Βαρίδι για τις τράπεζες και τη διαδικασία μείωσης των “κόκκινων” δανείων μέσω πλειστηριασμών και πωλήσεων, θα αποδειχθεί η υψηλή φορολογία στα ακίνητα.
Ενόψει της μαζικής εφαρμογής των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών μέσα στο νέο έτος, αλλά και των δρομολογούμενων πωλήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων με εξασφαλίσεις σε ακίνητα, οι τράπεζες “μετρούν” ήδη το κόστος.
Όπως υπολογίζουν, με δεδομένο ότι η πλειοψηφία των ακινήτων από τους πλειστηριασμούς θα καταλήξουν στις ίδιες, θα έχουν ένα ετήσιο κόστος διακράτησης των ακινήτων αυτών της τάξεως του 4% – 6%, στο οποίο ιδιαίτερα θα βαραίνει η φορολογία στην κατοχή ακινήτων. Η τελευταία υπερβαίνει πλέον το 2% ως ποσοστό του ΑΕΠ από μόλις 0,5% – 0,6% μέχρι το 2010.
Όπως εκτιμούν οι τραπεζίτες, η υπερφορολόγηση των ακινήτων θα αποτυπωθεί και ταυτόχρονα θα επηρεάσει πτωτικά τις τιμές των ακινήτων, τόσο μέσω των πλειστηριασμών, όσο και μέσω των τιμημάτων που θα υποβάλουν τα ξένα funds για αγορές εξασφαλισμένων NPLs.
Ειδικότερα αναμένουν ότι οι τιμές των ακινήτων θα υποχωρήσουν περαιτέρω, ωστόσο η αρνητική επίδραση θα είναι βραχυπρόθεσμη και θα αφορά τα ακίνητα υποδεέστερων χαρακτηριστικών. Μακροπρόθεσμα, αναμένουν αναθέρμανση της αγοράς ακινήτων, η οποία θα ενισχύσει τη ζήτηση για ακίνητα υψηλών προδιαγραφών και επενδυτικών χαρακτηριστικών, συμπαρασύροντας τελικώς ανοδικά τη ζήτηση σε όλο το φάσμα της αγοράς.
Σε κάθε περίπτωση, το προσεχές διάστημα αναμένεται περαιτέρω πίεση στις τιμές των ακινήτων. Πρόκειται για τη φάση που θα διαμορφώσει τις νέες ισορροπίες στην αγορά ακινήτων, λένε οι τραπεζίτες, αναφέροντας χαρακτηριστικά το παράδειγμα της Ιρλανδίας, όπου η δραστική “εκκαθάριση” των “κόκκινων” δανείων έφερε σε λιγότερο από 6 μήνες, μείωση των τιμών των ακινήτων κατά 70%. Σε ένα χρόνο, η μείωση αυτή είχε μεταστραφεί σε άνοδο 5% και έκτοτε οι τιμές κινούνταν σε σταθερά ανοδική πορεία.
Πάντως, αν και στην ελληνική αγορά δεν αναμένεται αντίστοιχη πτώση τιμών, αφού οι τιμές των ακινήτων ήδη έχουν υποχωρήσει άνω του 40%, οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι θα πρέπει να γίνουν συγκεκριμένα βήματα για την ενίσχυση της ζήτησης.
Την άποψη αυτή ενστερνίζεται και η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία εκτιμά ότι, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να γίνουν βήματα για τον εξορθολογισμό της φορολόγησης των ακινήτων, την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδοτήσεων, αλλά και τη διαθεσιμότητα ανοικτών δημόσιων δεδομένων προς τους ενδιαφερόμενους επενδυτές, απαραίτητων για την κατάρτιση των επιχειρηματικών σχεδίων.
Ειδικά στο θέμα της φορολόγησης των ακινήτων, η ΤτΕ επισημαίνει ότι η σε εξέλιξη προσπάθεια αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, προκειμένου αυτές να προσεγγίσουν τις εμπορικές αξίες, αποσκοπεί στην άρση στρεβλώσεων στη φορολόγηση των ακινήτων ανά την επικράτεια, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν αδρανοποιήσει τοπικές αγορές ακινήτων.
Ωστόσο, ο επαναπροσδιορισμός των αντικειμενικών αξιών θα πρέπει να συνοδευθεί από την αναπροσαρμογή και τελικά τη σταδιακή μείωση των συντελεστών φορολογίας, με παράλληλη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Η στήριξη της ζήτησης στην αγορά ακινήτων, εκτιμά η ΤτΕ, θα αποφέρει σημαντικά οφέλη όχι μόνο για το τραπεζικό σύστημα, αλλά και για την απασχόληση και την οικονομία συνολικά.