Για την ταχύτερη δικαστική εκκαθάριση των δανείων που δεν εξυπηρετούνται, πιέζουν οι “θεσμοί” κυβέρνηση και τράπεζες. Το ζήτημα κρίνεται κομβικό για τη μεγιστοποίηση των ανακτήσεων και δη της αποτίμησης των εξασφαλίσεων που έχουν οι τράπεζες και οι οποίες επιδιώκεται να ενισχυθούν ενόψει των πωλήσεων NPLs που θα ενταθούν από την ερχόμενη χρονιά.
Όπως διαπιστώνεται, παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί με το νομοθετικό πλαίσιο για τη διαχείριση των “κόκκινων” δανείων, εκκρεμεί η υλοποίηση μέτρων που θα επιτάχυναν τις δικαστικές διαδικασίες και θα διευκόλυναν την ενεργητική διαχείριση, μέρους τουλάχιστον, των μη εξυπηρετούμενων δανείων που τελούν υπό καθεστώς νομικής προστασίας, ιδίως δε εκείνων που κατά τεκμήριο συνδέονται με στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Οι αργές δικαστικές διαδικασίες ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τη διόγκωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων και οι επιπτώσεις της αργής δικαστικής “εκκαθάρισης” NPLs οδηγούν σε απομείωση της αξίας των εξασφαλίσεων των τραπεζών κατά 50% έως και 73%. Πρόκειται για εκτίμηση βάσει μελέτης της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εκτιμά ότι η εύρυθμη λειτουργία του δικαστικού συστήματος που θα επέτρεπε ρευστοποίηση εξασφαλίσεων σε σύντομο χρόνο, θα μπορούσε να διπλασιάσει την τιμή τους. Σημειώνεται ότι το 88% των συνολικών εξασφαλίσεων των τραπεζών αφορά στοιχεία ακίνητης περιουσίας, με το 50% αυτών να αφορά αμιγώς στεγαστικά και το 34% εμπορικά και βιομηχανικά ακίνητα.
Όπως επισημαίνει η μελέτη της ΤτΕ, ο χρόνος ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων που εξαρτάται από τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος, είναι καθοριστικός για την τιμή πώλησης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, σε συνδυασμό με τον εσωτερικό ρυθμό απόδοσης (IRR) που επιζητούν οι υποψήφιοι επενδυτές. Η αξία των εξασφαλίσεων απομειώνεται όσο αυξάνεται ο χρόνος ρευστοποίησης και ο εσωτερικός ρυθμός απόδοσης των επενδυτών.
Υιοθετώντας τρία σενάρια εσωτερικής απόδοσης από τους επενδυτές (Συντηρητικό με IRR 15%, Βασικό με ΙRR 20% και Ακραίο με IRR 30%), και θεωρώντας ως αφετηρία για την εξέλιξη της τιμής των εξασφαλίσεων τη λογιστική τιμή τους και δεδομένο χρόνο ρευστοποίησης τα 5 έτη, που αποτελεί μια ρεαλιστική παραδοχή με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα του δικαστικού συστήματος, η ΤτΕ καταλήγει ότι η αξία των εξασφαλίσεων απομειώνεται από 50% έως 73%. Συνεπώς, επηρεάζεται αντίστοιχα αρνητικά και η αξία του προς μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος.
Με βάση το σενάριο IRR 30%, εκτιμά η ΤτΕ, η πώληση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων με απομείωση εξασφαλίσεων εξαιτίας της χρονοβόρας δικαστικής διαδικασίας, θα δημιουργούσε ζημία στις τράπεζες 6 – 13 δισ. ευρώ, δηλαδή από 12% έως 27% της αρχικής τους αξίας, ανάλογα με τον εκτιμώμενο χρόνο ρευστοποίησης (2 – 5 χρόνια). Εάν ο χρόνος ρευστοποίησης συντμηθεί στα 2 χρόνια που είναι ο μ.ο. στην Ευρώπη, τότε στο Συντηρητικό Σενάριο η βελτίωση στην αποτίμηση των εξασφαλίσεων είναι της τάξης του 54%, στο Βασικό 73% και στο Ακραίο 120%.
Σημειώνεται ότι με βάση έρευνα που πραγματοποίησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με το χρόνο που απαιτείται για την εκκαθάριση δικαστικά ενός μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, τα στοιχεία είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά, αφού η Ελλάδα κατατάσσεται προτελευταία, πριν από τη Σλοβακία, με χρονικό διάστημα εκκαθάρισης τα 3,5 έτη κατά μέσο όρο. Στην Ελλάδα, είναι σύνηθες υποθέσεις εκκαθάρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων να εκτείνονται στην πενταετία, ενώ υποθέσεις του νόμου Κατσέλη έχουν πάρει δικάσιμο μέχρι και το 2030. Σημειώνεται ότι το ύψος των ανοιγμάτων που βρίσκονται σε καθεστώς νομικής προστασίας και εκκρεμεί η δικαστική τους επίλυση ανέρχεται σε 14,3 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 14,5% των συνολικών υφιστάμενων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.