Η ιστορία πίσω από το deal του 1867 και πώς εξηγείται η… διαχωριστική γραμμή μεταξύ Καναδά και της ενδοχώρας των ΗΠΑ
Σε μια από τις γνωστές του ετήσιες τηλεοπτικές «ανακρίσεις», στις οποίες απαντάει σε ερωτήσεις του κόσμου, ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε ερωτηθεί τον Απρίλιο του 2014 από μια γυναίκα για το θέμα της Αλάσκας, την οποία οι Ρώσοι είχαν πουλήσει στις ΗΠΑ το 1867. «Αγαπητή μου, γιατί χρειάζεστε την Αλάσκα; Είμαστε μια βόρεια χώρα, της οποίας το 70% του εδάφους της βρίσκεται στον βορρά και στο βορειότερο άκρο. Στην Αλάσκα κάνει επίσης κρύο. Δεν υπάρχει λόγος να εξαπτόμαστε», τόνισε ο Ρώσος πρόεδρος με σαφή δόση χιούμορ.
Πάντως, αυτό το συμβάν ανέδειξε ότι στη Ρωσία ακόμη ασχολούνται με μια ιστορία, η οποία πήρε τον δρόμο της πριν από 150 χρόνια. Άλλωστε, οι Ρώσοι έχουν σοβαρούς λόγους να ανακινούν το ζήτημα, καθώς το αντίτιμο που έδωσαν οι Αμερικανοί για να κάνουν δικό τους αυτόν τον τόπο, ήταν τέτοιο, που ακόμη θεωρείται ως ένα στρατηγικό λάθος του τσάρου Αλέξανδρου Β’. Οι ΗΠΑ είχαν δώσει μόλις 7,2 εκατ. δολάρια για να προσαρτήσουν ως μια από τις πολιτείες τους την Αλάσκα, χρήματα τα οποία μέσα στα επόμενα 50 χρόνια αποδείχθηκαν πολύ λίγα, καθώς έβγαλαν 100 φορές την αξία τους.
Πολλοί είναι οι Ρώσοι που ακόμη και σήμερα θεωρούν ότι οι ΗΠΑ έκλεψαν την Αλάσκα, με χιλιάδες κόσμου να συμμετέχει και να υπογράφει την καμπάνια για «επιστροφή» της περιοχής στη… μαμά πατρίδα. Ωστόσο, τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν πως η συναλλαγή ήταν «καθαρή» και ότι εάν υπάρχει κάποιος που πρέπει να απολογείται γι’ αυτήν, είναι -κυρίως- η τσαρική πλευρά. Όμως, τον Αλέξανδρο Β’ δύσκολα μπορεί να του ζητήσει κάποιος τα… ρέστα, καθώς δολοφονήθηκε στα χειμερινά παλάτια της Αγίας Πετρούπολης το 1883.
Ένα μέρος που είχε ιδιαίτερη ανάπτυξη
Οι θεωρητικοί του σοσιαλισμού/κομμουνισμού, Μαρξ και Ένγκελς, πίστευαν ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα γίνει κατά πάσα πιθανότητα σε μια από τις Αγγλία ή Γερμανία, όπου είχαν αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Ο Λένιν, βέβαια, απέδειξε ότι αυτό μπορούσε να συμβεί και στη Ρωσία, παρά το γεγονός ότι το 1917 είχε σε μεγάλο βαθμό φεουδαρχικά χαρακτηριστικά διοίκησης και λειτουργίας. Όμως, στη ρωσική Αλάσκα δεν συνέβαινε αυτό…
Τον 19ο αιώνα, το παγωμένο αυτό «οικόπεδο» του πλανήτη μας αποτελούσε ένα διεθνές κέντρο αγοράς και πώλησης προϊόντων. Στην πρωτεύουσα Νοβοαρχάνγκελσκ (σήμερα Σίτκα), γινόταν εμπόριο υφασμάτων, τσαγιού, ακόμη και πάγου, υλικού αρκετά χρήσιμου για τον αμερικάνικο νότο, καθώς τα ψυγεία δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί. Επίσης, υπήρχε και βιομηχανική ανάπτυξη, καθώς κατασκευάζονταν πλοία και εργοστάσια, ενώ άνθιζε και η εξόρυξη κάρβουνου. Μάλιστα, το ίδιο διάστημα είχε γίνει γνωστή και η ύπαρξη πολλών κοιτασμάτων χρυσού.
