Παρά το γεγονός ότι η οικονομία εισήλθε το 2017 σε φάση ανάκαμψης, με αύξηση της απασχόλησης και των μισθών, τα οφέλη αυτής της τάσης δεν αποτυπώνονται και στη βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών.
Αιτία είναι οι αυξημένες φορολογικές επιβαρύνσεις, που σε συνδυασμό με τη συγκράτηση των συντάξεων και των παροχών δεν επιτρέπουν ακόμη ούτε την άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος ούτε την αύξηση του ποσοστού αποταμίευσης.
Ως αποτέλεσμα, η ιδιωτική κατανάλωση, η οποία ενισχύθηκε το 2017 κατά 2% σε ονομαστικούς όρους και 0,6% σε πραγματικούς όρους, στηρίζεται, όπως συμπεραίνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία, στη ρευστοποίηση αποταμιεύσεων και στην έξαρση της φοροδιαφυγής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων σε πραγματικούς όρους μειώθηκε κατά -0,3% σε σχέση με πέρυσι, ενώ το αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης διευρύνθηκε περαιτέρω και από -7% το 2016, διαμορφώθηκε σε -8% το 2017. Σύμφωνα με τα στοιχεία του εννεαμήνου του 2017, το συνολικό ακαθάριστο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε σε ονομαστικούς όρους κατά 1,1% ή κατά 1,2 εκατ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι. Η μεταβολή προήλθε κατά +2,2% από μισθούς, -1,8% από συντάξεις και άλλες μεταβιβαστικές πληρωμές, +5,9% από εισοδήματα αυτοαπασχολουμένων και -2,7% από εισοδήματα περιουσίας.
Την άνοδο του ακαθάριστου εισοδήματος εξανέμισαν οι εισφορές και οι φόροι, που αυξήθηκαν συνολικά κατά +1,3% ή κατά 397 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα να εμφανίζεται αυξημένο κατά +1% σε ονομαστικούς όρους, στα 85,5 δισ. ευρώ, αλλά σε πραγματικούς όρους είναι μειωμένο κατά -0,3%. Την ίδια ώρα, η ιδιωτική κατανάλωση διαμορφώθηκε σε 92,4 δισ. ευρώ (+2% σε ονομαστικούς όρους και +0,6% σε πραγματικούς όρους), με αποτέλεσμα το ποσοστό αποταμίευσης να μειώθηκε περαιτέρω στο -8% του διαθέσιμου εισοδήματος, από -7% πέρυσι.
Με βάση την ανάλυση του ΣΕΒ, ο ρυθμός ανάπτυξης του εννεαμήνου στηρίζεται –εκτός από την ιδιωτική κατανάλωση– και στη συμβολή των επενδύσεων, που αυξήθηκαν κατά 1,7%. Πρόκειται όμως σε μεγάλο βαθμό για μεταβολή αποθεμάτων (ένδειξη αυξημένης ζήτησης στο προσεχές μέλλον), ενώ η συμβολή των επενδύσεων σε πάγια περιορίζεται μόνο σε +0,3%. Ετσι, εκτός από την ιδιωτική κατανάλωση που επηρεάζεται από την περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, οι επενδύσεις σε πάγια επηρεάζονται από την υπερφορολόγηση, τις διαρθρωτικές παθογένειες και την έλλειψη ορατότητας για το μέλλον, όσον αφορά την οικονομική πολιτική που θα ακολουθηθεί μετά την ολοκλήρωση του μνημονίου και την αβεβαιότητα του πολιτικού κύκλου.
Επιπλέον, παρά την αύξηση της απασχόλησης (+1,9%), που υπερέβη τη μεγέθυνση του ΑΕΠ (+1,1%), η παραγωγικότητα της οικονομίας υποχωρεί. Οπως παρατηρεί ο ΣΕΒ, η μείωση της παραγωγικότητας, στην ουσία, ενσωματώνει όλες τις διαρθρωτικές παθογένειες που εξακολουθούν να επηρεάζουν το παραγωγικό πρότυπο της χώρας, παρά τις μεταρρυθμίσεις των τελευταίων χρόνων. Σε συνδυασμό με την αύξηση των αμοιβών, οδηγεί σε αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, και τείνει να συμπιέζει την ελκυστικότητα της ελληνικής οικονομίας ως επενδυτικού προορισμού. Αχίλλειος πτέρνα της ανάκαμψης είναι οι επενδύσεις, που σε καθαρή βάση (μετά τις αποσβέσεις) είναι ακόμη αρνητικές, δεν αρκούν δηλαδή για να αυξήσουν το κεφαλαιακό απόθεμα της χώρας και κατ’ επέκταση το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της.
Σύμφωνα με τη σχετική ανάλυση «η χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας, που συσσωρεύεται από το 2015 και μετά, πρέπει να προβληματίσει τους ασκούντες την οικονομική πολιτική». Αυτό γιατί η τάση αυτή εξασθενίζει τους κλάδους διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και κατά κύριο λόγο τη βιομηχανία και, έτσι, παρεμποδίζει τον μετασχηματισμό της οικονομίας προς την επιθυμητή κατεύθυνση ενός εξωστρεφούς παραγωγικού προτύπου. Με τα δεδομένα αυτά, οι μισθολογικές προσαρμογές θα πρέπει να είναι συνδεδεμένες με την παραγωγικότητα της οικονομίας, ώστε να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος, καταλήγει ο ΣΕΒ.