Ευθεία απειλή για τις άμεσες ενισχύσεις που λαμβάνουν οι αγρότες μέσω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής συνιστά η προοπτική μείωσης του κοινοτικού προϋπολογισμού έως και 100 δισ. ευρώ λόγω της αποχώρησης της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά και της ανακατανομής των πόρων υπέρ των πολιτικών της άμυνας, ασφάλειας και της φύλαξης των εξωτερικών συνόρων, που συζητείται στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η συζήτηση όσον αφορά το ύψος του κοινοτικού προϋπολογισμού για τη νέα προγραμματική περίοδο 2021 – 2027 κορυφώνεται ενόψει της 2ας Μαΐου, οπότε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να καταθέσει την πρότασή της για τον προϋπολογισμό της επόμενης επταετίας. Με το μεταναστευτικό ζήτημα να έχει αλλάξει την ατζέντα των προτεραιοτήτων στο εσωτερικό της Ενωσης, αυτό που κερδίζει έδαφος είναι η αύξηση των πόρων για την ενίσχυση της ασφάλειας. Με δεδομένο επίσης ότι κανένα κράτος-μέλος δεν είναι διατεθειμένο να βάλει πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη αυξάνοντας τη συνεισφορά του στον προϋπολογισμό του, μοιραία η συζήτηση επικεντρώνεται στους τομείς από τους οποίους θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν πόροι. Η αποχώρηση της Βρετανίας, η συνεισφορά της οποίας άθροιζε στον κοινοτικό προϋπολογισμό περί τα 100 δισ. ευρώ, αφήνει μια σημαντική τρύπα στον κοινοτικό προϋπολογισμό στο σύνολο της επταετίας και δημιουργεί τις συνθήκες για σημαντικές περικοπές στον τομέα της αγροτικής πολιτικής και λιγότερο της πολιτικής συνοχής. Πρόκειται για τους δύο τομείς από τους οποίους η Ελλάδα αντλεί τον κύριο όγκο των κοινοτικών κονδυλίων και τα οποία για την περίοδο 2014 – 2020 ανέρχονται σε περίπου 37 δισ. ευρώ.
Η ΚΑΠ, που είναι η βασική υποψήφια για περικοπή, αποτελεί τον εύκολο στόχο, αφού παραδοσιακά είναι στο επίκεντρο της κριτικής για την αποτελεσματικότητα των πόρων που απορροφά. Ετσι τα σενάρια και οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι η μείωση των κονδυλίων που προορίζονται για την Κοινή Αγροτική Πολιτική, που απορροφά περί τα 408 δισ. ευρώ, θα κυμανθεί μεταξύ 60 έως και 120 δισ. ευρώ για το σύνολο της περιόδου, επηρεάζοντας ευθέως χώρες όπως η Ελλάδα, που αντλεί περί τα 19 δισ. ευρώ μέσω της ΚΑΠ. Η πολιτική συνοχής δεν εξαιρείται από το κάδρο των πιθανών περικοπών και –σύμφωνα με τα σενάρια που έχει επεξεργαστεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή– η μείωση μπορεί να είναι μηδενική ή να κυμανθεί μεταξύ 90 έως και 124 δισ. ευρώ σε σύνολο 370 δισ. ευρώ, που είναι τα κονδύλια για τη συνοχή στην Ε.Ε. Αν και η περικοπή που πιθανολογείται είναι σημαντική, η περίπτωση της Ελλάδας φαίνεται ότι διασώζεται, αφού η πρόταση για μείωση των κονδυλίων που προορίζονται για συνοχή, επηρεάζει κατά κύριο λόγο τις αναπτυγμένες περιφέρειες της Ευρώπης, από τις οποίες η Ελλάδα σταθερά εξαιρείται τα τελευταία χρόνια, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, που έχει συρρικνώνει το ΑΕΠ της.