Για να γίνει το πρώτο «φλερτ» με την Αλάσκα, οι Ρώσοι έμποροι πήραν έρεισμα από τους οδόντες του των θαλάσσιων ίππων, οι οποίοι θεωρούνταν το ίδιο πολύτιμοι με αυτούς των ελεφάντων, όπως και οι γούνες των ενυδρίδων, που επίσης αποτελούσαν… θησαυρό τότε. Κουμάντο σε αυτήν την προσπάθεια έκανε η λεγόμενη Ρωσο-Αμερικανική Εταιρία, που είχε ιδρυθεί τον 18ο αιώνα, από κάποιους που εκείνη την περίοδο είδαν προοπτικές κέρδους στην περιοχή. Μάλιστα, σε αυτήν ανήκαν όλες οι εμπορικές δραστηριότητες που σχετίζονταν με την Αλάσκα, είχε τη δυνατότητα να προχωράει σε ανεξάρτητες με την τσαρική διοίκηση εμπορικές συμφωνίες με άλλες χώρες, διέθετε δική της σημαία, ακόμη και το δικό της νόμισμα, τα «μάρκα» από δέρμα ζώων.
Φυσικά, η τσαρική επιρροή δεν έλειπε, καθώς το παλάτι όχι μόνο έπαιρνε τεράστιο ποσοστό φόρων από εκεί, αλλά διέθετε και μερίδιο στην εταιρία, καθώς μεταξύ των μετόχων της περιλαμβάνονταν τα μέλη της οικογένειας.
Το «μεγάλο κεφάλι» που εκτόξευσε την ανάπτυξη
Η εκτίναξη της ανάπτυξης και της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Αλάσκα ξεκίνησε το 1799, χάρη στον διορατικό έμπορο, Αλεξάντρ Μπαράνοφ. Αυτός ήταν που έβαλε σε μικρό χρονικό διάστημα σε μια γραμμή παραγωγής τον τόπο, έχτισε σχολεία και εργοστάσια, κατασκεύασε φρούρια και ναυπηγεία, εκπαίδευσε τους ντόπιους στην καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων (όσων που μπορούσαν να ευδοκιμήσουν στο παγωμένο έδαφος) και διεύρυνε τη ζωική εκμετάλλευση.
Ο Μπαράνοφ δέθηκε με την Αλάσκα και για προσωπικούς λόγους (εκτός από τα δεδομένα για εκείνον οικονομικά οφέλη), καθώς παντρεύτηκε την κόρη του φυλάρχου των Αλεούτιων. Των αυτόχθονων κατοίκων των Αλεούτιων νήσων, που σχηματίζουν ένα τόξο μεταξύ των βορειοαμερικανικών εδαφών και των ευρωπαϊκών και αποτελούν το «φιλέτο» της περιοχής.
Τον καιρό που διοικούσε ο Μπαράνοφ η Ρωσο-Αμερικανική Εταιρία είχε τεράστια έσοδα. Όμως, ο χρόνος είναι εχθρός όλων, οπότε μαζί τα δικά του γηρατειά, ξεκίνησε να… γερνάει και η ανάπτυξη στην περιοχή. Σε αυτό συνέβαλε τόσο η κακή διοίκηση των διαδόχων του, όπως φυσικά και η φύση της ίδιας της δραστηριότητας, η οποία πάντα έχει τα πάνω και τα κάτω της.
Τα πρώτα σημάδια της κρίσης
Αυτός που καθαίρεσε τον Μπαράνοφ ήταν ο Λούντβιγκ φον Χαγκεμάιστερ. Ικανότατος θαλασσοπόρος, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν το ίδιο ικανός και σε άλλους τομείς. Το Πολεμικό Ναυτικό της Ρωσίας ήταν αυτό που για τα επόμενα χρόνια ανέλαβε τη διοίκηση, ενώ άλλαξε και το καταστατικό της εταιρίας, καθώς μπορούσαν να τη διευθύνουν μόνο αξιωματικοί. Όλα αυτά, συν το γεγονός ότι οι νέοι επικεφαλής όρισαν για τους ίδιους μεγάλες αμοιβές, οδήγησαν σταδιακά στον μαρασμό. Παράλληλα, οι τιμές για την αγορά γούνας από τον ντόπιο πληθυσμό μειώθηκαν στο μισό.
