Ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά αινίγματα, χειρότερο κι απ’ την ίδια την σφήκα της Αιγύπτου, είναι το ποιός σκότωσε τον Μέγα Αλέξανδρο. Κάποιοι αβασάνιστα θέλουν να χρεώσουν τον θάνατο του Αλεξάνδρου στους συντρόφους του.
Σ’αυτούς δηλαδή που με την παραμικρή παράλειψη καθήκοντος την ώρα της μάχης, στις οποίες σημειωτέον ο Αλέξανδρος διεκδικούσε πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο, θα μπορούσαν αναρίθμητες φορές να επιφέρουν τον θάνατο του ακατάβλητου στρατηλάτη απ’ την Μακεδονία.
Κάποτε μάλιστα, όταν ο στρατηγός του Παρμενίων, του έγραψε να προσέξει τον φίλο και προσωπικό του γιατρό Φίλιππο, ως πιθανό προδότη και δηλητηριαστή του, αυτός πρώτα διάβασε το γράμμα και με το ένα χέρι παρέδωσε στον γιατρό του Φίλιππο την…επιστολή που τον κατηγορούσε για προδοσία και με το άλλο πήρε απ’ τα χέρια του το φάρμακο και το ήπιε μπροστά σ’ όλους, χωρίς φυσικά να βλαφτεί.
Οι άνθρωποι που ακολουθούσαν τον Αλέξανδρο, είχαν απόλυτη συναίσθηση, της ανεπανάληπτης ιστορικής εποποιίας που ζούσαν κοντά του και γνώριζαν ότι τα ονόματά τους θα γραφούν για πάντα στο φωτεινότερο στερέωμα της ιστορίας. Στην απεγνωσμένη όμως αναζήτηση μιας πιθανής σκευωρίας κατά της ζωής του Αλεξάνδρου, πολλοί ιστορικοί κατέληξαν σε κάποιες πιθανές εκδοχές.
Ο Πλούταρχος αναφέρεται σε διάφορα πιθανά σενάρια ενοχής, με βασικότερα, αυτό της διχόνοιας που υποκίνησε η μητέρα του Αλέξανδρου Ολυμπιάδα με τον διοικητή της Ευρώπης στρατηγό Αντίπατρο, και τον γιο του Κάσσανδρο.
Στις συνωμοσίες δηλητηριασμού εμπλέκουν, τους δύο οινοχόους του Αλεξάνδρου τον Μήδιο και Ιόλλα (γιο του Αντίπατρου), αλλά και τον δάσκαλό του, τον άριστο άνθρωπο και πανεπιστήμονα Αριστοτέλη. Ασφαλώς και κάποια σενάρια δολοφονίας του Αλεξάνδρου απ’ την πλευρά των Ελλήνων, δεν στερούνται ενδείξεων, αλλά ο τρόπος της θανάτωσης του Αλεξάνδρου, είναι που μας παραπέμπει έντονα σε χαλδαιο-περσικό τρόπο δολοπλοκίας, κάτι που αδικαιολόγητα παραβλέπουν οι ιστορικοί. Φυσικά δεν φιλοδοξούμε εδώ, να λύσουμε τον γρίφο, ποιος σκότωσε τον Μέγα Αλέξανδρο.
Αλλά είναι νομίζω μέσα στα πλαίσια της μελέτης μας, να υπογραμμίσουμε την εξαιρετική πιθανότητα ανάμειξης του χαλδαιικού ιερατείου, στην δολοφονία του Αλεξάνδρου και την ενδεχόμενη παρουσία του μαγγανευτή δόλου, στα σημαντικότερα σταυροδρόμια της ιστορίας.
Ο Αλέξανδρος μετά την εκπληκτική νίκη του κατά του Δαρείου πρώτα στον Γρανικό μετά στην Ισσό και κατόπιν στα Γαυγάμηλα, έφτασε στην Βαβυλώνα το 331 π.Χ. όπου και του παρέδωσαν την πόλη αμαχητί.