Στις προκαταρκτικές συζητήσεις που έχουν ήδη ξεκινήσει, η ελληνική πλευρά μέσω της πρότασης που έχει διαμορφώσει το υπουργείο Οικονομίας, σε συνεργασία με το υπουργείο Εξωτερικών, υπεραμύνεται της ανάγκης να διατηρηθούν τα κονδύλια για την ΚΑΠ τόσο για την περιφερειακή ανάπτυξη της υπαίθρου όσο και για τη διασφάλιση του εισοδήματος των παραγωγών μέσω των άμεσων ενισχύσεων, ενώ τάσσεται κατά της επανεθνικοποίησης της αγροτικής πολιτικής που επανέρχεται ως βασική απειλή κάθε φορά που συζητείται ο κοινοτικός προϋπολογισμός. Στον τομέα της συνοχής, τα κονδύλια της οποίας κατανέμονται με βάση το επίπεδο του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος κάθε χώρας, προτείνει τη διεύρυνση των κριτηρίων, έτσι ώστε, εκτός από το ΑΕΠ, που καθορίζει σε ποσοστό 95% τον σχετικό δείκτη, να ληφθούν υπόψη και πρόσθετα χαρακτηριστικά, όπως το επίπεδο της ανεργίας και τα γεωγραφικά κριτήρια (ορεινές και νησιωτικές περιοχές), τα οποία μεταβάλλουν το επίπεδο των αναγκών των απομακρυσμένων περιοχών.
Μάχη για αύξηση των πόρων του κοινοτικού προϋπολογισμού
Ανάχωμα στις φωνές που εισηγούνται τη διατήρηση των συνεισφορών των κρατών-μελών στο χαμηλό επίπεδο του 1,03% του ΑΕΠ των χωρών-μελών επιχειρεί να βάλει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που εισηγείται την αύξηση μεταξύ 1,2% – 1,3%.
Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο των δύο τελευταίων δεκαετιών, που αποσκοπεί να αντισταθμίσει την απώλεια κονδυλίων που προκαλεί η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας. Ακόμη και αν η πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που ας σημειωθεί έχει αρμοδιότητα συναπόφασης για τον προϋπολογισμό, δηλαδή απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του, ακούγεται μαξιμαλιστική, προς το παρόν φαίνεται ότι προβάλλει ως βέτο στις αντίθετες φωνές στην Ε.Ε. και θα αποτελέσει τη βάση των συζητήσεων στις προσεχείς διαπραγματεύσεις.
Οι ισορροπίες που διαμορφώνονται στην Ευρωπαϊκή Ενωση, για πρώτη ίσως φορά, έχουν τόσο ετερογενή χαρακτηριστικά και δεν περιορίζονται στον συνήθη διαχωρισμό Βορρά – Νότου ή Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλιστών, που καθόριζαν τα προηγούμενα χρόνια τις συμμαχίες στο εσωτερικό της Ευρώπης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν, που φαίνεται να απομακρύνεται από τη σκληρή γραμμή της διαφύλαξης του εισοδήματος των Γάλλων αγροτών, υπέρ μιας πολιτικής ενισχύσεων της καινοτομίας. Η Ευρώπη των «27» φαίνεται άλλωστε να συγκλίνει στις χρηματοδοτήσεις σε συνδυασμό με ιδιωτικά κεφάλαια, που μπορούν να αυξήσουν το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα των ενισχύσεων, κατά το πρότυπο του πακέτου Γιούνκερ.
