Η αποχώρηση του κ. Σόιμπλε από την κυβέρνηση δεν έχει διακόψει την παρέμβασή του στις διαδικασίες αλλαγών που πρόκειται να τρέξουν στην Ευρωζώνη μετά τη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου. Οι “αλλαγές” αυτές θα στηριχθούν σε εξελίξεις που θα ξεκινήσουν και πάλι ως μέρος της μετεξέλιξης του ελληνικού προγράμματος.
Στο πλαίσιο αυτών των μεταβολών στον ευρωπαϊκό χάρτη, αναμένεται να διαμορφωθεί και η στάση του ΔΝΤ απέναντι στο πώς και με ποια μορφή θα διατηρήσει ή όχι την παρουσία του στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους, με σημείο αναφοράς και πάλι την Ελλάδα.
Η επιλογή της Λαγκάρντ, σύμφωνα με πληροφορίες του “Κεφαλαίου”, φαίνεται να κινείται προς τη μεταβολή της συμμετοχής του Ταμείου από το πρόγραμμα χρηματοδότησης στην εφαρμογή –για πρώτη φορά– του Μέσου Συντονισμού Πολιτικής (PCI), ενός νέου εργαλείου αυστηρής εποπτείας που έχει (σιωπηρά) δημιουργηθεί με αφορμή και πρότυπο το ελληνικό παράδειγμα.
Η μεταβολή του ρόλου του ΔΝΤ θα είναι συμπληρωματική της αντίστοιχης αλλαγής στον χαρακτήρα του ESM.
Σόιμπλε-Ρέγκλινγκ και Μέρκελ-Μακρόν έχουν συμφωνήσει, σε συντονισμό με το ΔΝΤ, στη μετάλλαξη του ESM σε έναν χρηματοδοτικό-εποπτικό οργανισμό που, σε διακρατικό και εκτός Ευρωπαϊκής Συνθήκης status, θα αναλάβει τα προβλήματα χρέους στην Ευρωζώνη, υποκαθιστώντας σταδιακά την έμμεση στήριξη της ευρωοικονομίας από την ΕΚΤ.
Όπως υποστήριξαν στο “Κ” αρμόδια στελέχη του ESM, υπάρχει κατανόηση από όλες τις πλευρές, παρά τις αποκλίσεις που αναμφίβολα διατηρούνται μεταξύ των κυβερνήσεων, ότι η ΕΚΤ πρέπει σταδιακά να αποσυρθεί από τον ρόλο που έχει αναλάβει για τη στήριξη της ευρωοικονομίας. Αυτό, εκτός απροόπτου, θα αρχίσει να γίνεται αισθητό από τα τέλη του 2018, όταν η αναστροφή της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής θα αρχίσει να αποτυπώνεται στο Ευρωσύστημα με τη συρρίκνωση των πόρων (περί τα 2,3 τρισ. ευρώ) που έχουν διαχυθεί σε αυτό μέσω των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης.
Αρκετά πριν από τη στιγμή αυτή, ο ESM θα πρέπει να είναι ήδη ενεργός ως χρηματοδότης της τελευταίας στιγμής, όταν οι εκδηλώσεις κρίσης το απαιτούν σε κάποιες χώρες ή και τράπεζες.
Η πρώτη εφαρμογή αυτών των αλλαγών για άλλη μία φορά θα δοκιμαστεί στην Ελλάδα και οι όποιες αλλαγές θα υποστούν τις αναγκαίες προσαρμογές σε ό,τι χρειαστεί στον τελευταίο κύκλο του ελληνικού προγράμματος.
Το πλαίσιο αυτό προβλέπει τρία στοιχεία:
– Την ολοκλήρωση μέσα στα προβλεπόμενα χρονοδιαγράμματα των αξιολογήσεων του ελληνικού προγράμματος.
– Την απόδοση από τον ESM, υπό τον νέο του ρόλο, των υπολοίπων του δανείου στην Ελλάδα, με αποκλειστική εγγυητική χρήση για το χρέος, διευκολύνοντας, έτσι, τον προαιρετικό ρόλο του πακέτου των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που θα διευκρινιστούν παράλληλα με την τέταρτη αξιολόγηση.
