Η σημαντικά εκτενέστερη χρήση δανείων και εγγυήσεων (μέσα από τα χρηματοδοτικά εργαλεία) που προβλέπονται στο νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο μετά το 2020 θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο μοντέλο διαχείρισης της χρηματοδότησης της ΕΕ και θα μπορούσε πιαθνά να οδηγήσει σε δομική αλλαγή του ευρωπαϊκού σχεδίου στο σύνολό του.
Ο Νίκος Λαμπρόπουλος και ο Francesco Molica είναι οι ιδρυτές του Cohesion Policy Observatory. Ο Νίκος Λαμπρόπουλος είναι διευθυντής της EURACTIV Ελλάδας.
Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό της ΕΕ μετά το 2020 έχει ελάχιστη ομοιότητα με προηγούμενες διαπραγματεύσεις. Η πρόταση για το επόμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο που θα γίνει το Μάιο του 2018 θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές του διαχειριστικού μοντέλου σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των κοινοτικών πόρων και τις δημόσιες επενδύσεις στην Ευρώπη.
Παρά το γεγονός ότι ο προτεινόμενος προϋπολογισμός θα παραμείνει στα σημερινά επίπεδα (με κάποια κράτη μέλη να ζητούν περαιτέρω μείωση), τα κονδύλια που διατίθενται για τα χρηματοδοτικά εργαλεία (δάνεια, εγγυήσεις, μετοχικό κεφάλαιο κ.λπ.) θα αυξηθούν δραματικά σε βάρος των επιχορηγήσεων. Σε ποιο βαθμό θα συμβεί αυτό, δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί, αλλά η κατεύθυνση φαίνεται ξεκάθαρη.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε αυτή την κατεύθυνση ήδη στο έγγραφο προβληματισμού σχετικά με το μέλλον των οικονομικών της ΕΕ, το οποίο προβλέπει «υψηλότερη» ή «πολύ υψηλότερη» χρήση χρηματοπιστωτικών εργαλείων και στα πέντε σενάρια που εξετάζονται για την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το 2020.
Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Εξάλλου, η τρέχουσα προγραμματική περίοδος έχει ήδη δώσει μεγαλύτερη έμφαση στα χρηματοπιστωτικά εργαλεία σε σχέση με το παρελθόν. Η ίδρυση και μετέπειτα επέκταση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων (EFSI) αποτελούν την κορωνίδα αυτής της διαδικασίας.
Άλλωστε, μόνο τα τελευταία τρία χρόνια η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων αύξησε το προσωπικό της με περισσότερα από 1.500 στελέχη διαφορετικού ακαδημαϊκού υπόβαθρου και ειδικότητας, ενώ την ίδια στιγμή το προσωπικό της Επιτροπής συνεχώς συρρικνώνεται.
Προφανώς, οι επιχορηγήσεις θα εξακολουθήσουν να αντιπροσωπεύουν τη μερίδα του λέοντος στις ευρωπαϊκές επενδύσεις. Ωστόσο, τα χρηματοδοτικά εργαλεία αναμένεται να αποκτήσουν για πρώτη φορά κεντρικό ρόλο καθώς θα συμπεριληφθούν στις παραδοσιακές ευρωπαϊκές πολιτικές, όπως η συνοχή και η γεωργία, στις οποίες προβλέπονται σοβαρές περικοπές ως αποτέλεσμα του Brexit και της ανάγκης μετατόπισης των κονδυλίων προς νέα προγράμματα.
Το γεγονός αυτό θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο μοντέλο διαχείρισης της χρηματοδότησης της ΕΕ – ανεξάρτητα αν συμφωνεί κανείς με την ανάγκη εμπλοκής του ιδιωτικού τομέα στις δημόσιες επενδύσεις και την αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων για την μόχλευση των πόρων.
