Νέο στόχο, χαμηλότερο κατά 2,2 δισ. ευρώ σε σχέση με το στόχο που είχαν υποβάλει στις εποπτικές αρχές τον Σεπτέμβριο του 2016, θέτουν πλέον οι τράπεζες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους στα τέλη του 2019.
Αυτό επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που έδωσε χθες η ΤτΕγια την πορεία των επιχειρησιακών στόχων των τραπεζών και από τα οποία συνάγεται η υιοθέτηση και ενίσχυση της χρήσης δραστικότερων μέτρων μείωσης των “κόκκινων” δανείων, δεδομένου ότι οι πιο φιλόδοξοι στόχοι που θέτουν πλέον οι τράπεζες, συμβαδίζουν με την εκτίμησή τους για αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο ίδιο διάστημα.
Ειδικότερα, οι τράπεζες προβλέπουν ότι μέχρι τον Δεκέμβριο του 2019 θα δημιουργηθούν επιπλέον νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια 1,2 δισ. ευρώ, ενώ τα δάνεια που θα ιαθούν εκτιμώνται μειωμένα κατά 2,5 δισ. ευρώ.
Ο συνδυασμός των εκτιμήσεων αυτών (υψηλότεροι στόχοι για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων – αύξηση των δανείων που δεν θα εξυπηρετούνται – μείωση των δανείων που θα θεραπεύονται) σηματοδοτεί την αλλαγή σκηνικού για τους δανειολήπτες με μη εξυπηρετούμενα δάνεια από το 2018, καθώς τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουν οι τράπεζες για την ανάκτηση οφειλών θα είναι δραστικά και καινοφανή για την ελληνική πραγματικότητα.
Όπως προκύπτει από τον σχεδιασμό των τραπεζών για τη μείωση των NPEs και NPLs τα έτη 2018 και 2019, οι διαφοροποιήσεις στους παράγοντες μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και δανείων σε σχέση με την προηγούμενη στοχοθεσία, είναι σημαντικές. Συγκεκριμένα:
– Οι τράπεζες σκοπεύουν να επισπεύσουν την πώληση δανείων, κυρίως στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο και σε μικρότερο βαθμό στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο. Συγκεκριμένα, οι τράπεζες στοχεύουν σε επιπλέον πωλήσεις ύψους 4,7 δισ. ευρώ, αγγίζοντας τα 11,6 δισ. ευρώ συνολικές πωλήσεις για την περίοδο Ιουνίου 2017 – Δεκεμβρίου 2019. Σημειώνεται ότι μέρος των επιπλέον πωλήσεων (1,4 δισ. ευρώ) έχει ήδη πραγματοποιηθεί κατά το γ΄ τρίμηνο του 2017 μέσω τιτλοποίησης και μεταφοράς ΜΕΑ από την Attica Bank.
– Επιπρόσθετα, οι τράπεζες σκοπεύουν να αυξήσουν τα ποσά των διαγραφών κατά περίπου 1,2 δισ. ευρώ, κυρίως στο χαρτοφυλάκιο λιανικής. Σημειώνεται ότι οι διαγραφές δανείων στο γ΄ τρίμηνο 2017 ανήλθαν σε 1,1 δισ. ευρώ, αγγίζοντας τα 4,4 δισ. ευρώ για το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2017.
– Παρόλα αυτά, οι τράπεζες κάνουν συντηρητικότερες εκτιμήσεις όσον αφορά τις καθαρές εισροές μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε σχέση με την προηγούμενη υποβολή στοιχείων προς τις εποπτικές αρχές. Η εκτιμώμενη εισροή νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων για την περίοδο Ιουνίου 2017 – Δεκεμβρίου 2019 αυξάνεται κατά 1,2 δισ. ευρώ, ενώ αντίθετα η αποκατάσταση της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (curing) μειώνεται κατά 2,5 δισ. ευρώ.
Οι ανωτέρω δυσμενέστερες εκτιμήσεις γίνονται διότι οι τράπεζες έχουν ενσωματώσει στα μοντέλα τους χειρότερες μακροοικονομικές υποθέσεις (ρυθμός αύξησης ΑΕΠ, διαθέσιμο εισόδημα) σε σύγκριση με την προηγούμενη υποβολή στόχων, οι οποίες επηρεάζουν αρνητικά το ρυθμό εκ νέου αθέτησης (re-defaultrate), καθώς και τις καθαρές εισροές μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Η χαμηλότερη αποκατάσταση της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων σχετίζεται σε ένα βαθμό και με τα υψηλότερα ποσά πωλήσεων και διαγραφών.
– Οι λοιποί παράγοντες μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων δεν παρουσιάζουν μεταβολή σε σχέση με την προηγούμενη υποβολή στόχων. Οι εκποιήσεις καλύψεων (πλειστηριασμοί) υπολογίζονται σε 10,6 δισ. ευρώ, παραμένοντας κύριος παράγοντας στην ανάκτηση οφειλών.
Σημειώνεται ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ως ποσοστό των συνολικών ανοιγμάτων των τραπεζών αναμένεται να μειωθούν σταδιακά και να αγγίξουν το 35,2% το 2019. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό είναι λίγο υψηλότερο από τον προηγούμενο στόχο του 33,9%, εξαιτίας των διαφορετικών παραγόντων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, αλλά και της χαμηλότερης εκτιμώμενης πιστωτικής επέκτασης.
Για την ίδια περίοδο, τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (μη εξυπηρετούμενα δάνεια) αναμένεται να μειωθούν κατά 47%, δηλαδή από 72,8 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2017 σε 38,6 δισ. ευρώ το 2019. Ο σχετικός δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων αναμένεται να μειωθεί από 36,1% σε 21,1% την ίδια χρονική περίοδο.