς τις ΗΠΑ αλλά και για την ισχυρή επιρροή που δεχόταν η τράπεζα από τις «νοσηρές αγγλοαμερικανικές μεθόδους». Υπερίσχυσαν, όμως, όσοι υποστήριζαν τη μετάλλαξή της σε παγκόσμια επενδυτική τράπεζα και μέσα στα πέντε μόνον χρόνια της θητείας του Μίτσελ, η τράπεζα άρχισε να αναλαμβάνει μεγάλα ρίσκα.
«Υιοθετήσαμε πρακτικές της Αγριας Δύσης», θυμάται υψηλόβαθμο στέλεχος της τράπεζας, που εκτιμά ότι αν ο Μίτσελ είχε μείνει διευθύνων σύμβουλος για περισσότερα χρόνια, «η Deutsche Bank θα είχε καταρρεύσει με την εμφάνιση της κρίσης». Υπό τον Μίτσελ άλλαξε και η συμπεριφορά των στελεχών της τράπεζας, που βγήκαν εκτός ελέγχου, όπως συνέβαινε και σε άλλες τράπεζες. Μιλώντας στους FT, δύο πηγές της τράπεζας ανέφεραν ότι ο Μίτσελ ζούσε αντισυμβατικό βίο, συζώντας με την ερωμένη του σε πολυτελή βίλα στο Λονδίνο, ενώ άλλα στελέχη άρχισαν να καταχρώνται χρήματα.
Ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να έχουν στην κατοχή τους εταιρείες και ανέθεταν σε αυτές συμβόλαια που έκλειναν με την Deutsche Bank. Κάποτε ένα πούλμαν έφερε πόρνες πολυτελείας σε χριστουγεννιάτικο πάρτι που διοργανώθηκε για τους άνδρες υπαλλήλους της τράπεζας σε πανάκριβη σουίτα ξενοδοχείου. Η χρήση κοκαΐνης έγινε συνήθης πρακτική. Και βέβαια η Deutsche Bank πρόσφερε μεγάλα μπόνους στα στελέχη της, κάτι που έκαναν όλες οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες, αλλά στη δική της περίπτωση ήταν δυσανάλογα, αν συγκριθούν με την πορεία της μετοχής της. Από το 1995 έως το 2016, οι μέτοχοι της Deutsche Bank κέρδισαν 17 δισ. ευρώ, αλλά στο ίδιο διάστημα τα μπόνους έφτασαν στα 71 δισ. ευρώ. Είναι χαρακτηριστικός ο προβληματισμός πρώην στελέχους της, από τη δεκαετία του 1990, που αναρωτήθηκε μιλώντας στους FT: «Μήπως η τράπεζα θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση αν δεν είχε προσλάβει κανέναν από εμάς;».