Καταρχήν, η διαχείριση ευρωπαϊκών πόρων θα μεταφερθεί από τις Περιφερειακές και τις εθνικές αρχές σε κεντρικό επίπεδο (συγκεντρωτισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο). Η διαχείριση και συνεπώς οι αποφάσεις για μεγάλο μέρος των χρηματοδοτήσεων θα μεταφερθεί από τις διαχειριστικές αρχές και την Επιτροπή στην ΕΤΕπ και τους δικούς της ενδιάμεσους φορείς, που είναι κυρίως τράπεζες. Κατά συνέπεια, τα κριτήρια επιλογής των έργων αλλάζουν από πολιτικά/κοινωνικά σε αμιγώς οικονομικά.
Μια επιπλέον συνέπεια έχει να κάνει με την υποβάθμιση της ex ante γεωγραφικής κατανομής των πόρων καθώς και της άμεσης εμπλοκής των τοπικών φορέων με τις διαβουλεύσεις, επιτροπές παρακολούθησης κτλ (Bottom up approach).
Η πρόσφατη ανάλυση της CRPM για την εδαφική διάσταση του EFSI διαπίστωσε ότι η κατανομή των μέχρι σήμερα διατεθέντων πόρων παρουσιάζει σημαντική γεωγραφική και τομεακή ανισορροπία – βεβαίως, αυτό είναι ένα ζήτημα που η Επιτροπή προσπαθεί να διορθώσει ή τουλάχιστον να περιορίσει.
Επίσης, δεν έχει καταστεί ακόμη σαφές τι θα γίνει με τα έργα που αξιολογούνται (από ποιον;), ως απαραίτητα, αλλά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «κερδοφόρα». Θα μπορέσουν οι μειωμένες επιδοτήσεις να καλύψουν όλες τις ανάγκες;
Ένα ακόμη πρόβλημα έγκειται στο πώς η ΕΤΕπ, που πλέον έχει ενεργότερο ρόλο στον προϋπολογισμό της ΕΕ, θα αντιμετωπίσει το Brexit, δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην τράπεζα και είναι επιπλέον αποφασισμένο να διατηρήσει την πρόσβαση στη χρηματοδότηση ακόμη και μετά την αποχώρηση από την ΕΕ.
Οι συνέπειες υπερβαίνουν κατά πολύ την εκτίμηση του προϋπολογισμού. Η άνοδος των χρηματοπιστωτικών εργαλείων θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια τεράστια δομική αλλαγή του ευρωπαϊκού σχεδίου στο σύνολό του.
Οδηγούμενη από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες της, η ΕΕ φαίνεται να απομακρύνεται από τις αξίες της συνοχής και της σύγκλισης – συνιστούσαν ανέκαθεν τις εμβληματικές αρχές της ΕΕ – προκειμένου να εστιάσει περισσότερο στους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας.
Ακόμα και η έννοια της αλληλεγγύης πιθανόν να αλλάξει σημασιολογικά τόσο σε οικονομικούς, όσο και σε αναπτυξιακούς όρους, ενσωματώνοντας τις αρχές της ανταπόδοσης και της λογοδοσίας.
Στο πλαίσιο αυτό, οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να συζητήσουν σοβαρά και άμεσα τα ζητήματα που επιφέρουν αυτές οι αλλαγές.
Οι αποφάσεις θα ληφθούν μέχρι τον Ιούνιο του 2018, αλλά θα είναι ήδη πολύ αργά μετά το Φεβρουάριο, όπου το Συμβούλιο θα συνοψίσει τις προτεραιότητές του για την επόμενη δημοσιονομική περίοδο.
Αν όλη αυτή η διαδικασία ήταν μια παρτίδα σκάκι, θα ήταν Σιμουλτανέ* με την Επιτροπή στο ρόλο του grand maître: Οι σκακιέρες έχουν στηθεί, οι πρώτες χώρες έχουν κάνει τις αρχικές κινήσεις τους και το ρολόι χτυπάει. Όποιος δεν ενεργεί άμεσα, χάνει τη σειρά του, ενδεχομένως ολόκληρη τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων.