Πολ.Πρωτοδικείο Ναυπλίου 453/2017 (A’ Δημοσίευση: Legalnews24.gr):
Σύμβαση Χρηματοδοτικής Μίσθωσης οχήματος: Καταχρηστικός ο όρος βάσει του οποίου κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί το ακριβές ποσό του καταβλητέου μισθώματος και επομένως και της συνολικής οφειλής του μισθωτή. Αναγνώριση της ακυρότητας του συνόλου της επίδικης σύμβασης και της παρεπόμενης σύμβασης εγγύησης. Επιστροφή ποσού ΦΠΑ ως αχρεωστήτως καταβληθέντος.
“Από τους ανωτέρω όρους προκύπτει ότι ο υπολογισμός εκάστου μισθώματος στην συγκεκριμένη σύμβαση, θα προέκυπτε από τον πολλαπλασιασμό του τυπικού μισθώματος με την οριστική αξία του μισθίου. Η οριστική αξία του μισθίου, όμως, όπως αναφέρεται ανωτέρω δεν είναι γνωστή στα συμβαλλόμενα μέρη κατά την ημερομηνία υπογραφής της επίδικης σύμβασης, δεδομένου ότι, όπως αναφέρεται στη σύμβαση θα διαμορφωθεί μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποκτήσεως των μισθίων (εν προκειμένω του λεωφορείου), με βάση το σύνολο των δαπανών στις οποίες υπεβλήθη ο εκμισθωτής για την απόκτησή τους.
Με τον τρόπο αυτόν, όμως, δεν καθίσταται σαφές στον μισθωτή ποιο θα είναι το ακριβές ποσό που καλείται να πληρώσει βάσει της ανωτέρω συμβάσεως. Ο μονομερής καθορισμός του ύψους του μισθώματος, με βάση μάλιστα έναν, εκ προοιμίου, απροσδιόριστο, κατά τη σύναψη της σύμβασης, παράγοντα ο οποίος καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από την εκμισθώτρια εταιρία (τις δαπάνες αποκτήσεως του μισθίου), δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι πληροί τις αναφερόμενες στη μείζονα πρόταση προϋποθέσεις διαφάνειας και σαφήνειας τις οποίες απαιτεί ο νόμος 2251/1994 στον καθορισμό των όρων των συμβάσεων.
Είναι αδύνατο στην προκειμένη περίπτωση να υπολογιστεί, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, το ακριβές ποσό του καταβλητέου μισθώματος και επομένως και της συνολικής οφειλής του μισθωτή, όταν από την ίδια τη σύμβαση προκύπτει ότι αυτό θα προκύψει αργότερα, σε ακαθόριστο, από τη σύμβαση, μελλοντικό χρονικό σημείο, με βάση και τις δαπάνες που θα έχει κάνει η εκμισθώτρια για την απόκτηση του μισθίου. Με τους υπό κρίση όρους, επομένως, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση, με αποτέλεσμα να καθίστανται οι συγκεκριμένοι όροι παράνομοι και καταχρηστικοί.
Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση, παραβιάζεται η προαναφερθείσα, στη μείζονα πρόταση, αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επί μέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, μόνο ο εκμισθωτής είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει το πώς θα διαμορφωθεί το τελικό ποσό τόσο των επιμέρους μισθωμάτων, όσο και της συνολικής οφειλής του εκμισθωτή, ενώ παραβιάζεται και η αρχή που και ο νόμος 2251/1994 έχει καθορίσει στο εσωτερικό δίκαιο που αναφέρει ότι οι όροι της σύμβασης πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής (βλ. και ΟλΑΠ 14/2007 ΝΟΜΟΣ).
Γενομένης, επομένως, δεκτής, ως βάσιμης από ουσιαστικής άποψης, της υπό στοιχείο Α) κύριας βάσεως της αγωγής, και παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών, επικουρικότερων, βάσεων της αγωγής, πρέπει να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της επίδικης υπ’ αριθ….συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως, δεδομένου ότι η ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου επιφέρει ακυρότητα του συνόλου της σύμβασης, ένεκα του ότι εάν ο μισθωτής γνώριζε εκ προοιμίου ότι δεν είναι δυνατός ο εκ των προτέρων υπολογισμός του καταβλητέου μισθώματος και συνακόλουθα το τελικά διαμορφωμένο ύψος της οφειλής από την επίδικη σύμβαση, είναι προφανές ότι δεν θα προέβαινε σε κατάρτιση της τελευταίας.
Δεδομένης, δε, της ακυρότητας της δανειακής σύμβασης, δεν απορρέει εξ αυτής, έγκυρη οφειλή και, αφού η εγγύηση έχει παρεπόμενο χαρακτήρα και προϋποθέτει έγκυρη οφειλή (ΑΚ 850), είναι εντεύθεν άκυρη, η με ίδια ημερομηνία με την κύρια σύμβαση, σύμβαση εγγύησης, με την οποία ο δεύτερος ενάγων εγγυήθηκε έναντι της τράπεζας, την καταβολή της οφειλής του πρώτου ενάγοντος.
Εξάλλου, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι οι ενάγοντες ασκούν καταχρηστικά το δικαίωμα τους, να επικαλεσθούν την ακυρότητα της επίδικης σύμβασης, ένεκα του αυτοί κατέβαλαν κανονικά και αδιαμαρτύρητα τις δόσεις τους, χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή αμφισβήτηση, για τους όρους της σύμβασης ή το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, περί αδιαμαρτύρητης καταβολής των τοκοχρεολυτικών δόσεων από τους ενάγοντες, δεν καθιστούν, άνευ ετέρου, μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος τους και συνακόλουθα καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος αυτού (πρβλ. και ΕφΑΘ 1471/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)…
…Θα πρέπει να γίνει δεκτό το υπό στοιχείο 10) αίτημα των εναγόντων ήτοι να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλλει στους ενάγοντες ως αχρεωστήτως καταβληθέν, ένεκα της ακυρότητας της σύμβασης, το ποσό των 11.604,84 €, το οποίο χρέωσε στους ενάγοντες, ως ΦΠΑ, αφού καταβλήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία…
Κατ’ ακολουθία όλων των προαναφερομένων, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη…” (η απόφαση δημοσιεύεται με επιμέλεια του Δικηγόρου Μάριου Μαρινάκου)