ΛΟΝΔΙΝΟ. Ο διαπραγματευτής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Brexit, Μισέλ Μπαρνιέ, ξεκαθάρισε χθες ότι μετά την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε., ο βρετανικός χρηματοπιστωτικός κλάδος θα χάσει το «διαβατήριο» λειτουργίας στην κοινή αγορά. Ο Μπαρνιέ προέκρινε ως μοντέλο μελλοντικών σχέσεων την εμπορική συμφωνία Ε.Ε. – Καναδά (CETA), η οποία ωστόσο είναι ασύμβατη με τη δέσμευση για ανοικτά σύνορα ανάμεσα στην Ιρλανδία, που παραμένει στην Ε.Ε., και στη Βόρεια Ιρλανδία, που αποχωρεί.
«Καμία εμπορική συμφωνία δεν ανοίγει τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Φεύγοντας από την κοινή αγορά, χάνουν το διαβατήριο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών», είπε ο Μπαρνιέ σε συνέντευξη σε επτά μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες. Ο βρετανικός χρηματοπιστωτικός τομέας είναι το «διαμάντι του στέμματος» των βρετανικών εξαγωγών προς την Ε.Ε. Ενώ στο εμπόριο αγαθών το ισοζύγιο είναι ελλειμματικό εις βάρος της Βρετανίας, οι καθαρές εξαγωγές χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών από τη Βρετανία στην Ε.Ε. ανέρχονται σε 23 δισ. στερλίνες ετησίως. Μετά το Brexit, οι βρετανικές τράπεζες, ασφαλιστικοί οργανισμοί κτλ. θα εξακολουθούν να λειτουργούν στην Ε.Ε., αλλά θα χρειαστεί να ανοίξουν θυγατρική σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα. Επίσης θα υπόκεινται στους ευρωπαϊκούς ρυθμιστικούς κανόνες.
«Δεν θα δεχθούμε ανταγωνισμό μέσω χαλαρότερης προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, των περιβαλλοντικών δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων των καταναλωτών, μέσω χαλαρότερης ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα, ούτε ανταγωνισμό που πλήττει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεν θα δεχθούμε χλωριωμένα κοτόπουλα ούτε άλλα προϊόντα που δεν συμμορφώνονται με τα δικά μας πρότυπα διατροφικής ασφάλειας», δήλωσε ο Μπαρνιέ.
Με σκίτσο που παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα στους ηγέτες των «27», ο επίτροπος ανέλυσε και απέκλεισε, μία προς μία, τις επιλογές της Βρετανίας, καταλήγοντας στο μοντέλο CETA. Συγκεκριμένα, το καθεστώς σύνδεσης με την κοινή αγορά ή την τελωνειακή ένωση (καθεστώς Νορβηγίας) προσκρούει στις κόκκινες γραμμές της βρετανικής κυβέρνησης, που είναι οι εξής: Οχι στη δικαιοδοσία του ευρωπαϊκού δικαστηρίου, όχι στην ελεύθερη μετακίνηση, όχι στις πληρωμές στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, αυτονομία στον καθορισμό ρυθμιστικού πλαισίου. Τα τρία τελευταία αποτρέπουν μια σχέση τύπου Ελβετίας, ενώ τα δύο τελευταία αποκλείουν μια σχέση τύπου Ουκρανίας. Απομένει μια σχέση τύπου Τουρκίας, αλλά ούτε και αυτή είναι εφικτή, λόγω της επιθυμίας του Ηνωμένου Βασιλείου για ανεξάρτητη εμπορική πολιτική.
Ομως η CETA είναι χρονοβόρος επιλογή: χρειάστηκε τρία χρόνια προετοιμασίας των διαπραγματεύσεων, επτά χρόνια διαπραγμάτευσης και ένα χρόνο μέχρις ότου καμφθούν οι αντιρρήσεις για την προσωρινή εφαρμογή μέρους της συμφωνίας, που ξεκίνησε προ τριμήνου. Η πλήρης εφαρμογή της CETA απαιτεί επικύρωση από όλα τα εθνικά και περιφερειακά κοινοβούλια της Ε.Ε. και αναμένεται να καθυστερήσει πολλά χρόνια. Ο Μισέλ Μπαρνιέ διευκρίνισε χθες πως η ίδια διαδικασία επικύρωσης από όλα τα κοινοβούλια θα εφαρμοστεί και στη συμφωνία με τη Βρετανία. Πάντως, η CETA προβλέπει υποχρεωτική ρυθμιστική συνεργασία μεταξύ των μερών, κάτι που θα γίνει δεκτό με ικανοποίηση από τον βρετανικό χρηματοπιστωτικό κλάδο, αφού θα είναι σε θέση να επηρεάσει τη θέσπιση νέων ευρωπαϊκών ρυθμιστικών κανόνων.