Γιατί η Ελληνική Στατιστική Αρχή κατέγραψε στο 3ο τρίμηνο του 2017 νέα μείωση στον αριθμό των διευθυντικών και λοιπών υψηλόβαθμων στελεχών στην Ελλάδα; Ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο η μερική απασχόληση και η εκ περιτροπής εργασία ή η πρόσληψη με τον κατώτατο μισθό των 586 ευρώ αποτελούν πλέον σχεδόν τις αποκλειστικές επιλογές των εργοδοτών όταν προσλαμβάνουν; Τις απαντήσεις δίνουν οι αριθμοί: για να αμειφθεί κάποιος με περισσότερα από 2.000 ευρώ καθαρά, ο εργοδότης θα πρέπει να πληρώνει περισσότερα στο κράτος –είτε σε μορφή φόρων είτε σε μορφή ασφαλιστικών εισφορών– από ό,τι στον εργαζόμενό του. Για να πληρώνεται ένας εργαζόμενος με 3.000 ευρώ, το τελικό κόστος θα πρέπει να φτάσει τις 7.128 ευρώ και από αυτά οι 4.134 ευρώ θα πρέπει να καταλήξουν στο Δημόσιο, το οποίο και θα υφαρπάξει το 58% των χρημάτων που θα καταβάλει ο εργοδότης. Από την άλλη, με τη μερική απασχόληση δημιουργείται μια θέση εργασίας με τελικό κόστος μόλις 127 ευρώ τον μήνα –όσες είναι οι ασφαλιστικές εισφορές–, η οποία εξασφαλίζει 22 ένσημα στον εργαζόμενο ανά μήνα (αντί για 25 ένσημα που προσφέρει μια θέση πλήρους απασχόλησης). Ακόμη και με τα 586 ευρώ, το Δημόσιο εισπράττει 240 ευρώ τον μήνα και τίποτα παραπάνω, καθώς δεν επιβάλλεται φόρος ή εισφορά αλληλεγγύης. Στην πράξη προκύπτει ότι για να πληρωθεί μία και μόνο μέση σύνταξη, πρέπει να συλλέγονται τα χρήματα που θα εισφέρουν τουλάχιστον 5-6 εργαζόμενοι. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το γ΄ τρίμηνο του 2017 αποτυπώνουν μείωση της ανεργίας η οποία όμως, όπως προκύπτει από τα αναλυτικά στοιχεία, προέρχεται από την αύξηση των προσωρινών θέσεων απασχόλησης και την πρόσληψη ατόμων είτε στις υπηρεσίες (κυρίως εστιατόρια και ξενοδοχεία) είτε σε θέσεις ανειδίκευτων εργατών οι οποίοι και αμείβονται με τον ελάχιστο επιτρεπόμενο μισθό των 586 ευρώ. Τα ίδια στοιχεία αποκαλύπτουν και τη μείωση στον αριθμό των διευθυντικών στελεχών αλλά και των προσώπων που καλύπτουν θέσεις ευθύνης. Στο γ΄ τρίμηνο του 2017, οι εργαζόμενοι σε θέσεις ευθύνης ήταν 94.600 ενώ στο γ΄ τρίμηνο του 2016 ήταν 98.000, με την τάση μείωσης να είναι συνεχής.
Ο λόγος είναι προφανώς οικονομικός και για την ενίσχυση της μερικής ή της υποαμειβόμενης εργασίας αλλά και για τη μείωση των θέσεων ευθύνης και υψηλών αποδοχών.
• Για μια πρόσληψη με μερική απασχόληση, οι βασικές αποδοχές μπορούν να οριστούν στα 310 ευρώ. Ο εργαζόμενος θα πληρώνει στον ΕΦΚΑ 49,51 ευρώ, ενώ εάν προστεθούν και οι εισφορές του εργοδότη, το τελικό ποσό θα διαμορφωθεί στα 127,06 ευρώ. Δηλαδή, ο εργοδότης θα πληρώνει 387 ευρώ συνολικά, εκ των οποίων τα 127,06 ευρώ θα πηγαίνουν στο Δημόσιο και τα 259,94 ευρώ στον εργαζόμενο, ο οποίος θα εξασφαλίζει και 22 ένσημα τον μήνα. Οσο για τη σύνταξή του, θα «προστατεύεται» από τη βασική σύνταξη των 386 ευρώ. Ακόμη και για 25 χρόνια να δουλεύει κάποιος ως μερικώς απασχολούμενος με μηνιαίες αποδοχές 310 ευρώ, θα βγάλει σύνταξη 463 ευρώ αν προστεθεί η βασική σύνταξη, η αναλογική και η επικουρική.
• Για μια πρόσληψη με πλήρη απασχόληση και ονομαστικό μισθό 586 ευρώ, το Δημόσιο δεν εισπράττει φόρους λόγω του αφορολογήτου που υπάρχει σήμερα. Θα χρειαστεί να γίνει η μείωση του αφορολογήτου (είτε από την 1/1/2019 είτε από την 1/1/2020) για να αρχίσει το Δημόσιο να εισπράττει φόρους και από τους εργαζομένους των 586 ευρώ. Στο Δημόσιο μια θέση εργασίας με τον κατώτατο επιτρεπόμενο μισθό αποδίδει 240 ευρώ τον μήνα, εκ των οποίων τα 93 ευρώ τα πληρώνει ο εργαζόμενος ο οποίος και περιορίζεται στα 492 ευρώ καθαρά.
Ολο το βάρος για το γέμισμα των κρατικών ταμείων, και με φόρους και με εισφορές, έχει πέσει στους μεγάλους μισθούς, τους οποίους όμως εισπράττουν ολοένα και λιγότεροι. Για να εισπράττει 1.400 ευρώ καθαρά ένας εργαζόμενος, ο εργοδότης πρέπει να πληρώνει 2.500 ευρώ, καθώς το 44% του ποσού που πληρώνει ο εργοδότης το εισπράττει το Δημόσιο. Στις 2.000 ευρώ καθαρά του εργαζομένου, το κόστος για τον εργοδότη φτάνει στις 4.064 ευρώ, ενώ το ποσό μοιράζεται, με το Δημόσιο να εισπράττει και αυτό περίπου 2.064 ευρώ είτε ως φόρους είτε ως εισφορές. Στις 5.700 ευρώ, που είναι και το μεγαλύτερο ποσό ονομαστικού μισθού για το οποίο καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές, ο εργαζόμενος λαμβάνει 3.000 ευρώ καθαρά, αλλά ο εργοδότης πληρώνει 7.128 ευρώ, με τις 4.134 ευρώ να καταλήγουν στο ταμείο του κράτους.