Μια ανησυχία που εκφράζεται συχνά από πολίτες των Δυτικών και Βόρειων ευρωπαϊκών χωρών, είναι πως η μετανάστευση από τα νεότερα μέλη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, έχουν πάρει τις θέσεις εργασίας από τους ντόπιους. Τι λένε οι έρευνες για αυτή την υπόθεση;
Η καταναλωτική και επιχειρηματική έρευνα, που διεξάγεται από την Κομισιόν σε όλες τις χώρες της ΕΕ που χρησιμοποιούν την ίδια μεθοδολογία, απευθύνει ερωτήσεις για το ρόλο της εργασίας ως ένας παράγοντας περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας.
Η Εικόνα 1 δείχνει ότι και στους τρεις μεγάλους κλάδους -βιομηχανία, κατασκευές και υπηρεσίες- το μερίδιο των επιχειρήσεων που αναφέρουν την απουσία εργασίας ως ένα λόγο για τον περιορισμό των επιχειρήσεων, αυξήθηκε στις Βορειοδυτικές χώρες της ΕΕ στο διάστημα από τη διεύρυνση του 2004 της ΕΕ και της κρίσης του 2007. Έχει επίσης αυξηθεί στα κράτη-μέλη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αλλά όχι στις χώρες της Νότιας Ευρώπης.
Αυτά τα ευρήματα έχουν δύο συνέπειες: πρώτον, η μετανάστευση από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης μετά από την διεύρυνση της ΕΕ είχε αρνητικές συνέπειες στις τοπικές αγορές εργασίας και δημιούργησε ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Δεύτερον, η μετανάστευση αυτών των Κεντρικοευρωπαίων στις βορειοδυτικές χώρες της ΕΕ δεν αφαίρεσε θέσεις εργασίας από ντόπιους εργαζόμενους σε σημαντικό βαθμό, διότι η έλλειψη εργασίας σε αυτές τις χώρες ήταν σε άνοδο παράλληλα με την άφιξη των εργαζόμενων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Με την ύφεση και την αύξηση της ανεργίας μετά από το 2008, η απουσία εργατικού δυναμικού έγινε ένα δευτερεύον πρόβλημα, αλλά επανεμφανίστηκε με την ανάκαμψη του 2012.
Πιο πρόσφατα, η σοβαρότητα αυτών των ελλείψεων ξεπέρασε την προ κρίσης κορυφή, ιδιαίτερα στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αλλά επίσης και στις χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης.
Ως εκ τούτου, τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε για την προ κρίση περίοδο, συνεχίζουν να ισχύουν. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι στις τέσσερις νοτιοευρωπαϊκές χώρες, η έλλειψη εργατικού δυναμικού δεν έχει αποτελέσει μεγάλο πρόβλημα, είτε πριν από την κρίση είτε πιο πρόσφατα.
Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού θα μπορούσαν να ξεπεραστούν από τη μετανάστευση (είτε από άλλες χώρες της ΕΕ είτε από χώρες εκτός ΕΕ), από αυξημένη προσφορά εγχώριων εργατών είτε από τη ρομποτικοποίηση.
Η ρομποτικοποίηση είναι στην καλύτερη περίπτωση μια μακροπρόθεσμη προοπτική και δεν μπορούν όλες οι εργασίες να γίνουν από ρομπότ, ενώ υπάρχει συχνά αντίσταση για την μετανάστευση από χώρες εκτός ΕΕ. Η μετανάστευση από την κεντρική και ανατολική Ευρώπη σε χώρες της Βορειοδυτικής ΕΕ, αυξάνει τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού στις πρώτες και τις μειώνει στις δεύτερες.
Πώς πρέπει λοιπόν να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού; Στο προσφάτως δημοσιευμένο βιβλίο-έρευνα για τη μετανάστευση, κάνουμε τις ακόλουθες συστάσεις για τις χώρες της βορειοδυτικής και της κεντρικής Ευρώπης:
-Να ληφθούν μέτρα για την προώθηση της μεγαλύτερης συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό
-Να διεξαχθεί μια προσεκτική εξέταση της αποδοτικότητας του δημοσίου τομέα. Η επακόλουθη μείωση της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, θα απελευθέρωνε περισσότερους εργαζόμενους για τον ιδιωτικό τομέα
-Να δοθεί προτεραιότητα στα εκπαιδευτικά προγράμματα που έχουν στόχο τα επαγγέλματα και τις δεξιότητες που πλήττονται από τις μεγαλύτερες ελλείψεις
-Να αυξηθεί η προοδευτικότητα του φόρου εισοδήματος και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (μειώνοντας τους συντελεστές για τους χαμηλόμισθους και αυξάνοντας τους συντελεστές για τους υψηλόμισθους) για να διευκολύνει την αύξηση του καθαρού εισοδήματος για τους χαμηλόμισθους με έναν τρόπο ουδέτερο από πλευράς προϋπολογισμού.
Το Σχήμα 2 δείχνει ότι υπάρχουν περιθώρια για αύξηση της προοδευτικότητας στις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Μια χαμηλότερη συνολικά φορολογική επιβάρυνση και κοινωνική ασφάλιση στους χαμηλόμισθους, θα διευκόλυνε επίσης τη μείωση της μαύρης οικονομίας.
Στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, οι υψηλότεροι καθαροί μισθοί κατά την κατανομή μισθών, θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη μετανάστευση.
Για πέντε από τις έξι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, η φορολογική επιβάρυνση των χαμηλόμισθων είναι ακόμη υψηλότερη στην υπερχρεωμένη Ελλάδα και στην Ισπανία (σχήμα 2).
Η μείωση των φόρων εργασίας και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης με την παράλληλη αύξηση άλλων φόρων, θα μπορούσε να οδηγήσει σε καθαρές αυξήσεις μισθών χωρίς αύξηση του συνολικού ποσού για επιχειρήσεις, και υπονομεύοντας τη δημοσιονομική βιωσιμότητα.
Ο φόρος περί πλούτου και κληρονομιάς είναι σημαντικός υποψήφιος για να αντισταθμιστεί η μείωση του φόρου εργασίας. Τέτοιες φορολογικές προσαρμογές θα προωθούν επίσης μια χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, όπως ισχυρίζονται οι Darvas και Wollf (2016).
Το πρόβλημα με την έλλειψη εργατικού δυναμικού, έχει γίνει τόσο σοβαρό, που αυτά τα διορθωτικά μέτρα απαιτούν άμεση εξέταση.