Η εξέλιξη του Δικαίου του Αφοπλισμού και Ελέγχου των Εξοπλισμών οδήγησε σε συνθήκες που απαγορεύουν την κατοχή οπλικών συστημάτων από ορισμένες χώρες. Στην κατηγορία αυτή ανήκει η Συνθήκη περί Μη Διασποράς των Πυρηνικών Οπλων (Non Proliferation Treaty, NPT), η πιο σημαντική, ίσως, συνθήκη ελέγχου των εξοπλισμών.
Οι πρώτες προσπάθειες των Ηνωμένων Eθνών για μια συνθήκη που θα επέτρεπε τη χρήση πυρηνικής ενέργειας αποκλειστικά για ειρηνικούς σκοπούς, είχαν ως στόχο την πρόληψη της διασποράς των πυρηνικών όπλων. Στο σημείο αυτό αναπτύχθηκαν δύο απόψεις: α) δημιουργία αποπυρηνικοποιημένων ζωνών και β) συγκεκριμένη συμφωνία που θα απαγόρευε τη διοχέτευση πυρηνικών όπλων από τις δυνάμεις που τα κατείχαν σε δυνάμεις που δεν είχαν παρόμοια όπλα στην κατοχή τους. Ανάμεσα στα έτη 1958-1965, που υποβλήθηκαν τα πρώτα σχέδια συνθηκών –στο πλαίσιο όμως ενός γενικού και πλήρους αφοπλισμού– το πρόβλημα συζητήθηκε σε διάφορα όργανα, αρμόδια για τον αφοπλισμό, ενώ το 1958 το θέμα έφθασε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Οι απόψεις των δύο υπερδυνάμεων διέφεραν. Η ΕΣΣΔ έδινε έμφαση στις διατάξεις που απαγόρευαν τη μεταφορά και στάθμευση των πυρηνικών όπλων στο έδαφος μιας μη πυρηνικής δύναμης. Από την πλευρά τους, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ εξέφρασαν την άποψη ότι η στάθμευση αφορούσε τις δικές τους στρατιωτικές επιλογές και διευθετήσεις. Οι Αδέσμευτοι πρότειναν, ως πρώτο βήμα, το πάγωμα των πυρηνικών εξοπλισμών. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 το θέμα περιπλέκεται ιδιαίτερα με την προβολή του ζητήματος της πρόσβασης στα πυρηνικά όπλα μέσα από τις συμμαχίες. Το πρόβλημα παίρνει σοβαρές διαστάσεις και οι συζητήσεις οδηγούνται σε αποτυχία, όταν αδέσμευτες χώρες σε κοινή αναφορά τους επιζητούν τη μη διασπορά, εκφράζοντας την άποψη ότι η Συνθήκη για τη Μη Διασπορά των Πυρηνικών Οπλων δεν είναι το τέλος αλλά το μέσο για τον τελικό γενικό και πλήρη αφοπλισμό.
Συμβιβασμός μεταξύ Ουάσιγκτον – Μόσχας
Μπροστά στον φόβο της εξάρτησης της Συνθήκης από άλλα μέτρα, οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ αποφάσισαν μια συμβιβαστική προσέγγιση και κατέληξαν στη Συνθήκη περί Μη Διασποράς των Πυρηνικών Οπλων, που υπεγράφη την 1η Ιουλίου 1968 και άρχισε να ισχύει από τις 8 Μαρτίου 1970. Δεν την έχουν υπογράψει η Ινδία και το Πακιστάν, ενώ η Βόρειος Κορέα την υπέγραψε και εν συνεχεία αποσύρθηκε το 2003. Το Ισραήλ, που πιθανολογείται ότι διαθέτει πυρηνικά όπλα, δεν την έχει υπογράψει. Τέλος, δύο χώρες που είχαν αναπτύξει πυρηνικό πρόγραμμα, η Νότιος Αφρική και η Λιβύη, το έχουν εγκαταλείψει. Η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες που υπέγραψε τη Συνθήκη και την επικύρωσε στις 11 Μαρτίου 1970.
