«Ο στόχος ρευστοποίησης εξασφαλίσεων και ανάκτησης απαιτήσεων που έχουν θέσει οι τράπεζες, ύψους 11 περίπου δισ. έως το τέλος του 2019, στο πλαίσιο της ευρύτερης στοχοθεσίας για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι αισιόδοξος και αναμένεται ότι θα επηρεάσει την ελληνική κτηματαγορά. Ωστόσο, όλες οι διαθέσιμες εκτιμήσεις δεν καταγράφουν μια πιθανή κατάρρευση της αξίας των ακινήτων».
Η εκτίμηση ανήκει στον κ. Θεόδωρο Μητράκο, υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος επισημαίνει πέντε βασικούς λόγους για τους οποίους η εγχώρια αγορά ακινήτων δεν απειλείται, με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα, με κίνδυνο κατάρρευσης.
Ο πρώτος και βασικός λόγος είναι το γεγονός ότι ο καθοδικός κύκλος της απομείωσης των τιμών στην ελληνική κτηματαγορά, που ξεκίνησε το 2009, έχει πιθανότατα ολοκληρωθεί. «Όσο η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία αποκαθίσταται, τόσο αυξάνεται η κινητικότητα στην αναζήτηση επενδυτικών ευκαιριών, σε μια αγορά που έχει υποστεί τεράστια υποτίμηση τα τελευταία εννέα έτη», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Μητράκος.
Με βάση τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος από τα πιστωτικά ιδρύματα, το δ’ τρίμηνο του 2017 οι τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) αυξήθηκαν κατά 0,4% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016, έναντι ετήσιας μείωσης 2,4%, 5,1% και 7,5% το 2016, 2015 και 2014 αντίστοιχα. Σωρευτικά από το 2008 έως το γ’ τρίμηνο του 2017 οι τιμές των διαμερισμάτων μειώθηκαν κατά 42%. Η αντίστοιχη πτώση των τιμών επαγγελματικών γραφείων και καταστημάτων από το 2010 (έτος από το οποίο ξεκινάει η καταγραφή των σχετικών στοιχείων από την Τράπεζα της Ελλάδος) έως και το τέλος του α΄ εξαμήνου του 2017 ανέρχεται σε περίπου 30%, και προφανώς θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν προσμετρηθεί και η διόρθωση της αγοράς τα πρώτα χρόνια της κρίσης.
«Η σταδιακή σταθεροποίηση των τιμών των ακινήτων που καταγράφεται τα τελευταία τρίμηνα εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και τα επόμενα. Μεσοπρόθεσμα, η αναθέρμανση της αγοράς αναμένεται να ενισχύσει τη ζήτηση ακινήτων υψηλών προδιαγραφών και επενδυτικών χαρακτηριστικών, συμπαρασύροντας τελικώς ανοδικά τη ζήτηση σε όλο το φάσμα της ελληνικής κτηματαγοράς».
Ενας δεύτερος λόγος αποτελεί το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή αγορά ακινήτων τα τελευταία έτη έχει εισέλθει σε έντονο ανοδικό κύκλο, γεγονός που αναμένεται να συμπαρασύρει σταδιακά και την ελληνική αγορά στα πλαίσια και των αυξημένων τουριστικών ροών προς την χώρα μας.
«Τρίτον, η αρνητική επίδραση από την ρευστοποίηση εξασφαλίσεων στην προσπάθεια διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες θα είναι βραχυπρόθεσμη και θα αφορά τα ακίνητα υποδεέστερων χαρακτηριστικών. Πράγματι, οι τράπεζες έχουν χαρτογραφήσει τα χαρτοφυλάκια τους και όπως φαίνεται ξεκινούν τις ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων με ακίνητα μεγάλης αξίας, επαγγελματικά, για τα οποία υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον. Οι ίδιες επιλέγουν να διακρατούν σημαντικά ακίνητα σε περίπτωση μη ικανοποιητικών τιμών στους πλειστηριασμούς», αναφέρει ο υποδιοικητής της ΤτΕ.
«Επιπλέον, τα πρώτα δεδομένα των εκτιμήσεων που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα από πιστοποιημένους εκτιμητές στα πλαίσια της προσπάθειας αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων κάθε άλλο παρά κατάρρευση της αγοράς κατέγραψαν. Ανέδειξαν μάλιστα την εσφαλμένη αντίληψη που υπάρχει για την προσδοκία μείωσης των αντικειμενικών αξιών. Τα τελευταία έτη υπήρχε πράγματι σημαντική πτώση των τιμών, αλλά οι αντικειμενικές τιμές στις περισσότερες περιοχές ήταν πολύ χαμηλότερες από τις αντίστοιχες εμπορικές αξίες. Τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι για το 60% περίπου των ζωνών της χώρας έχουμε αύξηση των αντικειμενικών τιμών, για το 23% έχουμε μείωση, ενώ για τις υπόλοιπες ζώνες οι τιμές παραμένουν σχεδόν σταθερές».
Τέλος, εκτιμάται ότι η αγορά ακινήτων θα διαφοροποιηθεί σε υψηλών προδιαγραφών και επενδυτικού ενδιαφέροντος ακίνητα τα οποία θα διατηρήσουν ή και θα αυξήσουν τις αξίες τους και τα παλιά ακίνητα στις υποβαθμισμένες περιοχές για τα οποία δε φαίνεται να υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον και οι αξίες θα μειωθούν. Μέτρα στήριξης της ζήτησης στην αγορά ακινήτων, τα οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν τον εξορθολογισμό της φορολόγησης των ακινήτων, την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδοτήσεων, αλλά και τη διαθεσιμότητα ανοικτών δημόσιων δεδομένων προς τους ενδιαφερόμενους επενδυτές, εκτιμάται ότι θα αποφέρουν σημαντικά οφέλη για το τραπεζικό σύστημα, την απασχόληση και την οικονομία συνολικά.