Ο αιφνίδιος θάνατος της 29χρονης Έλενας Φραντζή και ο τρόπος με τον οποίο η Εκκλησία σφράγισε το θέμα για τον καταδικασθέντα ιερέα Στυλιανό Σάββα, φέρουν ξανά στην επιφάνεια την τραγική ιστορία.
Τα γεγονότα της κόλασης που έζησε στο σπίτι του ιερέα η εκλιπούσα, καταγράφονται τόσο στην δημοσιευθείσα απόφαση του Εφετείου όσο και στην πρωτόδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η οποία εκδόθηκε τέλη του 2013, μετά από δίκη η οποία διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών.
Ο κατηγορούμενος κληρικός κρίθηκε ένοχος σε μια κατηγορία η οποία αφορούσε το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης. Η δε ποινή που του επιβλήθηκε ήταν αυτή της άμεσης φυλάκισης για περίοδο 18 μηνών.
Από τεσσάρων χρονών
Εκείνο το οποίο προκύπτει από τις δύο αποφάσεις είναι ότι ο καταδικασθείς ιερέας άρχισε να παρενοχλεί σεξουαλικά την Έλενα όταν εκείνη ήταν τεσσάρων ετών.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, η ανήλικη, λόγω του ότι οι γονείς της κρίθηκαν ακατάλληλοι για να τη φροντίζουν, τοποθετήθηκε από το Γραφείο Ευημερίας σε ανάδοχες οικογένειες. Μια από αυτές ήταν η οικογένεια του πατήρ Στυλιανού Σάββα. Στην οικογένεια αυτή άρχισε να διαμένει τα Χριστούγεννα του 1993 και μερικούς μήνες μετά, ο ιερέας, άρχισε να επιδεικνύει –σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση– άσεμνη συμπεριφορά απέναντι στο παιδί.
Η μαρτυρία κατέδειξε ότι επανειλημμένα επισκεπτόταν το υπνοδωμάτιο της ανήλικης, ξάπλωνε μαζί της στο κρεβάτι, τη γύριζε ώστε να βλέπει την πλάτη της, κατέβαζε το εσώρουχο του και την άγγιζε με τα χέρια και άλλα σημεία του σώματός του…
Παρά το γεγονός ότι εναντίον του ιερέα ασκήθηκε δίωξη για ένα μόνο αδίκημα, εντούτοις, η μαρτυρία της Έλενας, η οποία έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, ήταν ότι οι άσεμνες επιθέσεις του ιερέα συνεχίστηκαν μέχρι τον Αύγουστο του 2000, οπόταν η παραπονούμενη εγκατέλειψε το σπίτι του ιερέα.
Η καταγγελία
Όπως καταγράφεται στην απόφαση του Εφετείου, η καταγγελία εναντίον του ιερέα έγινε μετά από πολλά χρόνια, το 2011, όταν η Έλενα ήταν στην ηλικία των 22 ετών.
Προηγήθηκε η ανάπτυξη σχέσης εμπιστοσύνης με γυναίκα ψυχολόγο στην οποία βρήκε τη δύναμη να εκμυστηρευθεί τα όσα της είχαν συμβεί κατά το χρονικό διάστημα που διέμενε με τον ιερέα και την οικογένεια του.
Παρά την ενθάρρυνση της ψυχολόγου να καταγγείλει την υπόθεση, εντούτοις, εκείνη την περίοδο η ίδια δεν αισθανόταν ακόμη έτοιμη.
Όπως σημειώνεται στην απόφαση του Εφετείου, «προσπάθησε να αναφερθεί στα προβλήματα της, χωρίς ονόματα, σε τηλεοπτική εκπομπή και σε Μητροπολίτη όπου ανέφερε ονόματα, αλλά επειδή θα ξεκινούσε τα μαθήματα της ως φοιτήτρια σε πανεπιστήμιο είχε αποφασίσει ότι θα άφηνε το θέμα για μετέπειτα. Μόνο όταν η θεία της στην οποία είχε αποκαλύψει τα συμβάντα και μαζί της είχεν επισκεφθεί τον Μητροπολίτη, παρουσιάστηκε σε τηλεοπτική εκπομπή και αποκάλυψε τα όσα της είχε η ίδια αναφέρει αποφάσισε να καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία μετά από προτροπή άλλης Λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας».