Στο άρθρο IX παρ. 3 αναφέρεται ο προσδιορισμός του πυρηνικού κράτους, με την έννοια της κατοχής πυρηνικών όπλων. Αναφέρεται στα κράτη εκείνα που είχαν κατασκευάσει και προκαλέσει έκρηξη πυρηνικού όπλου ή άλλης πυρηνικής εκρηκτικής συσκευής πριν από την 1η Ιανουαρίου 1967. Αρα, η έννοια καλύπτει τις ΗΠΑ, τη Ρωσία (τότε ΕΣΣΔ), το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και την Κίνα, χώρες για τις οποίες η σύμβαση διατηρεί το πυρηνικό status quo.
Η διασπορά των πυρηνικών όπλων μπορεί να είναι οριζόντια, δηλ. να καλύπτει τις περιπτώσεις εκείνες και τους τρόπους εκείνους με τους οποίους τα πυρηνικά όπλα αποκτώνται από κράτη που δεν είχαν προηγουμένως τέτοια όπλα στην κατοχή τους, και κάθετη, που αναφέρεται στα κράτη εκείνα που, έχοντας ήδη αποκτήσει πυρηνικά όπλα, τα αυξάνουν και τα βελτιώνουν ποιοτικά, προσπαθώντας ταυτόχρονα για την εξάπλωσή τους. Η σύμβαση καλύπτει μόνο την οριζόντια διασπορά.
Αρνητικές δεσμεύσεις
Είναι γεγονός ότι στα άρθρα της Συνθήκης υπάρχουν έννοιες που δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί και δημιουργούν προβλήματα ερμηνευτικής φύσης. Το άρθρο 1 περιλαμβάνει τις υποχρεώσεις των πυρηνικών δυνάμεων, που αναλαμβάνουν «να μη μεταβιβάσουν αμέσως ή εμμέσως, προς οιονδήποτε τρίτο, πυρηνικά όπλα ή άλλες εκρηκτικές πυρηνικές συσκευές, ή τον έλεγχο τοιούτων όπλων και συσκευών…». Μια άλλη υποχρέωση αφορά τη μη βοήθεια, ενθάρρυνση ή προτροπή άλλου μη πυρηνικού κράτους, για κατασκευή ή απόκτηση των όπλων αυτών ή συσκευών ή τον έλεγχό του επ’ αυτών. Στο δεύτερο άρθρο της συνθήκης περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις των μη πυρηνικών κρατών, που αποτελούν αντανάκλαση στο περιεχόμενο του πρώτου άρθρου. Τα μη πυρηνικά κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μην επιζητήσουν ποτέ καταστάσεις που απαγορεύονται. Συγκεκριμένα, αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μη δεχθούν τη μεταβίβαση αμέσως ή εμμέσως πυρηνικών όπλων ή συσκευών, τον έλεγχο, την απόκτηση ή την κατασκευή τους και ακόμα δεσμεύονται ούτε να επιζητήσουν, ούτε να δεχθούν βοήθεια για την κατασκευή τους. Πρόκειται για μια αρνητική δέσμευση, που όμως δεν εμποδίζει ένα μη πυρηνικό κράτος-μέλος της Συνθήκης, να βοηθήσει, με την προμήθεια κυρίως πυρηνικών πρώτων υλών, ένα πυρηνικό κράτος στην κατασκευή πυρηνικών όπλων.
Πρόβλημα ερμηνείας και αδυναμίες
Η κατάσταση που δημιουργείται από τα δύο πρώτα άρθρα της Συνθήκης, αλλά και από άλλες διατάξεις, είναι αυτή της πλήρους ανισότητας μεταξύ των πυρηνικών και των μη πυρηνικών κρατών. Τα πρώτα παραιτούνται απλά από τη μεταφορά πυρηνικών όπλων, τα δεύτερα στερούνται το δικαίωμα κάθε μη συμβατικής στρατιωτικής επιλογής. Με το άρθρο 3, τα μη πυρηνικά κράτη αναλαμβάνουν να δεχθούν ένα διεθνές σύστημα εγγυήσεων για όλα τα ειρηνικά τους πυρηνικά προγράμματα, με σκοπό την αποκλειστική εξακρίβωση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν για την αποτροπή της χρήσης της ατομικής ενέργειας για την κατασκευή πυρηνικών όπλων και άλλων εκρηκτικών πυρηνικών συσκευών, αντί για ειρηνικές χρήσεις. Δύο από τους τρεις κύριους σκοπούς της Συνθήκης –η πρόληψη της διασποράς και η προαγωγή της ειρηνικής χρήσης της ατομικής ενέργειας– θεωρήθηκε ότι εκπληρώθηκαν ικανοποιητικά, σε αντίθεση με τον τρίτο, δηλαδή την προαγωγή του πυρηνικού αφοπλισμού, που δεν υπήρξε αντίστοιχη πρόοδος.
Το Β-52, το κύριο αμερικανικό στρατηγικό βομβαρδιστικό των δεκαετιών 1960 και 1970, με δυνατότητα μεταφοράς μεγάλου αριθμού πυρηνικών βομβών.
Ο ορισμός του πυρηνικού όπλου δεν δίδεται από τη σύμβαση, δημιουργώντας έτσι προβλήματα ερμηνείας. Η Συνθήκη δεν απαγορεύει την εγκατάσταση πυρηνικών όπλων από ένα κράτος που έχει τέτοια όπλα στο έδαφος ενός μη πυρηνικού κράτους, εφόσον το πρώτο διατηρεί και την ιδιοκτησία και τον έλεγχο των όπλων αυτών. Λόγω της έλλειψης προσδιορισμού του πυρηνικού όπλου, αυτό που απαγορεύεται στα μη πυρηνικά κράτη είναι η απόκτηση πυρηνικών κεφαλών. Αρα, η Συνθήκη επιτρέπει το λεγόμενο σύστημα διπλής κλειδός (dual key system), που ο ιδιοκτήτης του φέροντος συστήματος είναι διαφορετικός του ιδιοκτήτου του πυρηνικού κώνου. Η αδυναμία αυτή της σύμβασης δίνει στα πυρηνικά κράτη τη δυνατότητα να συνεχίσουν να διατηρούν πυρηνικά όπλα στον χώρο των μη πυρηνικών κρατών.
Η θέση των μη πυρηνικών δυνάμεων
Με το άρθρο 3 τα μη πυρηνικά κράτη αναλαμβάνουν να δεχθούν ένα διεθνές σύστημα εγγυήσεων για όλα τα ειρηνικά πυρηνικά προγράμματά τους, με σκοπό την αποκλειστική εξακρίβωση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν για την αποτροπή της χρήσης της ατομικής ενέργειας για πυρηνικά όπλα και άλλες εκρηκτικές πυρηνικές συσκευές, αντί για ειρηνικές χρήσεις.
Με τα άρθρα 4 και 5 ρυθμίζεται το θέμα της ειρηνικής χρήσης της πυρηνικής ενέργειας και θεσπίζεται το αναφαίρετο δικαίωμα όλων των συμβαλλομένων κρατών στην προαγωγή της έρευνας, παραγωγής και χρήσης της πυρηνικής ενεργείας για ειρηνικούς σκοπούς, καθώς και το δικαίωμα συμμετοχής στην ανταλλαγή εξοπλισμού, υλικών και επιστημονικο-τεχνολογικών πληροφοριών για την ειρηνική χρήση της ατομικής ενέργειας.
Το «μανιτάρι» της έκρηξης στο Ναγκασάκι.