– Την αναμόρφωση του ρόλου του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, με ρόλο εποπτείας (PCI) όσον αφορά την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν ψηφιστεί στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, η αλλαγή του ρόλου του ΔΝΤ –εφόσον ο συγκεκριμένος σχεδιασμός δεν σκοντάψει στις δυσκολίες σύναψης των νέων ισορροπιών της Ευρωζώνης με τη νέα κυβέρνηση στο Βερολίνο– δρομολογείται με τη στήριξη της Ουάσινγκτον, η οποία θέλει το ΔΝΤ να στρέφει την προσοχή του περισσότερο στις παρεμβάσεις που αφορούν την κρίση χρέους στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Χωρίς, όμως, να εγκαταλείπει ολοκληρωτικά την παρουσία του στην Ευρώπη, που θα εξυπηρετείται πλέον μέσω του νέου αυτού εργαλείου συντονισμού και εποπτείας των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών θεσμών, όπως ο νέος ESM.
Τι είναι το νέο εργαλείο του ΔΝΤ (PCI) που φτιάχτηκε για την Ελλάδα
Από τα μέσα του χρόνου, και ειδικά λίγο μετά την αποδοχή από το ΔΝΤ της συμφωνίας στο Eurogroup, σύμφωνα με την οποία θα περιμένει από την Ευρωζώνη τη διευκρίνιση των μέτρων περαιτέρω παρέμβασης (μεσοπρόθεσμης) για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, στις 27 Ιουλίου, ανακοινώθηκε η δημιουργία ενός νέου εργαλείου παρέμβασης του Ταμείου.
Πρόκειται για το “Μέσο Συντονισμού Πολιτικής” (Policy Coordination Instrument), το οποίο είναι ένα “μη χρηματοδοτικό εργαλείο”, ανοιχτό σε όλα τα μέλη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), που δίνει τη δυνατότητα να δεσμεύονται για μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα λειτουργούν ως εγγύηση για τη χρηματοδότηση της χώρας από άλλες πηγές. Το PCI είναι “διαθέσιμο” σε όλα τα μέλη του ΔΝΤ που δεν χρειάζονται οικονομικούς πόρους του Ταμείου κατά τη στιγμή της έγκρισης. Έχει σχεδιαστεί για τις χώρες που επιδιώκουν να επιδείξουν δέσμευση για μια μεταρρυθμιστική ατζέντα, ώστε να ξεκλειδώσουν και να συντονίσουν τη χρηματοδότηση από άλλους επίσημους πιστωτές ή ιδιώτες επενδυτές. Το PCI, σύμφωνα με το ΔΝΤ, στοχεύει “να βοηθήσει τις χώρες να συντονίσουν καλύτερα την πρόσβασή τους σε πολλαπλές πηγές του διεθνούς χρηματοοικονομικού-ασφαλιστικού δικτύου” για χρηματοδότηση.
Λίγο-πολύ, αυτό που επιτρέπει το PCI είναι “η πρόληψη κρίσεων” και “δημιουργία αποθεμάτων έναντι εξωτερικών κραδασμών”.
Παρόλο που το PCI “δεν συνεπάγεται χρήση των πόρων του Ταμείου, οι πολιτικές που υποστηρίζονται στο πλαίσιο του μέσου θα πρέπει να πληρούν τα ίδια πρότυπα με εκείνα που απαιτούνται βάσει ενός τυποποιημένου δανείου από το ΔΝΤ…”.
Μια προσεκτική ανάγνωση των προβλέψεων του PCI επιβεβαιώνει το γεγονός ότι έχει σχεδιαστεί κατ’ εικόνα και ομοίωση του μέχρι στιγμής προγράμματος, καθώς, “οι αξιολογήσεις (σ.σ.: των δεσμεύσεων) γίνονται σε σταθερό χρονοδιάγραμμα, συνήθως ανά εξάμηνο, για την τακτική επιβεβαίωση της απόδοσης του προγράμματος. Οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των αξιολογήσεων στο πλαίσιο της PCI είναι πιθανές για μια τρίμηνη περίοδο απομόνωσης, ώστε να μπορέσουν οι Αρχές να εφαρμόσουν καθυστερημένες πολιτικές, να αναλάβουν διορθωτικές ενέργειες ή να κινητοποιήσουν την απαραίτητη χρηματοδότηση για να καλύψουν το κενό χρηματοδότησης…”.