Η καταρχήν απόφαση του Donald Trump να μεταφέρει από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ την πρεσβεία των ΗΠΑ στο Ισραήλ αποτελεί, όποια μορφή και αν λάβει εντέλει, κίνηση χαρακτηριστική του τρόπου με τον οποίο πολιτεύεται ο ένοικος του Λευκού Οίκου, αλλά και των αδυναμιών που εκδηλώνει συνολικά η Αμερική.
Πρόκειται για μία πρωτοβουλία αντίστοιχη λ.χ. της απόσυρσης των ΗΠΑ από τη Διεθνή Συμφωνία των Παρισίων για το κλίμα, κατά το ότι αντικαθιστά την συμμόρφωση προς διεθνείς κανόνες (που μπορεί και να έχουν διαμορφωθεί υπό αμερικανική καθοδήγηση) με ξεσπάσματα μονομερούς βολονταρισμού.
Εν προκειμένω, η απόφαση Trump επιδεικτικά αγνοεί τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Ιερουσαλήμ, ο οποίος προκύπτει από το γεγονός ότι κανένα άλλο κράτος δεν έχει μεταφέρει εκεί την πρεσβεία του, ενώ ψηφίσματα του ΟΗΕ όπως το 242 και 2334 καταδικάζουν την κατοχή, την προσάρτηση και τον εποικισμό της ανατολικής Ιερουσαλήμ από το εβραϊκό κράτος.
Άλλωστε, το σχέδιο του ΟΗΕ το 1947 για τη διχοτόμηση της ιστορικής Παλαιστίνης, το οποίο άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, προέβλεπε την απόδοση ειδικού διεθνούς καθεστώτος στην ιερή πόλη των τριών αβρααμικών θρησκειών. Η μετατροπή της ανατολικής Ιερουσαλήμ σε πρωτεύουσα μιας ανεξάρτητης Παλαιστίνης αποτελεί κεντρικό στοιχείο μίας αυθεντικής “λύσης δύο κρατών” στο πρόβλημα.
Τυχόν προκαταβολική αφαίρεση του μέλλοντος της Ιερουσαλήμ από τη διαπραγμάτευση, απλώς μαρτυρεί αδιαφορία για την επίτευξη άλλης, συμφωνημένης λύσης, πέρα από την διηνεκή κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών.
Η κίνηση του Αμερικανού προέδρου αποτελεί επίσης (όπως γνωρίζουμε λ.χ. και από την κλιμάκωση της έντασης στην κορεατική χερσόνησο) σπασμωδική προσπάθεια ανάκτησης γοήτρου, έστω και με συμβολικές κινήσεις, σε μία συγκυρία κατά την οποία οι ΗΠΑ και οι στενοί της σύμμαχοι στη Μέση Ανατολή βιώνουν τα αποτελέσματα της νίκης του άξονα Ρωσίας-Ιράν και της αποτυχίας της επιχείρησης “αλλαγής καθεστώτος” στη Δαμασκό.
Επιπλέον, η απόφαση Trump για την Ιερουσαλήμ συνιστά προσπάθεια αλλαγής της ατζέντας και συσπείρωσης της εκλογικής του βάσης (όπου κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι “Χριστιανοί Σιωνιστές”, δηλ. οι Ευαγγελικοί), σε μία συγκυρία κατά την οποία ο ίδιος πιέζεται ολοένα και περισσότερο από το λεγόμενo Russiagate, το οποίο μάλιστα, από ειρωνεία της τύχης, έχει αρχίσει να μοιάζει περισσότερο σε Israelgate, αφού μία από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο πρώην Σύμβουλος Eθνικής Ασφαλείας Michael Flynn είναι ότι πριν την αποχώρηση Obama έλαβε εντολή από τον γαμπρό και σύμβουλο του Trump, Jared Kushner να επικοινωνήσει με τον πρεσβευτή της Ρωσίας και κάθε άλλου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ ώστε να παρεμποδίσει την υιοθέτηση ψηφίσματος καταδικαστικού για τους ισραηλινούς εποικισμούς.
Πρωτίστως, όμως, η μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ αποτελεί ρουσφέτι. Ρουσφέτι καταρχήν προς τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Binyamin Netanyahu, ο οποίος πιέζεται πολλαπλά από τις εξελίξεις στην περιοχή, την πτώση της δημοτικότητάς του στο εσωτερικό και τις εισαγγελικές έρευνες για σκάνδαλα που τον πλησιάζουν επικινδύνως.
