Το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ επικύρωση την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που υποχρεώνει τη Γαλλία να ανακτήσει 1,37 δισεκατομμύρια ευρώ στο πλαίσιο κρατικής ενίσχυσης που χορηγήθηκε στην EDF. Αναλυτικά το ιστορικό:
Η Electricité de France (EDF) παράγει, μεταφέρει και διανέμει ηλεκτρική ενέργεια, μεταξύ άλλων, στη γαλλική επικράτεια. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ήταν δημόσια επιχείρηση η οποία ανήκε εξ ολοκλήρου στο Γαλλικό Δημόσιο. Στο πλαίσιο της απελευθέρωσης της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η Γαλλία τροποποίησε τη νομοθεσία της το 1997, προκειμένου να διευκρινίσει το περιουσιακό καθεστώς της EDF, να αναμορφώσει τον ισολογισμό της και να αυξήσει το κεφάλαιό της.
Στις 16 Δεκεμβρίου 2003, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση με την οποία διαπίστωσε ότι το Γαλλικό Δημόσιο, στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας αναμόρφωσης του ισολογισμού και αύξησης του κεφαλαίου της EDF, παραιτήθηκε από φορολογική απαίτηση εκτιμώμενου ποσού 888,89 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία αντιστοιχούσε στον φόρο εταιριών τον οποίο όφειλε η EDF. Η Επιτροπή εκτίμησε ότι η παραίτηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης της EDF έναντι των ανταγωνιστών της και αποτελούσε κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά. Η Επιτροπή υπολόγισε το συνολικό ποσό της ενίσχυσης που όφειλε να επιστρέψει η EDF, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, σε 1,217 δισεκατομμύρια ευρώ. Η EDF επέστρεψε το ποσό αυτό στο Γαλλικό Δημόσιο.
Η EDF, υποστηριζόμενη από τη Γαλλία, προσέφυγε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητώντας την εν μέρει ακύρωση της απόφασης αυτής. Με την απόφασή του της 15ης Δεκεμβρίου 2009, που επικυρώθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 2012, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής, κρίνοντας ότι η τελευταία δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί, λόγω της φορολογικής φύσης του ληφθέντος μέτρου, να εξετάσει αν το Γαλλικό Δημόσιο είχε ενεργήσει ως “ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς”. Βάσει του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή εξετάζεται αν η συμμετοχή ή παρέμβαση του Δημοσίου στο κεφάλαιο της επωφελούμενης επιχείρησης επιδιώκει οικονομικό σκοπό τον οποίο θα μπορούσε επίσης να επιδιώκει ιδιώτης επενδυτής και, άρα, γίνεται από το Δημόσιο με τον ίδιο τρόπο που θα την πραγματοποιούσε ιδιώτης επιχειρηματίας.
Κατόπιν των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου, η Επιτροπή εξέδωσε νέα απόφαση στις 22 Ιουλίου 2015. Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν ήταν εφαρμοστέο εν προκειμένω, κήρυξε εκ νέου το μέτρο ενίσχυσης ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά και απαίτησε την ανάκτηση της ενίσχυσης αυτής, πλέον τόκων. Το ποσό της ενίσχυσης, που ορίστηκε σε 1,37 δισ. ευρώ περίπου, επεστράφη στη Γαλλία στις 13 Οκτωβρίου 2015. Διαφωνώντας με τη νέα αυτή απόφαση, η EDF, υποστηριζόμενη από τη Γαλλία, προσέφυγε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με αίτημα την ακύρωση της απόφασης.
Με την απόφαση που εξέδωσε σήμερα, το Γενικό Δικαστήριο επικυρώνει την απόφαση της Επιτροπής της 22ας Ιουλίου 2015 και, κατά συνέπεια, την υποχρέωση της Γαλλίας να ανακτήσει το ανερχόμενο σε περίπου 1,37 δισεκατομμύρια ευρώ ποσό.
Το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει, κατ’ ουσίαν, κατά πόσον η Επιτροπή ορθώς κατέληξε, με τη νέα απόφαση που εξέδωσε στις 22 Ιουλίου 2015, στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν εφαρμοστέο το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει κατ’ αρχάς, βάσει της απόφασης που εξέδωσε το 2009 και της απόφασης που εξέδωσε το Δικαστήριο το 2012, ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ του ρόλου του Δημοσίου ως μετόχου επιχείρησης, αφενός, και του ρόλου του Δημοσίου όταν ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας, αφετέρου, και ότι η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή εξαρτάται εν τέλει από το αν το Δημόσιο χορηγεί οικονομικό πλεονέκτημα σε επιχείρηση που του ανήκει, με την ιδιότητά του ως μέτοχος και όχι με την ιδιότητά του ως φορέας δημόσιας εξουσίας. Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι ούτε το ίδιο, με την απόφαση που εξέδωσε το 2009, ούτε το Δικαστήριο, με την απόφαση που εξέδωσε το 2012, προδίκασαν τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, αφήνοντας με τον τρόπο αυτό στην Επιτροπή τη φροντίδα να καθορίσει κατά πόσον ήταν εφαρμοστέο το εν λόγω κριτήριο.