Κίνητρο να ηρεμήσει η ψυχή της Έλενας
Όπως επίσης αναφέρεται στην απόφαση του Εφετείου «έναυσμα για την εκ των υστέρων και μετά από πολλά έτη απόφαση της να καταγγείλει τον ιερέα ήταν η ανάγκη να αποδοθεί αφενός δικαιοσύνη και αφετέρου να ηρεμήσει η ψυχή της, εφόσον η σεξουαλική αυτή παρενόχληση την έκαμε να αισθάνεται διαφορετική από έναν άλλο συνηθισμένο άνθρωπο, να μην μπορεί να δημιουργήσει φυσιολογική σχέση και να νιώθει ακόμη και ενοχές και ντροπή ως να ήταν η ίδια υπεύθυνη για την όλη κατάσταση. Άλλος λόγος που δεν μπορούσε να αναφέρει ή να καταγγείλει τα συμβαίνοντα στο χρονικό διάστημα που διέμενε με τον ιερέα ήταν εκτός από το πολύ νεαρό, τότε, της ηλικίας της και η βάναυση εναντίον της συμπεριφορά της συζύγου του ιερέα, η οποία την κακομεταχειριζόταν με κάθε δυνατή ευκαιρία και εναντίον της οποίας δεν μπορούσε να πει οτιδήποτε διότι φοβόταν να εκστομίσει οποιοδήποτε παράπονο».
Επικύρωσε την απόφαση το Ανώτατο Δικαστήριο
Μετά την καταδίκη και τη φυλάκισή του για περίοδο 18 μηνών, ο ιερέας άσκησε έφεση. Το τριμελές Εφετείο δεν εντόπισε οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση την οποία και επικύρωσε, όπως έπραξε και σε ό,τι αφορά στην επιβληθείσα ποινή.
Ειδικά ως προς το ύψος της ποινής, το Εφετείο υπέδειξε ότι «οι υποθέσεις του είδους πράγματι πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα γιατί η σεξουαλική ικανοποίηση του θύτη παρέχουσα προσωρινή και μόνο ευχαρίστηση σ’ αυτόν, έχει καταλυτική και διαρκή επίπτωση στο θύμα. Η αμαύρωση και σπίλωση της παιδικής ψυχικής αθωότητας αποσυνθέτει τον χαρακτήρα του παιδιού σε βαθμό που αποστερείται της φυσιολογικής ζωής».
Εφετείο: Βάναυση η συμπεριφορά της παπαδιάς
Ένα από τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι η παπαδιά κακοποιούσε την Έλενα την περίοδο που διέμενε στην οικογένεια του ιερέα. Μάλιστα, η θέση αυτή προωθήθηκε και από την υπεράσπιση! Επί του προκειμένου το Εφετείο επεσήμανε ότι «δεν μπορεί να μη σχολιάσει αρνητικά τη μη δίωξη και της συζύγου του εφεσείοντος (σ.σ. του καταδικασθέντος ιερέα) για τη συμπεριφορά της έναντι της παραπονούμενης που όπως ήδη σημειώθηκε προηγουμένως ήταν δεδομένη από την υπεράσπιση κατά την αντεξέταση της παραπονούμενης.
» Ταυτόχρονα, και η συγκεκριμένη Λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας, που ήταν υπεύθυνη τότε για την παραπονούμενη, φαίνεται να μην επιτέλεσε το καθήκον της ως έπρεπε. Σε αυτού του είδους τις υποθέσεις πρέπει η πολιτεία μέσω της Νομικής Υπηρεσίας να διώκει για τις ενέργειες ή τις παραλείψεις τους το σύνολο των ατόμων που επέδειξαν μια ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά έναντι αθώων παιδιών, ώστε και το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του την ολοκληρωμένη εικόνα για να επιτελέσει ορθά και δίκαια το ιδιαιτέρως δύσκολο στις περιπτώσεις αυτές έργο του».
Σημειώνεται ότι όπως προκύπτει, η λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας που παρακολουθούσε τότε τη διαβίωση της Έλενας στην ανάδοχη οικογένεια, αδιαφόρησε όταν της ανέφερε το γεγονός του ξυλοδαρμού της από την παπαδιά, κάτι το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την αποθάρρυνση της ανήλικης, τότε, Έλενας, να προβεί σε περαιτέρω καταγγελία του εφιάλτη που βίωνε.