Μετά την αμφιλεγόμενη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Δεκέμβριο του 2017 να συγκροτηθεί ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (ΕΜF), φάνηκε ξεκάθαρα ότι η σχετική συζήτηση συνεχίζεται με έντονο ρυθμό. Ενδεχομένως να σταματήσει όταν η Ευρωζώνη αποφασίσει να επωφεληθεί από μία ενοποιημένη ομολογιακή αγορά χωρίς επενδυτικούς κινδύνους. Αυτό δεν επιτυγχάνεται εύκολα, ενώ παράλληλα πρέπει κανείς να σεβαστεί την άποψη της αγοράς για το ρίσκο που έχει σχέση με τα ομόλογα των χωρών της περιφέρειας της Ευρωζώνης. Ωστόσο ο δρόμος που πρέπει να ακολουθηθεί δεν είναι εύκολος.
Το πρώτο βασικό βήμα είναι ο μετασχηματισμός του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), που θεσπίστηκε το 2012 ως μηχανισμός διάσωσης, σε φορέα ασφάλισης του δημοσίου χρέους των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Ιδού τα βασικά χαρακτηριστικά της ιδέας μου. Τα κράτη-μέλη που βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση θα πρέπει να πληρώνουν στον ΕΜΣ επασφάλιστρα κινδύνου. Με αυτά θα αυξηθεί κατά πολύ το κεφάλαιό τους σε σύγκριση με τα σημερινά επίπεδα των 80 δισ. ευρώ. Αυτό το ποσόν δεν αρκεί για να σωθεί ούτε μία μεγάλη οικονομία, όπως η Ισπανία, πόσο μάλλον περισσότερες. Παράλληλα θα ενισχυθεί η δυνατότητα του μηχανισμού ως προς τις επενδύσεις. Οσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος ένα κράτος-μέλος να μην κατορθώσει να εξυπηρετήσει το χρέος του, τόσο υψηλότερο τίμημα θα καταβάλει, δηλαδή επασφάλιστρο.
Δεν πρόκειται για ανώτερα μαθηματικά αλλά για απλό και αποτελεσματικό μηχανισμό, ο οποίος παραπέμπει στη λειτουργία του κλασικού συστήματος παραγώγων. Αν χρησιμοποιήσουμε περισσότερο τεχνική ορολογία, το επασφάλιστρο που απαιτείται επέχει ρόλο αντιστάθμισης της διαφοράς μεταξύ του επενδυτικού κινδύνου της κάθε χώρας ξεχωριστά και του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Η όλη διαδικασία για την ασφάλιση του δημόσιου χρέους θα μπορούσε να διεκπεραιωθεί σταδιακά. Οταν ερχόταν η ώρα να λήξει το ομόλογο της εκάστοτε εθνικής κυβέρνησης της Ευρωζώνης, ο μηχανισμός θα το υποκαθιστούσε με ένα νέο ευρωομόλογο. Αφότου ολοκληρωνόταν αυτός ο διαμοιρασμός κινδύνου μέσα σε δέκα χρόνια, κατά τις εκτιμήσεις μου, οι χώρες της Ευρωζώνης δεν θα επιτρεπόταν να εκδώσουν πλέον ομόλογα, ανεξαρτήτως του κοινού προγράμματος έκδοσης υπό την αιγίδα του ΕΜΣ. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, θα έλεγα ότι με την ολοκλήρωση αυτής της διεργασίας κάθε χώρα της Ευρωζώνης θα εκχωρούσε την αυτονομία της ως προς τα δημοσιονομικά με αντάλλαγμα την πλήρη αμοιβαιοποίηση του παλαιού δημοσίου χρέους της.
Σε περιόδους ομαλότητος τα έσοδα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας θα ήταν δυνατόν να επενδυθούν στην πραγματική οικονομία των χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Και πάλι θα ήταν χρήσιμο να ορίσουμε ένα εύκολα κατανοητό κριτήριο, δηλαδή όσες χώρες κατέβαλαν υψηλότερο επασφάλιστρα να έχουν υψηλότερες ποσοστώσεις επί των επενδύσεων. Πάντως, η οικονομική στήριξη του μεταμορφωμένου μηχανισμού θα δίνεται μόνον σε πολύ κερδοφόρα έργα. Υπό το πρίσμα αυτό, η δημιουργία σταθερού κεφαλαίου έχει τον υψηλότερο πολλαπλασιαστή στο πλαίσιο των επιμέρους κατηγοριών δημοσίων δαπανών, ειδικά εάν επικεντρωθεί σε περιοχές με μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης αλλά υποβαθμισμένες, όπως εκείνες της Νότιας Ιταλίας. Προφανώς θα ανακύψει πρόβλημα ελέγχου και απόδοσης ευθυνών, το οποίο θα σχετίζεται με τις δραστηριότητες που αφορούν τη διαχείριση των επενδύσεων (επιλογή έργου, εκπόνηση και επιθεώρησή του). Ισως, τέλος, αυτό να λυνόταν με τη μεταβίβαση όλων των εξουσιών σε υπερεθνικό και ανεξάρτητο ίδρυμα με ουδέτερη θέση και με μόνο γνώμονά του τους καθαρούς δείκτες κερδοφορίας.