Το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει ακολούθως το επιχείρημα της EDF, η οποία υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι το επίμαχο μέτρο είναι μέτρο ανακεφαλαιοποίησης, το Γαλλικό Δημόσιο ενήργησε με την ιδιότητα του μετόχου, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό έναν επενδυτικό σκοπό εκ φύσεως συγκρίσιμο με αυτόν ενός ιδιώτη επενδυτή, πράγμα που θα έπρεπε να οδηγήσει την Επιτροπή να κηρύξει το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή εφαρμοστέο. Το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει το επιχείρημα αυτό, με το σκεπτικό ότι το επίδικο μέτρο δεν αποτελεί, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η EDF, μέτρο ανακεφαλαιοποίησης της επιχείρησης αυτής, αλλά παραίτηση από την είσπραξη φόρου επί των δικαιωμάτων του παραχωρούντος.
Το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει επίσης το επιχείρημα της EDF, σύμφωνα με το οποίο εσφαλμένα η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί διότι το Γαλλικό Δημόσιο ενήργησε τόσο υπό την ιδιότητα του φορέα δημόσιας εξουσίας όσο και υπό την ιδιότητα του μετόχου. Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι εναπόκειτο στο Γαλλικό Δημόσιο να αποδείξει πέραν αμφισβήτησης και βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το εφαρμοσθέν μέτρο ήταν συναρτημένο με την ιδιότητά του ως μετόχου, από δε τα στοιχεία αυτά έπρεπε να προκύπτει σαφώς ότι είχε αποφασίσει, πριν από τη χορήγηση του πλεονεκτήματος ή ταυτόχρονα με αυτή, να πραγματοποιήσει επένδυση στην EDF. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή προέβη σε εκτίμηση του συνόλου των στοιχείων που έθεσαν στη διάθεσή της η EDF και η Γαλλία προκειμένου να καθορίσει κατά πόσον το επίδικο μέτρο ήταν συναρτημένο με την ιδιότητα του Γαλλικού Δημοσίου ως μετόχου ή με την ιδιότητά του ως φορέα δημόσιας εξουσίας και, συνεπώς, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Ορθώς επίσης η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα έγγραφα που προσκόμισαν η EDF και το Γαλλικό Δημόσιο δεν μαρτυρούν τη διενέργεια χωριστής και αυτοτελούς ανάλυσης των εκτιμήσεων του Δημοσίου υπό την ιδιότητά του ως μετόχου ούτε αποδεικνύουν ότι οι εκτιμήσεις που συνδέονται με τον φόρο δεν συμπλέκονται με εκείνες που συνδέονται με το οικονομικό όφελος του Δημοσίου.
Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά επίσης ότι, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, τα διάφορα έγγραφα που προσκόμισαν η EDF και το Γαλλικό Δημόσιο δεν αποτελούν ούτε περιλαμβάνουν οικονομικές αξιολογήσεις δυνάμενες να συγκριθούν με αυτές που θα πραγματοποιούσε ιδιώτης επενδυτής πριν προβεί σε εφαρμογή του επίδικου μέτρου προκειμένου να προσδιορίσει τη μελλοντική αποδοτικότητά του. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι μια τέτοια έλλειψη μελετών, αναφορών ή ειδικών αναλύσεων καθιστούσε δυσχερές να απομονωθούν, μεταξύ των πληροφοριών που διαβιβάστηκαν από το Γαλλικό Δημόσιο ή την EDF, οι συνέπειες της προβαλλομένης επενδύσεως.
Το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, δεδομένου ότι ούτε η EDF ούτε η Γαλλία προέβαλαν στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν πέραν αμφισβήτησης ότι το Γαλλικό Δημόσιο είχε αποφασίσει, πριν τη χορήγηση του επίμαχου πλεονεκτήματος ή ταυτόχρονα με αυτή, να πραγματοποιήσει επένδυση στην EDF και είχε εκτιμήσει, όπως θα είχε πράξει ιδιώτης επενδυτής, την αποδοτικότητα της επενδύσεως που θα συνιστούσε η χορήγηση ενός τέτοιου πλεονεκτήματος στην EDF.