Επτά χρόνια μετά το τέλος της εκστρατείας στα βάθη της Ασία και την Ινδία, το 324 επέστρεψε στην Βαβυλώνα κατακτητής «ολόκληρης» της Ασίας, με δεδηλωμένη την πρόθεσή του, να κάνει την Βαβυλώνα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του. Να λοιπόν η άλλη πλευρά των γεγονότων, που ποτέ δεν φωτίζεται αρκετά: «Με τον τερματισμό του πολέμου (με τους ορεσίβιους Κοσσαίους) ο Αλέξανδρος βάδιζε πλέον με βραδύ ρυθμό προς την Βαβυλώνα.
Ενώ απείχε τριακόσια στάδια απ’ την Βαβυλώνα, οι λεγόμενοι Χαλδαίοι, αστρολόγοι με μεγάλη φήμη, που συνήθιζαν να προλέγουν τα μέλλοντα, με αρχηγό τους κάποιον Βελεφάντη, μήνυσαν στον Αλέξανδρο, ότι προείδαν τον επικείμενο θάνατό του στην Βαβυλώνα.
Πρόσταξαν δε να ειδοποιήσουν τον βασιλιά για τον κίνδυνο που τον απειλούσε και τον συμβούλεψαν με κανένα τρόπο να μην εισέλθει στην πόλη. Είπαν δε πως μπορεί να διαφύγει τον κίνδυνο (του θανάτου) αν αναστηλώσει τον τάφο του Βήλου, τον γκρεμισμένο από τους Πέρσες, παραιτηθεί απ’ την είσοδό του στην Βαβυλώνα και δεχθεί να προσπεράσει δίπλα απ’ την πόλη.
Όταν ο Αλέξανδρος έμαθε για την προφητεία των Χαλδαίων κατεπλάγη και αναλογιζόμενος την οξύνοια και την φήμη αυτών των ανθρώπων ταράχθηκε. Τότε έστειλε μεν στην πόλη πολλούς απ’ τους φίλους του, αλλ’ αυτός αλλάζοντας δρόμο παρέκαμψε την Βαβυλώνα και στρατοπέδευσε σε απόσταση διακοσίων σταδίων απ’ αυτήν.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε γενική κατάπληξη κι αμέσως τον επισκέφθηκαν πολλοί άλλοι Έλληνες και μεταξύ των φιλοσόφων και ο Ανάξαρχος. Αυτοί όταν έμαθαν την αιτία του πράγματος, εξάντλησαν όλη τους την πειστική δύναμη με επιχειρήματα απ’ την φιλοσοφία και τον μετέπεισαν σε τέτοιο βαθμό που καταφρόνησε κάθε μαντική τέχνη και περισσότερο αυτή των περίφημων Χαλδαίων. Έτσι ο βασιλιάς σαν να ήταν ψυχικά λαβωμένος και θεραπεύθηκε από τους λόγους των φιλοσόφων, εισήλθε τελικά μετά δυνάμεως στην Βαβυλώνα» Διοδ. Σικελιώτης 17. 112.
Στο θέατρο της ιστορίας, οι ιερείς της Βαβυλώνας μασκαρεμένοι σε αυτόκλητους σωτήρες, έφερναν στον Αλέξανδρο δώρο μια ευκαιρία διαφυγής, από αφανισμό που… οι ίδιοι είχαν επινοήσει! Σωτηρία υπήρχε… αλλά μόνο εάν και εφόσον ο μεγαλειώδης Έλληνας, δεχόταν να παραιτηθεί απ’ την πορεία του! Η πιο πονηρή «αλεπού» της ιστορίας, το χαλδαιικό ιερατείο, ξάφνιασε το πιο ρωμαλέο λιοντάρι της παγκόσμιας ιστορίας, τον Μέγα Αλέξανδρο! Ο στρατηλάτης με το ένστικτο του αήττητου ηγέτη, διαισθάνθηκε τον κίνδυνο και κοντοστάθηκε αναστατωμένος.
Οι «παντογνώστες» όμως «σοφοί» συνοδοί του, με αρχηγό τους κάποιον ανόητο Ανάξαρχο, έσπευσαν να τον καθησυχάσουν και το πέτυχαν! Η ασφάλεια του Αλέξανδρου, ήταν στα χέρια ανθρώπων που είχαν παντελή άγνοια της χαλδαιικής πανουργίας. Κατά φαντασία φιλόσοφοι, κατ’ ουσία αφελείς καθησυχαστές, δεν κατάφεραν ούτε υποθετικά να αναγνωρίσουν στα λόγια των Χαλδαίων, κάποια έμμεση απειλή κατά της ζωής του Αλεξάνδρου!