Βασικός πόλος στην ατζέντα των συζητήσεων στο εσωτερικό της Ενωσης –εκτός από την κατανομή των πόρων– είναι και η εξεύρεση νέων πηγών χρηματοδότησης. Κυρίαρχα θέματα που πυροδοτούν τον προβληματισμό είναι η επιβολή περιβαλλοντικού φόρου ή η επιβολή φόρου (3% στα έσοδα) στις επιχειρήσεις τεχνολογίας. Η σχετική πρόταση προσκρούει στον προβληματισμό που διατυπώνεται όχι μόνο από τη Γερμανία, που βλέπει την υπεροχή των αμερικανικών επιχειρήσεων τεχνολογίας να απειλεί το μερίδιο της Ευρώπης στη ψηφιακή οικονομία, αλλά και από χώρες όπως η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο, που έχουν κυρίαρχη θέση στον τομέα της νέας τεχνολογίας. Αντίστοιχου προβληματισμού είναι και η συζήτηση για το κατά πόσον η επιβολή φόρου επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών, γνωστού ως φόρου Τόμπιν, θα επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Η άποψη που φαίνεται άλλωστε να κυριαρχεί στις ζυμώσεις και στις συμμαχίες που επιχειρούνται είναι ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να αγνοήσει το ευρύτερο περιβάλλον και δη τις μειώσεις στη φορολογία των επιχειρήσεων στις οποίες προβαίνουν οι ΗΠΑ. Πέραν όμως των επιμέρους διαφωνιών ή συγκλίσεων, αυτό που πραγματικά απειλεί την Ευρώπη είναι η μη απόφαση. Η προοπτική οι συζητήσεις να διαρκέσουν επί μακρόν, χωρίς τα κράτη-μέλη να καταλήξουν έγκαιρα σε συμφωνία, αποτελεί έναν ορατό κίνδυνο που οι ηγέτες των μεγάλων χωρών, στο πλαίσιο του Συμβουλίου, θέλουν να αποτρέψουν.
Τα 200 δισ. ευρώ φθάνουν οι κοινοτικές ενισχύσεις για τη χώρα μας την τελευταία 35ετία
Μεταξύ των πιο ωφελημένων κρατών-μελών στην Ε.Ε., σε ό,τι αφορά τα χρήματα που έχουν εισρεύσει ως κοινοτικοί πόροι, είναι η Ελλάδα από την ένταξή της έως σήμερα. Η συνεισφορά προσδιορίζεται μεταξύ 2% και 5% του ΑΕΠ, σταθερά περίπου από το 1995, και σύμφωνα με μελέτες το συνολικό ποσό των εισροών προσεγγίζει τα 200 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια των τελευταίων 35 χρόνων.
Στο ποσό αυτό, υπολογισμένο με βάση τρέχουσες τιμές, περιλαμβάνεται το σύνολο των κοινοτικών πόρων μέσα από την Πολιτική Συνοχής, την Κοινή Αγροτική Πολιτική και το Κοινωνικό Ταμείο, και παραμένει υψηλό ακόμη και αν αφαιρεθεί η συνεισφορά μας στον κοινοτικό προϋπολογισμό κάθε χρόνο. Πρόκειται δηλαδή για το καθαρό δημοσιονομικό αποτέλεσμα, αφού αφαιρεθούν οι εισφορές, οι επιστροφές κονδυλίων που δεν απορροφήθηκαν, αλλά και τα εκατοντάδες εκατομμύρια των προστίμων που υποχρεώνεται να πληρώνει λόγω των ατασθαλιών και των παραβάσεων της κοινοτικής νομοθεσίας και το οποίο ανήλθε στα τέλη του 2015 στα 118,2 δισ.
Η ιστορία των κοινοτικών μεταβιβάσεων για την Ελλάδα έχει ξεκινήσει με τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, το 1982. Είχε προηγηθεί η στήριξη της γεωργίας από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων και, στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, αποτέλεσε βασικό χρηματοδοτικό μηχανισμό στήριξης του αγροτικού εισοδήματος μέσω κατώτατων εγγυημένων τιμών και εισοδηματικών ενισχύσεων. Ακολούθησε το Α΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, γνωστό ως πακέτο Ντελόρ (1988-1993), που έδωσε τη σκυτάλη στο Β΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, το λεγόμενο πακέτο Σαντέρ (1994-1999), και στη συνέχεια το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης της περιόδου 2000-2006.
