Ενάμισης χρόνος έχει περάσει από την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου και ακόμα δεν έχουν λυθεί βασικά τεχνικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να μπλοκάρεται η έκδοση των κύριων και των επικουρικών συντάξεων για πολυπληθείς ομάδες ασφαλισμένων.
Της Μαίρης Λαμπαδίτη
Έτσι, οι καθυστερήσεις θα δυσκολέψουν την κυβέρνηση να είναι συνεπής στη δέσμευσή της προς τους δανειστές σε ό,τι έχει να κάνει με την εκκαθάριση των εκκρεμών κύριων συντάξεων έως το καλοκαίρι του 2018. Συνολικά, οι οφειλές των ασφαλιστικών ταμείων προς τους συνταξιούχους, όπως προκύπτει από τον Προϋπολογισμό του 2018, ανέρχονται σε 1,14 δισ. ευρώ.
Συνεπώς, αν δεν ξεπεραστούν τα τεχνικά προβλήματα, δεν θα έχουν πρακτικό αποτέλεσμα οι ταχείς ρυθμοί που επιβάλλει ο ΕΦΚΑ στους υπαλλήλους του, παροτρύνοντάς τους να δουλεύουν ακόμα και τα Σαββατοκύριακα για να εκδοθούν οι 75.000 κύριες συντάξεις και οι 119.000 επικουρικές που περιμένουν ακόμα στην ουρά.
Οι υπάλληλοι των κέντρων απονομής συντάξεων δεν έχουν πάρει οδηγίες, ούτε το σχετικό λογισμικό για να υπολογίσουν τις συντάξεις στις εξής περιπτώσεις:
1. Στην περίπτωση εργαζομένων με διαδοχική ασφάλιση που έχουν πρωτοασφαλιστεί μετά το 1993 και έχουν συμπληρώσει πάνω από 25 χρόνια εργασίας.
2. Στην περίπτωση εργαζομένων που δεν έχουν ημέρες ασφάλισης μετά το 2002. Ο νόμος Κατρούγκαλου προβλέπει ότι οι νέες συντάξεις θα υπολογίζονται με βάση τις αποδοχές των ασφαλισμένων από το 2002 και μετά. Εγκύκλιος που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο διευκρίνιζε ότι αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης τουλάχιστον πέντε ετών από την 01/01/2002 και έως την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών θα αναζητείται χρόνος ασφάλισης -πραγματικός, πλασματικός, προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που υπολογίζεται ως συντάξιμος- και κατά το πριν από την 01/01/2002 χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση έως πέντε ετών. Για παράδειγμα, μισθωτός υποβάλλει αίτημα συνταξιοδότησης, λόγω γήρατος, την 01/08/2020, σε ηλικία 67 ετών και με 4.500 ημέρες ασφάλισης. Το χρονικό διάστημα από 01/01/2002 μέχρι 31/07/2020 συμπληρώνει μόνο 1.200 ημέρες ασφάλισης. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών στο τμήμα της ανταποδοτικής σύνταξής του λαμβάνεται υπόψη και ο χρόνος ασφάλισης πριν από την 01/01/2002, και συγκεκριμένα 300 ημέρες ασφάλισης, από 01/01/2001. Ωστόσο, η έκδοση της εγκυκλίου δεν έλυσε τα χέρια των υπαλλήλων που υπολογίζουν τις συντάξεις αφού δεν συνοδεύτηκε με το κατάλληλο λογισμικό που θα τους επιτρέπει να ανατρέξουν στον πρότερο ασφαλιστικό βίο του υποψήφιου συνταξιούχου.
3. Στην περίπτωση δικαιούχων σύνταξης χηρείας όταν ο/η θανών/θανούσα ήταν ακόμα εργαζόμενοι και όχι συνταξιούχοι. Δηλαδή, ενώ αποκαταστάθηκε η καταβολή χιλιάδων συντάξεων χηρείας που είχαν παγώσει λόγω των πενιχρών ποσών που έδιναν στους δικαιούχους, δεν έχουν δοθεί οδηγίες ούτε λογισμικό για τον υπολογισμό όλων των κατηγοριών συντάξεων χηρείας. Υπενθυμίζουμε ότι θεσμοθετήθηκε κατώτατο όριο στις συντάξεις χηρείας (360 ευρώ τον μήνα για 15 έτη ασφάλισης και 384 ευρώ για 20 έτη) για θανάτους που συντελέστηκαν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου 4387/2016, ήτοι τις 13 Μαΐου 2016.
4. Στην περίπτωση δικαιούχων επικουρικών συντάξεων. Μπορεί να ορίστηκε μετά από 1,5 χρόνο αναμονής ο πολύπαθος τύπος για τον υπολογισμό των επικουρικών συντάξεων για αιτήσεις που υποβλήθηκαν μετά την 01/01/2015, αλλά οι οδηγίες και το λογισμικό δεν είναι ακόμα στη διάθεση των υπαλλήλων. Το Ενιαίο Επικουρικό Ταμείο (ΕΤΕΑΕΠ) έχει θέσει χρονοδιάγραμμα να καταβάλει την πρώτη φουρνιά των νέων κουτσουρεμένων επικουρικών (2.000 επικουρικές) στα τέλη Φεβρουαρίου, με την καταβολή δηλαδή των συντάξεων του Μαρτίου. Προς το παρόν όμως οι υπάλληλοι υπολογίζουν τις επικουρικές συντάξεις με το παλιό σύστημα και για αιτήσεις που έχουν υποβληθεί πριν από το 2015. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι καθυστερήσεις ξεπερνούν ακόμα και τα 7 χρόνια. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στο επικουρικό ταμείο εμποροϋπαλλήλων (ΤΕΑΥΕΚ) οι υπάλληλοι αυτές τις ημέρες διεκπεραιώνουν αιτήσεις που υποβλήθηκαν το 2011 και το 2012. Σήμερα εκκρεμούν 119.000 επικουρικές συντάξεις. Το 80% των εκκρεμοτήτων αφορά αιτήσεις που έχουν υποβληθεί από τον Ιανουάριο του 2015. Το κόστος δε αυτών που έχουν συσσωρευτεί ανέρχεται σε 900 εκατ. – 1 δισ. ευρώ.