Οι ανάξιοι αυτοί φύλακες της ζωής του μεγάλου βασιλιά, δεν γνώριζαν τίποτε για τους άθλους των Χαλδαίων, αγνοούσαν εντελώς το αόρατο οπλοστάσιο και τα απίθανα υλικά της δηλητηριο-μαγγανείας. Δεν γνώριζαν τα αναρίθμητα προσωπεία του χαμογελαστού δόλου, του αυτόκλητου σωτήρα, την θεατρική δουλοπρέπεια, την υποκριτική φιλία και τις αλάνθαστες συνταγές σεξουαλικής σαγήνης χάριν διείσδυσης στο περιβάλλον του προεπιλεγμένου στόχου-θύματος.
Στην πραγματικότητα δεν είχαν ιδέα για τα ύπουλα, αποτελεσματικά όπλα της Ανατολής. Ήταν λοιπόν φυσικό, να μην μπορούν ούτε το μέγεθος ούτε τον τύπο της αντιπαλότητας να υποθέσουν. Ανίκανοι να συλλάβουν έστω και αμυδρά την έμμεση απειλή των Χαλδαίων κατά της ζωής του Αλεξάνδρου, πνιγμένοι μέσα στην ίδια τους την φιλοσοφική φλυαρία, δεν είδαν την ιστορική ευκαιρία να ανταποδώσουν τις απειλές των μάγων.
Χρησιμοποιώντας την ίδια θεολογική γλώσσα, θα μπορούσαν να απειλήσουν τους Μάγους λέγοντας για παράδειγμα ότι κάποια ήθη, έθιμα ή προφητείες των Μακεδόνων απαιτούσαν τον θάνατο όλων εκείνων, που ανακοινώνουν τέτοιες απειλητικές προβλέψεις κατά της ζωής του μεγάλου βασιλέως. Στην περίπτωση μάλιστα, που μετά τις προφητείες εναντίον του, απειλήσει πράγματι οτιδήποτε την ζωή του Αλεξάνδρου, με βάση αυτά τους τα έθιμα, οι πρώτοι που θα θανατωθούν, θα είναι εκείνοι που έφεραν την απειλητική προφητεία στον βασιλιά.
Μια τέτοια έντεχνη αντιστροφή της απειλής, διατυπωμένη μάλιστα στην δική τους γλώσσα των θεολογικών υπαινιγμών, θα έβαζε τα αναμένα κάρβουνα ξανά πίσω στα δικά τους χέρια και θα τους ανάγκαζε να ξανασκεφτούν πολύ καλά πριν αποπειραθούν να κάνουν πράξη με οποιονδήποτε τρόπο τις απειλητικές τους «προφητείες». Μια τέτοια ξεκάθαρη προειδοποίηση μάλλον θα ανάγκαζε τους μάγους να σκεφτούν όλους τους δυνατούς τρόπους για να προστατέψουν την ζωή του Αλέξανδρου γιατί η επιβίωσή τους θα είχε άρρηκτα δεθεί με την δική του.
Η Ελληνική σοφία, δεν ήταν σε θέση να υποθέσει ότι για τους μάγους, η πρόγνωση θανάτου ήταν ξεκάθαρη δήλωση δολοφονικής πρόθεσης. Η συλλογιστική ήταν και παραμένει απλή: κανένας μάγος δεν θα ήθελε να αστοχήσουν οι προβλέψεις του, κατά συνέπεια όλοι οι προφήτες θα έκαναν το παν για να επαληθευθούν, άρα ο μηχανισμός επαλήθευσης των προφητειών είναι οι ίδιοι οι προφήτες.
Όμως, αγνοώντας εντελώς τον αντίπαλο η ελληνική σοφία δεν κατάφερε να αντιτάξει την παραμικρή αντιπανουργία. Αντιθέτως, διέλυσαν τους φόβους του Αλέξανδρου, τον αφόπλισαν εντελώς από κάθε επιφύλαξη και τον οδήγησαν απροστάτευτο στην Βαβυλώνα, ανάμεσα στους ονομαστούς, αλλά γερασμένους, ανίσχυρους και ακίνδυνους όπως νόμισαν μάγους.