Ρουσφέτι όμως και προς τον κοινό τους χρηματοδότη Sheldon Adelson, τον φανατικά φιλοϊσραηλινό “βασιλιά των καζίνο” του Λας Βέγκας ο οποίος διέθεσε από κοινού με τη σύζυγό του 80 εκατομμύρια δολάρια για την εκλογική προσπάθεια των Ρεπουμπλικανών το 2016 και άλλα 5 εκατομμύρια για την τελετή ορκωμοσίας του Trump και πίεζε δημοσίως για την μεταφορά της πρεσβείας. (Το πρόσωπο με τον αντίστοιχο ρόλο στον χώρο των Δημοκρατικών είναι ο μεγαλοεπιχειρηματίας Haim Saban).
Σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος με τον οποίο ο Trump χειρίζεται το θέμα της Ιερουσαλήμ, όπως και τόσα άλλα στην θητεία του, περισσότερο παραπέμπει σε επιχειρηματικό “τζόγο” (με αρκετή δόση “μπλόφας”) που βασίζεται στην εκάστοτε εικόνα του “ταμπλώ” των ευκαιριών και των συσχετισμών, παρά σε ένα σκακιστικό παιχνίδι που προϋπολογίζει την επόμενη και μεθεπόμενη κίνηση. Αυτό ενέχει και ένα στοιχείο “αυτοσχεδιαστικό”, το οποίο προκαλεί σύγχυση σε συνομιλητές, παρατηρητές, αλλά και συνεργάτες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις την Κυριακή ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, H.R. Mc Master έσπευδε να υποβαθμίσει τις πληροφορίες ότι επίκειται μεταφορά στην Ιερουσαλήμ της αμερικανικής πρεσβείας.
Προφανώς στο συγκεκριμένο ζήτημα, ο Αμερικανός πρόεδρος αισθάνεται ότι δεν έχει λόγους να λαμβάνει υπόψη τις αντιρρήσεις της πιο αδύναμης παλαιστινιακής πλευράς ή άλλων παικτών, που πάντως δεν προτίθενται δεν εμπλακούν ενεργά.
Αντίθετα, έχει λόγους να χρησιμοποιεί το “χαρτί” της Ιερουσαλήμ για να εκβιάσει συμμόρφωση με το υπό επεξεργασία “σχέδιο Trump” για το Μεσανατολικό, το οποίο ετοιμάζει ο Kushner – χρηματοδότης ο ίδιος παράνομων οικισμών στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. (Λέγεται ότι και το πραξικόπημα στη Σαουδική Αραβία με την σύλληψη εκατοντάδων μεγαλόσχημων από τον διάδοχο Mohammad, έχει ενθαρρυνθεί από τον Kushner, στην προοπτική της ανοικτής συνεργασίας εφεξής του Ριάντ με το Ισραήλ σε ένα αντι-ιρανικό μέτωπο).
Όμως, εδώ ακριβώς, το σχέδιο Trump αρχίζει και χωλαίνει. Με το να προσχωρούν οι ΗΠΑ de facto στη λογική της Ιερουσαλήμ ως “αδιαίρετης και αιώνιας πρωτεύουσας του Ισραήλ”, παύουν να τηρούν ακόμη και τα προσχήματα του αμερόληπτου μεσολαβητή στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση και απομακρύνουν για πολύ καιρό την πιθανότητα ουσιαστικών ειρηνευτικών συνομιλιών.
Η αλαζονική πεποίθηση ότι το ζήτημα μπορεί να κλείσει με την συμμόρφωση του πιο αδύναμου μέρους σε τελεσίγραφα θα διαψευσθεί από τα πράγματα – διότι η μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας μπορεί να αποτελέσει την σπίθα για μια νέα “Ιντιφάντα”, ίσως και με κατάρρευση αυτή τη φορά της Παλαιστινιακής Αρχής.
Το κυριότερο: οι κινήσεις Trump κάθε άλλο παρά διευκολύνουν τη Σαουδική Αραβία (που δεν έχει κλείσει τα εσωτερικά μέτωπά της), αποσταθεροποιούν ευθέως την μετριοπαθή, φιλοδυτική Ιορδανία (χώρα με πληθυσμό κατά πλειοψηφία παλαιστινιακό, η οποία, διόλου τυχαία, έσπευσε να ζητήσει έκτακτη σύγκληση του Αραβικού Συνδέσμου και του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας) και υποχρεώνουν τον Erdogan να ακολουθήσει την σκληρή καταγγελτική στάση στην οποία έχει εκ των προτέρων αυτοδεσμευτεί.
Από την άλλη πλευρά, η αμερικανική στάση εμφανίζει περισσότερο αξιόπιστες στα μάτια των λαών της περιοχής τις δυνάμεις του “άξονα της Αντίστασης” (Ιράν, Συρία, Χεζμπολλάχ). Αλλά για όσους ονειρεύονται μιαν ευρύτερη πολεμική σύγκρουση στην περιοχή, η συσσώρευση εντάσεων δεν είναι ανεπιθύμητη.