Επιστροφή καταθέσεων της τάξεως των 5 – 6 δισ. ευρώ, αναμένουν εντός του 2018 οι τράπεζες, ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης μετά και την επικείμενη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης.
Η αύξηση των καταθέσεων, αλλά και η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης που επιχειρούν οι τράπεζες, βελτιώνει σταθερά τις συνθήκες ρευστότητας, δημιουργώντας τη δυνατότητα για την επιστροφή στην προ ELA (ενδεχομένως και capital controls) εποχή φέτος, ύστερα από τρία χρόνια.
Οι τραπεζίτες και η ΤτΕ, ωστόσο, προειδοποιούν ότι η διατήρηση μακροπρόθεσμα μιας υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα, θα συντελούσε σε μείωση των καταθέσεων και αύξηση των χρηματοδοτικών πιέσεων. Παράλληλα, ενδεχόμενη μείωση των τιμών των ακινήτων και των κινητών αξιών θα είχε πτωτική επίδραση και στην αξία των εξασφαλίσεων που διακρατούν οι τράπεζες ως ενέχυρο. Τυχόν μείωση της αξίας των εξασφαλίσεων θα μπορούσε να δυσχεράνει την άντληση ρευστότητας εκ μέρους των τραπεζών με χρήση ενεχύρων υψηλής ποιότητας.
Η καταθετική βάση των τραπεζών έδωσε τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης στο β΄ και γ΄ τρίμηνο του 2017. Η βελτίωση αυτή σημειώθηκε παρά τη συνεχιζόμενη απομόχλευση στο δανειακό χαρτοφυλάκιο των τραπεζών και τη σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών στην ανάληψη μετρητών και τη μεταφορά κεφαλαίων.
Ειδικότερα, το ύψος των καταθέσεων στο β΄ και γ΄ τρίμηνο του 2017 αυξήθηκε κατά 1,1 δισ. ευρώ και 2,2 δισ. ευρώ αντίστοιχα (Σεπτέμβριος 2017: 122,6 δισ. ευρώ, Ιούνιος 2017: 120,4 δισ. ευρώ, Μάρτιος 2017: 119,3 δισ. ευρώ). Η ανοδική αυτή τάση συνεχίστηκε και κατά τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο του 2017, όταν το ύψος των καταθέσεων διαμορφώθηκε σε 123,7 δισ. ευρώ και 123,9 δισ. ευρώ, αντίστοιχα. Η μεγαλύτερη αύξηση των καταθέσεων που σημειώθηκε τους καλοκαιρινούς μήνες αποδίδεται στη σημαντική αύξηση της τουριστικής δραστηριότητας, που συνέβαλε στην αύξηση των εισπράξεων εκ μέρους των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τουριστικό κλάδο, μετά και την επίτευξη συμφωνίας τον Ιούνιο του 2017 για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία συνέβαλε καθοριστικά στη βελτίωση της εμπιστοσύνης στην εγχώρια αγορά.
Από το χρονικό αυτό σημείο και μετά οι τράπεζες μπόρεσαν να μειώσουν δραστικά το δανεισμό τους από τον ELA και το ευρωσύστημα, ενώ η Εθνική Τράπεζα, όπως αποκάλυψε χθες το Capital.gr, μπόρεσε να απεγκλωβιστεί από τον ELA με την εκπνοή του 2017. Ειδικά στο γ΄ τρίμηνο του 2017, οι τράπεζες είχαν και μεγαλύτερες δυνατότητες άντλησης ρευστότητας μέσω repos στη διατραπεζική αγορά.
Όπως αναφέρει η ΤτΕ στην Επισκόπηση του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, η δραστηριότητα μέσω repos διενεργήθηκε με διεύρυνση των κατηγοριών των χρησιμοποιούμενων εξασφαλίσεων, σε μια προσπάθεια να αντισταθμιστεί η μείωση των ομολόγων του EFSF ως αποτέλεσμα της συμμετοχής των τραπεζών στην ανταλλαγή ομολόγων του EFSF/ESM. Λόγω της ανταλλαγής των ομολόγων EFSF που είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους, οι τράπεζες διαθέτουν πλέον ως αποδεκτές εξασφαλίσεις για σκοπούς χρηματοδότησης μέσω της ΕΚΤ κυρίως τίτλους του ελληνικού δημοσίου καθώς και επιλέξιμα δάνεια.