Απόδειξη της παντελούς αδιαφορίας απέναντι στις προειδοποιήσεις των μάγων αλλά και της σοβαρής έλλειψης αυστηρής περιφρούρησης του Αλεξάνδρου ήταν το εξής ενδεικτικό γεγονός: «ένας απ’ τους ντόπιους (σκλάβους) που ήταν δεμένος λύθηκε και χωρίς να γίνει αντιληπτός απ’ τους φρουρούς πέρασε την αυλή και τις θύρες του παλατιού και μπήκε μέσα χωρίς να τον εμποδίσει κανείς. Πλησίασε τον βασιλικό θρόνο, φόρεσε την βασιλική στολή και το διάδημα, κάθισε στον θρόνο (του Αλεξάνδρου) και έμεινε εκεί ησυχάζων.
Όταν το έμαθε ο Αλέξανδρος εξεπλάγη δια το παράδοξον… θυσίασε στους αποτρόπαιους θεούς, αλλά ήταν όλος αγωνία και έφερε στο νου του την προφητεία των Χαλδαίων και τους φιλοσόφους που τον έπεισαν να μπει στην Βαβυλώνα κατέκρινε την δε τέχνη των Χαλδαίων και την αγχίνοια εθάυμαζε και βλαστημούσε όσους με ευφυολογήματα περί πεπρωμένου μίλησαν» Διοδ. Σικελιώτης 17.116.1-4.
Την άνοιξη του 323 εφτά χρόνια μετά την πρώτη του είσοδο στην Βαβυλώνα, ο Αλέξανδρος επέστρεψε σ’ αυτήν φορτωμένος χαλδαιο-περσικά στρατεύματα υπηρετικό προσωπικό και νύφες, αποφασισμένος να κάνει την πάλαι ποτέ ένδοξη πόλη του Ναβουχοδονόσορα πρωτεύουσά του. Με γιορτές και παραστάσεις υποδέχεται 3.000 καλλιτέχνες και πρέσβεις απ’ την Ελλάδα και άλλα μέρη της αυτοκρατορίας του.
Η Βαβυλώνα βρισκόταν πράγματι στο θεωρητικό κέντρο της αχανούς αυτοκρατορίας του. Οι προθέσεις του αυτές αρχίζουν πλέον σταθερά και υλοποιούνται.
Στην θέση του ονομαστού πύργου της Βαβυλώνας, υπήρχε πια μόνο ένα βουνό από πηλό και πλίθες που έπρεπε να παραμεριστούν, για να μπορέσει να θέσει τα νέα θεμέλια του. Ο Αλέξανδρος αρχίζει την ανοικοδόμηση της Βαβυλώνας, διατάζοντας την απομάκρυνση των χωμάτων. Σύμφωνα με τον Στράβωνα: «με τον παραμερισμό των ερειπίων ασχολήθηκαν 10.000 άνθρωποι για δύο μήνες». Στραβ.16.1.5.26. Ήταν πια φανερό, ότι ο Αλέξανδρος θα ανάσταινε εκ βάθρων την Βαβυλώνα!
Η ανοικοδόμηση όμως του πύργου, ουδέποτε πραγματοποιήθηκε λόγω του πρόωρου θανάτου του Αλεξάνδρου, μετά από επίμονο πυρετό δώδεκα ημερών. Οι συνθήκες του θανάτου περιγράφονται ὡς εξής: «στις δε εφημερίδες αυτά είναι γραμμένα περὶ της νόσου… στον λουτρώνα μισοκοιμόταν (καθηύδε) με πυρετό, αφού δε λούστηκε, στου Μήδιου πήγε διακινδυνεύοντας (την εξέλιξη της υγείας του) και διημέρευε. Αργά ξαναλούστηκε… με ισχυρό πυρετό δίψασε σφόδρα και ήπιε οίνο… έφαγε, και την νύχτα ὁ πυρετός του χειροτέρεψε» (Πλούταρχος, «Αλέξανδρος»,75.6-76.3). Σημειώνεται εδώ ότι ὁ Αλέξανδρος είχε ήδη πυρετό, πριν βρεθεί στο σπίτι των οινοχόων του, Μήδιου και Ἰόλλα.