Ως γνωστόν, οι οικονομικές κρίσεις οδηγούν στο να κερδίζουν κάποιοι λίγοι πολλά (στην περίπτωσή αυτή οι απεσταλμένοι του παλατιού) και οι πολλοί να… στριμώχνονται. Οι αυτόχθονες βίωσαν την ανέχεια και αναγκάστηκαν να εξεγερθούν αρκετές φορές. Όλες οι προσπάθειές τους όμως ναυάγησαν, καθώς από την άλλη υπήρχε ένας μηχανισμός καταστολής, με βασικό «εργαλείο» τους βομβαρδισμούς από τα πολεμικά πλοία στα παράκτια χωριά.
Η Ρωσο-Αμερικανική Εταιρία έγινε εξαρτημένη από την κρατική χρηματοδότηση, ενώ τα μέτωπα της Ρωσίας, κυρίως με τους Άγγλους, έκαναν την τσαρική διοίκηση να στρέψει αλλού την προσοχή της. Όσο για τον Μπαράνοφ, πέθανε κατά τη διάρκεια ενός ακτοπλοϊκού ταξιδιού επιστροφής στη Ρωσία το 1818, στο οποίο επικεφαλής ήταν ο Φον Χαγκεμάιστερ.
Τελειωτικό «χτύπημα» για τη ρωσική κυριαρχία στην Αλάσκα αποδείχθηκε ο Κριμαϊκός πόλεμος, όπου απέναντί της είχε όχι μόνο την Αγγλία, αλλά και τις Γαλλία, Τουρκία, Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία, Ελβετία και Σαρδηνία (δεν ήταν μέρος της Ιταλίας τότε). Στους συμμάχους των Ρώσων ήταν οι Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο. Ο πόλεμος αυτός διήρκησε από το 1853 έως το 1856 και η ήττα της Ρωσίας άνοιξε πολλές «πληγές».
Το deal του 1867 και η αλλαγή στο ρου της ιστορίας
Εκείνο το διάστημα ήταν που γεννήθηκε η ιδέα να πωληθεί η Αλάσκα από τη Ρωσία, ιδέα άκρως δελεαστική για τους Αμερικανούς. Οι ΗΠΑ έστειλαν επικεφαλής των διαπραγματεύσεων τον Ουίλιαμ Σιούαρντ. Ο οποίος αποδείχθηκε ο κατάλληλος άνθρωπος για την κατάλληλη δουλειά. Και από τις δύο πλευρές υπήρχαν αντιδράσεις για τη συμφωνία, αλλά στις 30 Μαρτίου 1867 μπήκαν οι υπογραφές στην Ουάσιγκτον για την πώληση 1,5 εκατομμυρίου εκταρίων ρωσικών κτήσεων αντί 7,2 εκατ. δολαρίων.
Η επίσημη παράδοση της γης έγινε στο Νοβοαρχάνγκελσκ. Λέγεται ότι η ρωσική σημαία «κόλλησε» κατά την υποστολή της και χρειάστηκε κάποιος να σκαρφαλώσει στον στύλο για να την κατεβάσει. Κάποιοι από τους κάτοικους αρνήθηκαν να φύγουν από την περιοχή και έτσι πήραν την αμερικανική υπηκοότητα. Όσοι δεν το έκαναν, επέστρεψαν επί των ρωσικών -πλέον μειωμένων σε έκταση- εδαφών.
Δεν πέρασε πολύς καιρός για να φανεί ότι το deal δεν ήταν και τόσο καλή ενέργεια από την πλευρά των Ρώσων. Οι Αμερικανοί άρχισαν να βγάζουν πολλαπλάσια -σε σχέση με το ποσό της αγοράς- κέρδη από την εξόρυξη χρυσού, ενώ η Ρωσία βυθιζόταν σε «σκοτεινές» εποχές, όπου η τσαρική διοίκηση προσπαθούσε με… νύχια και δόντια να κρατήσει την εξουσία, την ώρα που οι κάτοικοί της βίωναν την εξαθλίωση, ιδίως στις δύσβατες περιοχές της Σιβηρίας.
Κανείς δεν ξέρει πώς θα είχε επηρεαστεί η μοίρα αυτού του πλανήτη, εάν δεν είχε γίνει αυτή η συναλλαγή μεταξύ των δύο μεγαλύτερων δυνάμεων του πλανήτη στα χρόνια που ακολούθησαν. Ωστόσο, θα είχε ενδιαφέρον εάν κάποιος γύριζε τον χρόνο πίσω και έπειθε τους Ρώσους να μην το κάνουν…