Οι ανάγκες των αναπτυσσομένων περιοχών λαμβάνονται ιδιαίτερα υπ’ όψιν και, υπό διεθνή έλεγχο και με κατάλληλες διεθνείς μεθόδους, λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα ώστε τα πλεονεκτήματα των ειρηνικών εφαρμογών των πυρηνικών εκρήξεων να γίνουν προσιτά στα μη πυρηνικά κράτη-μέλη της συνθήκης. Η κριτική των διατάξεων αυτών πήρε αρνητική μορφή, με την άποψη ότι αποτελούν έκφραση του «ολιγοπωλίου της επιστήμης και της τεχνικής» και θετική μορφή, με την άποψη ότι είναι ευεργετικές για τα μη πυρηνικά κράτη εφόσον αποκτούν πυρηνική τεχνολογία σε χαμηλό κόστος, χωρίς την υποχρέωση πραγματοποίησης των αναγκαίων επενδύσεων για την έρευνα και ανάπτυξη. Το άρθρο 6 επαναφέρει τη ρήτρα σχετικά με την υποχρέωση συνέχισης διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συνθήκης γενικού και πλήρους αφοπλισμού. Πρόκειται για ρήτρα που επαναλαμβάνεται σε όλες σχεδόν τις συμβάσεις ελέγχου των εξοπλισμών και αφοπλισμού.
Η Συνθήκη μετετράπη σε «απεριορίστου διαρκείας»
Οι συνθήκες αφοπλισμού και ελέγχου των εξοπλισμών, λόγω της φύσεως των αντικειμένων που καλύπτουν, συνήθως συνάπτονται για να παραμείνουν σε ισχύ απεριόριστα. Είναι μια πρακτική που επικράτησε και γίνεται δεκτή χωρίς συνήθως ιδιαίτερες αντιδράσεις, εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν τις δυσκολίες μιας επαναδιαπραγμάτευσης επί των θεμάτων τα οποία έχουν ήδη αντιμετωπιστεί και αντιλαμβάνονται ότι η λήξη της ισχύος μιας τέτοιας συνθήκης δίνει συνήθως τη δυνατότητα απόκτησης πλεονεκτημάτων σε ορισμένες χώρες και άρα προκαλεί διασάλευση της ισορροπίας που υποτίθεται ότι οι συμβατικές ρυθμίσεις ήθελαν να δημιουργήσουν.
1η Ιουλίου 1968. Ο Αμερικανός πρέσβης Λιουέλιν Τόμπσον υπογράφει τη συνθήκη υπό το βλέμμα του Αντρέι Γκρομίκο, υπουργού Εξωτερικών της ΕΣΣΔ.
H Συνθήκη Μη Διασποράς των Πυρηνικών Οπλων δεν προσδιορίζει τη διάρκεια των δεσμευτικών της αποτελεσμάτων. Το άρθρο Χ.2 της Συνθήκης αυτής προβλέπει ότι: «Είκοσι πέντε έτη από της ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης θα συνέλθη διάσκεψις ίνα αποφασίσει εάν η Συνθήκη θα ισχύη απεριορίστως ή θα παραταθή δι’ εν χρονικόν διάστημα ή διαστήματα. Η τοιαύτη απόφασις θα ληφθή διά πλειοψηφίας των συμβαλλομένων κρατών». Η αναθεωρητική διάσκεψη του 1995 έδωσε οριστική λύση στο πρόβλημα, καθιστώντας τη συνθήκη απεριορίστου διαρκείας. Οι συζητήσεις για το αν ο κόσμος είναι ασφαλέστερος με την ύπαρξη της κλειστής ομάδας των πέντε πυρηνικών δυνάμεων, που όχι παραδόξως αποτελούν και τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, ή αν πρέπει ο αριθμός αυτός να μεταβληθεί δεν έπαψε να απασχολεί ποτέ τη διεθνή κοινότητα.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Χατζηκωνσταντίνου είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.