Ὁ Διόδωρος ὁ Σικελιώτης γράφει πως αμέσως μετά την τριήμερη ταλαιπωρία του στους βάλτους της Βαβυλώνας και ενώ ακόμα ευχαριστούσε με θυσίες τους θεοὺς για την διάσωσή του, «προσεκλήθη από τον οινοχόο του Μήδιο.
Προς τιμήν του θανάτου του Ηρακλή ήπιε πολύ κρασὶ (ένδειξη μεγάλης δίψας, όπως και στην περίπτωση του Ηφαιστίωνα;). Ξαφνικά αναστέναξε με δυνατή κραυγή από έναν πόνο που τον διαπέρασε και υποβασταζόμενος από φίλους μεταφέρθηκε στο δωμάτιό του. Όλοι έσπευσαν να προσφέρουν βοήθεια, το πάθος όμως χειροτέρευε. Οι γιατροί δεν κατάφεραν να τού προσφέρουν βοήθεια.
Οι πόνοι χειροτέρεψαν, και χάνοντας κάθε ελπίδα να σωθεί, έβγαλε το δακτυλίδι του και ερωτηθείς σε ποιόν να το παραδώσουν απάντησε: “Τῷ κρατίστῳ”. Έτσι πέθανε ὁ Αλέξανδρος, αφού βασίλεψε δώδεκα χρόνια και εφτὰ μήνες και επιτέλεσε τα μεγαλύτερα κατορθώματα απ’ όλους τους βασιλείς, όχι μόνον απ’ αυτοὺς που έζησαν πριν απ’ αυτόν άλλα και απ’ τους μεταγενέστερους μέχρι των ημερών μας.
Επειδή κάποιοι ιστορικοί διαφωνούν περί (της αιτίας) του θανάτου του Αλεξάνδρου και υποστηρίζουν ότι δια φαρμάκου θανασίμου αυτός επήλθε, κρίνομε αναγκαίο να μην παραλείψουμε την άποψη τους αυτήν» (Διόδ. Σικελιώτης, 17.117).
Οι Χαλδαίοι ιερείς αποδεδείχθηκαν πέρα για πέρα αληθινοί. Κατάφεραν να προβλέψουν και προφανώς να επιβάλουν τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Οι Έλληνες άργησαν πολύ να σκεφτούν το ενδεχόμενο δηλητηριασμού του βασιλιά τους: «Τα περισσότερα απ’ αυτά κατά λέξιν στις εφημερίδες (του Αλεξάνδρου) ήταν γραμμένα. Φαρμακείας (δηλητηριασμού) υποψία ουδείς είχε πάραυτα» (Πλούταρχος, «Αλέξανδρος», 77.1-2).
Ὁ Αρριανὸς γράφει ότι μόνον ὁ Αλέξανδρος είχε κάποιες υποψίες στην σωστή κατεύθυνση, στις οποίες όμως κανείς, ούτε καν αργότερα, δεν έδωσε οποιαδήποτε συνέχεια «κάτι ύποπτο υπήρχε σ’ αυτό απ’ τους Χαλδαίους, οι οποίοι όχι από μαντεία άλλα μάλλον για δική τους ωφέλεια εμπόδιζαν την είσοδο του Αλεξάνδρου (στην Βαβυλώνα)…ὁ Αλέξανδρος είχε κατά νου την ανοικοδόμηση (των ναών και γενικότερα της Βαβυλώνας), όταν όμως αυτός αποχώρησε (για την εκστρατεία των Ινδιών), αυτοὶ (οι ιερεῖς) μαλθακῶς (με αδιαφορία) ἀνθήψαντο (απέφυγαν) του έργου… και επειδή οι Χαλδαῖοι τα του θεού ενέμοντο, ύποπτοι ήσαν στον Αλέξανδρο, ότι δεν ήθελαν να εισέλθῃ στην Βαβυλώνα, για να μη στερηθούν ούτε προς ολίγον (λόγῳ των επισκευών) των χρημάτων την ωφέλεια» (Φλάβιος Αρριανός, «Αλεξάνδρου Αναβάσεως», 7.17.1-4).
