Ο τούρκος πρόεδρος αναμένεται λογικά να συνοδεύεται από πολυπληθή αποστολή, στην οποία θα συμμετέχουν και υπουργοί (σύμφωνα με πληροφορίες ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου και ο υπουργός Ενέργειας Μπεράτ Αλμπαϊράκ, γαμπρός του κ. Ερντογάν, θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένοι), ενώ οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι η τουρκική ατζέντα δίνει έμφαση σε θέματα οικονομίας και ασφάλειας. Ωστόσο, ιδιαίτερα τα πρώτα εμπίπτουν στο πλαίσιο του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας που προγραμματίζεται για τον προσεχή Φεβρουάριο και η Αθήνα δεν θα ήθελε να το υποκαταστήσει. Σε ό,τι αφορά σε θέματα ασφαλείας, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι ο τούρκος πρόεδρος θα θέσει το ζήτημα των 8 αξιωματικών που διέφυγαν στην Ελλάδα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος. Η πρόσφατη σύλληψη πάντως εννέα Τούρκων ως υπόπτων για συμμετοχή στην ακροαριστερή τουρκική τρομοκρατική οργάνωση DHKP-C μάλλον δεν θα περάσει απαρατήρητη από το τουρκικό ραντάρ.
Τι περιμένει η Αθήνα από την επίσκεψη Ερντογάν
Σκληρές διαπραγματεύσεις για το πρόγραμμα, με αιχμή τη μετάβαση του τούρκου προέδρου στη Θράκη
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα είναι, τελικά, ο πρώτος πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας που θα επισκεφθεί την Ελλάδα ύστερα από 65 χρόνια, όταν, εν έτει 1952, είχε βρεθεί στην Αθήνα ο Τζελάλ Μπαγιάρ. Η επίσκεψη του θα πραγματοποιηθεί οριστικά το διήμερο 7 και 8 Δεκεμβρίου. Η διαδικασία αυτή περιεπλάκη αρκετά το τελευταίο διάστημα και κατεβλήθησαν, παρασκηνιακά, πολλές προσπάθειες τόσο από το Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Εξωτερικών όσο και από την Προεδρία της Δημοκρατίας ώστε να ξεπεραστούν τα προβλήματα που είχαν ανακύψει.
Εμπειροι παρατηρητές σημειώνουν ότι ένα από τα δυσκολότερα ζητήματα της επίσκεψης είναι η διαχείριση της επιθυμίας του προέδρου της Τουρκίας να επισκεφθεί τη Θράκη. Το ζήτημα αυτό ίσως να αποδεικνυόταν ευκολότερο αν δεν είχε προηγηθεί η μετάβαση στην περιοχή τού αντιπροέδρου της τουρκικής κυβέρνησης (και καταγόμενου από την περιοχή) Χακάν Τσαβούσογλου. Διπλωματικές πηγές υπογράμμιζαν ότι η στάση του κ. Τσαβούσογλου επιβάρυνε το κλίμα και προκάλεσε σοβαρά επικοινωνιακά προβλήματα στην κυβέρνηση. Υπενθύμιζαν δε ότι η ενόχληση ήταν τόσο σοβαρή, που ο Αλέξης Τσίπραςαποφάσισε να ακυρώσει την προγραμματισμένη συνάντηση μαζί του. Εκτιμάται όμως ότι έχουν βρεθεί εκείνες οι διασφαλίσεις που θα επιτρέψουν να κυλήσει ομαλά μια «διακριτική» παρουσία του κ. Ερντογάν στην περιοχή.
Ωστόσο, η ελληνική πλευρά έχει τους δικούς της λόγους να επιθυμεί τόσο τη διατήρηση των ανοικτών διπλωματικών διαύλων με την Αγκυρα όσο και να συνομιλήσει ευθέως με τον κ. Ερντογάν. Ο λόγος για αυτό είναι απλός και περιγράφεται άριστα από ελληνική διπλωματική πηγή: «Με όποιον και αν μιλήσεις στην Τουρκία, χρειάζεται να μιλήσεις και με τον ίδιο τον πρόεδρο για να είσαι βέβαιος ότι ισχύει». Τούτο εξηγεί επίσης την επιλογή του κ. Τσίπρα να συναντά προσωπικά σε κάθε ευκαιρία τον κ. Ερντογάν, με πλέον πρόσφατη επαφή εκείνη που οι δύο άνδρες είχαν στο Πεκίνο τον περασμένο Μάιο.
Επανεκκίνηση των σχέσεων
Ουσιαστικά, η Αθήνα επιδιώκει να θέσει τις βάσεις για μια νέα επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Για τον λόγο αυτόν επιθυμεί μια ουσιαστική συζήτηση επί των μεγάλων πολιτικών θεμάτων που κυριαρχούν στις διμερείς σχέσεις και πιο συγκεκριμένα για τις εξελίξεις στο Αιγαίο, για το Προσφυγικό (ζήτημα για το οποίο εκφράζεται σοβαρή ανησυχία καθώς οι ροές προς τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου εμφανίζονται αυξημένες), αλλά και για τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Υπενθυμίζεται ότι στην ΕΕ έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για το μέλλον των σχέσεων αυτών, ενώ η επίσκεψη του έλληνα Επιτρόπου Δημήτρη Αβραμόπουλου στην Τουρκία (όπου συναντήθηκε με τον κ. Ερντογάν) δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.
Αναφορικά με το Αιγαίο, μετά την τελευταία επίσκεψη του Νίκου Κοτζιά στην Αγκυρα, εκφράστηκε από την ελληνική πλευρά η θέση ότι πρέπει να γίνουν βήματα τόσο για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών όσο και για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) σε αεροναυτιλιακά ζητήματα. Δεν είναι όμως σαφές ποιες είναι οι προθέσεις της Αγκυρας στο σημείο αυτό, αν και ουδείς αναμένει μείζονες αλλαγές στην τουρκική συμπεριφορά. Παράλληλα, ούτε το ελληνικό ΓΕΕΘΑ εμφανίζεται ιδιαίτερα θερμό προς αυτή την κατεύθυνση.
Από την άλλη πλευρά, ο κ. Ερντογάν μοιάζει να αποδίδει αρκετά υψηλή σημασία στην επίσκεψή του στην Αθήνα. Με την κατάσταση στη Συρία να είναι περίπλοκη και τις σχέσεις του τόσο με την ΕΕ όσο και με τις Ηνωμένες Πολιτείες βεβαρυμένες (σ.σ. η υπόθεση της δίκης του Τουρκοϊρανού Ρεζά Ζαράμπ στη Νέα Υόρκη, η πρόσφατη διένεξη με το ΝΑΤΟ και το «αγκάθι» της συνεργασίας της Ουάσιγκτον με τους Κούρδους της Συρίας διαμορφώνουν μια πολύ ευαίσθητη ισορροπία), ο κ. Ερντογάν θα ήθελε να δείξει ότι παραμένει ένας παίκτης χρήσιμος για τη Δύση. Η δε «ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα» των τουρκοαμερικανικών σχέσεων δεν σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον επιθυμεί αυτές να διαρραγούν με απότομο τρόπο και η «ελληνοτουρκική νηνεμία» είναι κάτι που την ικανοποιεί.
Εμφαση σε θέματα οικονομίας και ασφάλειας
Προηγούμενο άρθροΙσοβίτης ζητά από τη δικαιοσύνη ν’αφεθεί ελεύθερος