Από το 1988, την εποχή του πρώτου πακέτου Ντελόρ, οπότε θεσπίστηκαν πολυετείς δημοσιονομικές προοπτικές, οι σχετικές αποφάσεις συνδέθηκαν με τις «ιστορικές στιγμές» της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τις στιγμές δηλαδή των μεγάλων επανεξισορροπήσεων της Ε.Ε., που σηματοδότησαν την ώθηση προς «περισσότερη Ευρώπη».
Καθ’ όλη τη δεκαετία του 2000, η Ελλάδα φιγουράρει σταθερά στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών με τις μεγαλύτερες εισπράξεις από τον κοινοτικό προϋπολογισμό ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η σχέση αυτή ανατράπηκε μετά τη διεύρυνση του 2004, χωρίς ωστόσο να στερήσει από τη χώρα μας τα υψηλά κονδύλια των δύο ΕΣΠΑ που ακολούθησαν.
Στη μεγαλύτερη από τις κατηγορίες δαπανών του προϋπολογισμού, τη γεωργία την περίοδο 2007-2012, η Ελλάδα εισπράττει το 5% του συνόλου, μετά τη Γαλλία, την Ισπανία, τη Γερμανία, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Πολωνία, αλλά είναι δεύτερη στην κατάταξη μετά την Ιρλανδία σε εισπράξεις ανά κάτοικο. Αντίστοιχη είναι η εικόνα που προκύπτει για τις εισπράξεις και από τα διαρθρωτικά ταμεία.
Από το 1981 το ύψος των καθαρών μεταβιβάσεων, δηλαδή αυτών που εισπράττουμε αφού αφαιρέσουμε τις εισφορές μας στον κοινοτικό προϋπολογισμό, αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο διαρκώς και, από το 1,3 δισ. του 1983, φτάσαμε τα 3 δισ. το 1990 και τα 5,5 δισ. το 2000. Το 2008, δηλαδή λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση στην Ελλάδα, οι κοινοτικές μεταβιβάσεις ανήλθαν σε επίπεδο-ρεκόρ, φθάνοντας τα 8,5 δισ. για να εξισορροπηθούν στη συνέχεια στο ύψος των 6,2 δισ. το 2015, όταν, μετά την εθνική διαπραγμάτευση της χώρας και προκειμένου να κλείσει το ΕΣΠΑ χωρίς απώλειες κοινοτικών πόρων, συμφωνήθηκε ο μηδενισμός της εθνικής συμμετοχής στο πρόγραμμα και η εκταμίευση του συνόλου των κοινοτικών πόρων που απέμεναν για να ολοκληρωθεί το ΕΣΠΑ.
Το έλλειμμα
Η συνεισφορά των κρατών-μελών στον κοινοτικό προϋπολογισμό για την περίοδο 2014-2020 έχει οριστεί στο 1% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος των 28 χωρών. Η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας προκαλεί ένα έλλειμμα έως και 100 δισ. ευρώ, που θα πρέπει να αντισταθμιστεί από νέους πόρους ή μείωση των δαπανών τη νέα περίοδο 2021-2027.
Οι δαπάνες
Στη διάρκεια των χρόνων, η συμμετοχή της ΚΑΠ και της πολιτικής συνοχής στις δαπάνες της Ε.Ε. έχει μειωθεί, αλλά εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει το 70% του συνόλου των δαπανών. Αυξητικά διαμορφώνονται οι δαπάνες για τις επενδύσεις, την έρευνα και την καινοτομία, τις μεταφορές και τα ενεργειακά δίκτυα, καθώς και οι δράσεις για τους νέους και την εξωτερική πολιτική της Ενωσης.
Νέος φόρος
Φόρο 3% επί των εσόδων για τις επιχειρήσεις τεχνολογίας εξετάζει η Ε.Ε. στο πλαίσιο της προσπάθειας εξεύρεσης νέων πηγών χρηματοδότησης. Η σχετική πρόταση προσκρούει στον προβληματισμό που διατυπώνεται όχι μόνο από τη Γερμανία, αλλά και από χώρες όπως η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο, που έχουν κυρίαρχη θέση στον τομέα της νέας τεχνολογίας.