Να ένα τυπικό παράδειγμα: “Οι ιερεῖς τις Βαβυλώνας προσπάθησαν να εμποδίσουν τον Αλέξανδρο να μπει στην πόλη, προβάλλοντας κάθε σκοτεινή προφητεία, (επειδή) ἡ ανοικοδόμηση του ναού Ἐσαγίλα και του πύργου Ἐτεμενάκι δεν είχε γίνει και τα χρήματα που είχαν προβλεφθεί (απ’ τον Αλέξανδρο) για τον σκοπό αυτόν (πριν φυγή για την εκστρατεία της Ινδίας), δεν τα διέθεσαν οι ιερεῖς για τοὺς θεοὺς αλλά για την δική τους τσέπη.
Οι ιερεῖς δεν κατόρθωσαν να πείσουν τον Αλέξανδρο, κι αυτός μπήκε στην πόλη. Και τότε συνέβη αυτό που είχαν φοβηθεί οι ιερεῖς, ὁ κυρίαρχος Αλέξανδρος διέταξε την έναρξη των έργων και την παράδοση του δέκατου της περιουσίας του ναού στο βασιλικό ταμείο.Γεμάτος ενέργεια ὁ Αλέξανδρος αρχίζει τις προετοιμασίες για νέες μεγάλες επιχειρήσεις.
Έτσι σχεδιάζει τον περίπλου της Αραβίας και για τον σκοπό αυτόν δημιουργεί λιμάνι κοντά στην Βαβυλώνα και ναυπηγεί έναν τεράστιο στόλο από χίλια πλοία. Οι εργασίες προχωρούν γρήγορα, και την άνοιξη του 323 π.χ. διοργανώνονται ασκήσεις με τριήρεις. Ὁ Αλέξανδρος ήταν πολύ αισιόδοξος, όμως οι χρησμοί και τα ωροσκόπια των αστρολόγων προμηνύουν συμφορά” (Petra Eisele, «Βαβυλώνα», σελ. 344).
Αν και ὁ Αλέξανδρος υποψιάστηκε οικονομικά κίνητρα πίσω απ’ την απόπειρα απομάκρυνσής του απ’ την Βαβυλώνα, εν τούτοις είναι βέβαιο ότι υπήρχε ακόμα ένας λόγος που δεν μπορούσε να τον υποθέσει, κι αυτός ήταν ὁ σημαντικότερος: ἡ Βαβυλώνα ήταν καταραμένη: «και ἡ Βαβυλώνα, ἡ δόξα και το καύχημα των Χαλδαίων, σαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα που κατέστρεψε ὁ θεός θα γίνει.
Δεν θα την κατοικήσουν ποτέ πια, ούτε και θα κατασκηνώσει κανείς εκεί στοὺς αιώνες… μόνο θεριά της ερήμου, σειρήνες,δαιμόνια και ονοκένταυροι (;!) θα κατοικούν εκεί, και εχίνοι (σκαντζόχοιροι θα) νεοσσοποιήσουσιν στις οικίες αυτών» (Ἠσαΐας, 13.19-22). «Κι εσύ Βαβυλώνα, γρήγορα θα καταστραφείς και μακάριος όποιος σου ανταποδώσει όσα έκανες. Μακάριος όποιος πιάσει και συντρίψει τα βρέφη 16 σου στον βράχο.» (Β.Β. Ψαλμός 137 ἢ 136). Απ’ την εποχή του Ἠσαΐα λοιπόν ἡ Βαβυλώνα ήταν καταραμένη να παραμείνει στην αφάνεια.
Ἡ κατάρα αυτή του αιώνιου αφανισμού της ήταν ἡ ιστορική απάντηση του “θεού” (ιερατείου) της Βίβλου σ’ αυτοὺς που ισοπέδωσαν τον ναό της λατρείας του και την ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ. Με την ανάδειξή της σε υπέρλαμπρη παγκόσμια πρωτεύουσα από τον Αλέξανδρο, κάθε έννοια εκδίκησης και ανταπόδοσης θα γινόταν ιστορικός περίγελος.