Επιπρόσθετα, οι τράπεζες προβαίνουν είτε σε αγορές υψηλής ποιότητας κρατικών ομολόγων είτε σε συναλλαγές reverse repos με δανεισμό ανάλογων τίτλων, τα οποία θα χρησιμεύσουν ως αποδεκτές εξασφαλίσεις από την ΕΚΤ. Σημειώνεται ότι ο λόγος της χρηματοδότησης από το ευρωσύστημα προς το σύνολο του ενεργητικού των τραπεζών παρουσίασε πτωτική τάση (Νοέμβριος 2017: 10,5%, Οκτώβριος 2017: 11,9%, Σεπτέμβριος 2017: 13,2%, Ιούνιος 2017: 16,3%, Απρίλιος 2017: 17,4%). Αντίθετα, ο λόγος του συνόλου των καταθέσεων και repos προς το σύνολο του ενεργητικού παρουσίασε ανοδική τάση (Νοέμβριος 2017: 51,0%, Οκτώβριος 2017: 51,0%, Σεπτέμβριος 2017: 49,7%, Ιούνιος 2017: 47,0%, Απρίλιος 2017: 45,7%)
Σύμφωνα με την ΤτΕ, ο όγκος συναλλαγών στη διατραπεζική αγορά προέρχεται κυρίως από ξένες τράπεζες και παρουσίασε πτωτική τάση το β΄ τρίμηνο του 2017, η οποία οφείλεται κυρίως στην ανταλλαγή ομολόγων (Σεπτέμβριος 2017: 12,2 δισ. ευρώ, Ιούνιος 2017: 16,3 δισ. ευρώ, Μάρτιος 2017: 19,6 δισ. ευρώ, Δεκέμβριος 2016: 18,2 δισ. ευρώ). Η πτωτική αυτή τάση συνεχίστηκε και κατά τον Οκτώβριο του 2017, όταν το ύψος του όγκου των συναλλαγών διαμορφώθηκε σε 10,8 δισ. ευρώ, ενώ αντίθετα αυξήθηκε κατά το Νοέμβριο του 2017, όταν το ύψος του όγκου των συναλλαγών διαμορφώθηκε σε 11,6 δισ. ευρώ.
Επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων προσπαθειών για πιο αποδοτική χρήση του συνόλου του ενεργητικού των τραπεζών εντός του 2017, οι τράπεζες έχουν προβεί σε συγκεκριμένες επιπρόσθετες ενέργειες όπως ενεχυρίαση και μη αποδεκτών από την ΕΚΤ περιουσιακών στοιχείων, τα οποία είναι μέρος των διακρατούμενων τιτλοποιήσεων. Γενικά, η χρηματοδότηση από τη διατραπεζική αγορά μέσω μη αποδεκτών από την ΕΚΤ περιουσιακών στοιχείων προβλέπεται ότι θα αυξηθεί το δ΄ τρίμηνο του 2017 και το 2018. Οι όροι των συναλλαγών αυτών (επιτόκιο, περικοπή αποτίμησης στις εξασφαλίσεις) βελτιώνονται διαρκώς, φθάνοντας σε καλύτερες τιμές σε σχέση με τα αντίστοιχα επίπεδα του ELA.
Σημειώνεται ότι τον Οκτώβριο του 2017, η διεύρυνση των συνολικών πηγών χρηματοδότησης ενισχύθηκε σημαντικά λόγω της έκδοσης καλυμμένων ομολογιών από τις τράπεζες. Συγκεκριμένα, η Εθνική Τράπεζα προέβη στην έκδοση καλυμμένης ομολογίας ύψους €750εκατ. με 2,9% επιτόκιο, η Τράπεζα Πειραιώς €500εκατ με 2,17% επιτόκιο και η Eurobank €500εκατ. με 2,98% επιτόκιο. Σε έκδοση καλυμμένου ομολόγου 500 εκατ. ευρώ και 5 ετούς διάρκειας θα προχωρήσει η Alpha Bank, η οποία πραγματοποιεί road show για το σκοπό αυτό σε Λονδίνο, Φρανκφούρτη και Μιλάνο την ερχόμενη Δευτέρα και Τρίτη. Οι τράπεζες έχουν δρομολογήσει την έκδοση ομολόγων χωρίς εξασφάλιση από το 2018 και μετά.