Ὁ Αλέξανδρος λοιπόν, αυτός ὁ αμετάπειστος Μακεδόνας αυτοκράτορας, που ήθελε την Βαβυλώνα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του, έπρεπε να πεθάνει τώρα, πριν προλάβει να ανοικοδομήσει την καταραμένη Βαβυλώνα, την μοναδική πόλη της ιστορίας που χρεώθηκε την έως εδάφους συντριβή της Σιών, της ιερής πόλης του Γιαχβέ.
Ποιά μπορεί όμως να ήταν μία πιθανή αιτία θανάτου του Αλεξάνδρου; Και γιατί γίνεται λόγος για δηλητηριασμό του, αφού “κανένα” απ’ τα συνηθισμένα δηλητήρια δεν παρουσιάζει συμπτώματα πυρετού; Για να γίνει κατανοητή στην πραγματική της έκταση ἡ φθοροποιός μαγγανεία, πρέπει στα υλικά της όπλα να συμπεριλάβουμε και τα μολυσματικά υλικά.
Με τα γνωστά σε μάς συμπτώματα ὁ τυφοειδής πυρετός (typhoid fever) είναι μία εξαιρετικά πιθανή αιτία θανάτου για τον Αλέξανδρο. Ἡ μικροβιακή μολυσματική πρώτη ύλη είναι εύκολο να βρεθεί κατά τοὺς καλοκαιρινούς κυρίως μήνες, αφού: «ὁ βάκιλος (του Eberth) πολλαπλασιάζεται σε μολυσμένα νερά από τα κόπρανα και τις εκκρίσεις ανθρώπου που έχει νοσήσει. Συχνά όμως ακόμα και στα κόπρανα ανθρώπων που δεν έχουν νοσήσει υπάρχει ὁ βάκιλος του τυφοειδούς πυρετού και αναπτύσσεται σε υγρούς και σκιερούς αποχετευτικούς τόπους».
Για όσους είχαν ενδεχομένως τον νου τους σε μολυσματική υπονόμευση της υγείας του Αλεξάνδρου και φυσικά πρόσβαση στα τρόφιμα του Αλεξάνδρου το πράγμα δεν παρουσίαζε καμία ιδιαίτερη δυσκολία: «η επιμόλυνση γίνεται κυρίως δια της πεπτικής οδού και οι κυριότεροι τρόποι μετάδοσης είναι ὁ ραντισμός φρούτων και λαχανικών με μολυσμένο νερό και φυσικά το ίδιο το νερό».
Ὁ Αλέξανδρος πέθανε το καλοκαίρι στις 13 Ιουνίου 323 π.χ. Και αυτό ακόμα το στοιχειό ταιριάζει απολύτως με την εκδοχή του τυφοειδούς πυρετού: «ἡ έξαρση της νόσου παρατηρείται τοὺς ζεστούς μήνες του καλοκαιριού». Ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε υποφέροντας καρτερικά τα φρικτά συμπτώματα του εμπύρετου αφανισμού.
Οι στρατιώτες του πέρασαν όλοι από μπροστά του, για να αποχαιρετήσουν στερνή φορά τον κατάκοιτο ηγέτη τους, που ακόμα και στην προθανάτια εξουθένωσή του εύρισκε το κουράγιο να τοὺς αποχαιρετήσει μ’ ένα ανεπαίσθητο κούνημα των οφθαλμών και της κεφαλής.
Έφυγε σε ηλικία 33 ετών, καρφωμένος απ’ την θανατηφόρα σφήνα του δόλου, σαν άλλος Προμηθέας, αφήνοντας πίσω του τεράστιες πολιτισμικές επιρροές σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο. Κανείς δεν έκανε σκοπό της ζωής του την ανακάλυψη των ενόχων.
Κανείς δεν έκανε το παραμικρό για να διαλευκανθούν τα αίτια του πρόωρου και περίεργου θανάτου του. Γιατί; Γιατί μάλλον αυτή είναι ἡ μοίρα των μεγάλων της ιστορίας. Το άλυτο αίνιγμα του ανεκδίκητου θανάτου σαν στοιχειωμένη σφίγγα τον κρατάει είκοσι τρεις αιώνες τώρα αλυσοδεμένο με άσπαστα δεσμά στον Καύκασο της παγερής ιστορικής μας αδιαφορίας.