Απόφαση 210 / 2017 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σακκά, Σοφία Ντάντου, Γεώργιο Χοϊμέ και Κωστούλα Φλουρή-Χαλεβίδου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Μ. του Ε., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Αδαμόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του αναιρεσιβλήτου: Π. Χ. του Β., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μπότσαρη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-1-2013 αίτηση της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8872/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1368/2015 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 4-9-2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου διάβασε την από 24-3-2016 έκθεση της κωλυομένης να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού Αρεοπαγίτου Ειρήνης Καλού, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 4-9-2015 αίτησης αναίρεσης κατά της υπ’ αριθμ. 1368/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 259 του Ν. 4072/2012 “Βελτιώσεως επιχειρηματικού περιβάλλοντος – Νέας εταιρικής μορφής – Σημάτων – Μεσιτών ακινήτων – Ρυθμίσεως θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις” (Φ.Ε.Κ Α’ 86/11-4-2012), η ομόρρυθμη εταιρεία λύνεται: α) με την πάροδο του χρόνου διαρκείας της, β) με απόφαση των εταίρων, γ) με την κήρυξή της σε πτώχευση και δ) με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος. Βάσει της διατάξεως του άρθρου 259 παρ. 2 του Ν. 4072/2012, η αίτηση εκδικάζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρίας, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Από τον συνδυασμό δε των διατάξεων του άρθρου αυτού με εκείνες των άρθρων 249 και 294, όπως ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 330 του Ν. 4072/2012 (Φ.Ε.Κ. Α’ 86/11.04.2012), συνάγεται ότι η ομόρρυθμη εταιρεία λύεται με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος. Η δικαστική λύση της εταιρίας για σπουδαίο λόγο αφορά τόσο την εταιρία αορίστου όσο και την ορισμένου χρόνου. Ο σπουδαίος λόγος κρίνεται κατά τις περιστάσεις και σε συνάρτηση με την γενικότερη οργάνωση της συγκεκριμένης εταιρίας, η οποία θα αποτελεί τον κύριο οδηγό για την εκτίμηση της σοβαρότητας της καταστάσεως που δημιούργησε ο επικαλούμενος σπουδαίος λόγος. Οι λόγοι λύσεως προσωπικών εταιριών (Ο.Ε. και Ε.Ε.) διαφέρουν από αυτούς που γίνονταν δεκτοί κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και καθορίζονται πλέον με κεντρικούς άξονες την γενική αρχή της διατηρήσεως της εμπορικής επιχειρήσεως και το επιβεβλημένο απομακρύνσεως από τον απόλυτα προσωποπαγή χαρακτήρα των προσωπικών εταιριών. Μάλιστα, η εκ μέρους εταίρου καταγγελία της εταιρίας έχει πλέον απαλειφθεί ως προβλεπόμενος από το νόμο λόγος λύσεως της προσωπικής εταιρίας, ισχύει όμως ως τέτοιος λόγος, εφόσον προβλέπεται στην εταιρική σύμβαση. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την αρχή της διατηρήσεως της επιχειρήσεως και δεδομένου ότι προβλέπεται και δικαίωμα εξόδου του εταίρου, σύμφωνα με το άρθρο 261 του ως άνω νόμου, το δικαίωμα δικαστικής λύσεως της εταιρίας συνιστά έσχατο μέσο αντιμετωπίσεως της καταστάσεως που ανέκυψε με την συνδρομή του σπουδαίου λόγου και εγείρεται, επομένως, μόνο σε περίπτωση που δεν ανευρεθεί άλλος τρόπος άρσεως του αδιεξόδου. Η ύπαρξη του σπουδαίου λόγου θα πρέπει πάντως να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημαντικές επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία της εταιρίας. Ο σπουδαίος λόγος πρέπει, κατά βάση, να αναφέρεται στις σχέσεις της εταιρίας και όχι στο πρόσωπο των εταίρων, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα προσωπικά στοιχεία παίζουν πρωτεύοντα ρόλο. Περιστατικά που συνιστούν σπουδαίο λόγο είναι, υπό το πρίσμα των νέων διατάξεων, που επικεντρώνουν στην οπτική της διατηρήσεως της εμπορικής επιχειρήσεως, φορέας της οποίας είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, παρά στον προσωποπαγή συμβατικό εταιρικό δεσμό, η κακή πορεία των εταιρικών υποθέσεων και η έλλειψη κερδών, η αθέτηση των εταιρικών υποχρεώσεων και η κακή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, οι διαρκείς διαφωνίες, η έλλειψη συνεργασίας και κατανοήσεως. Σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα του εταίρου να ζητήσει την λύση της εταιρίας υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του Α.Κ. και, επομένως, μπορεί να προβληθεί κατά της σχετικής αιτήσεως ένσταση, ερειδομένη στην σχετική διάταξη, εφόσον συντρέχουν οι τασσόμενες στην εν λόγω διάταξη προϋποθέσεις. Έτσι το δικαίωμα του εταίρου για λύση της εταιρίας ασκείται καταχρηστικά, μεταξύ άλλων, και όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις, που η άσκησή του οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, ή, όταν, υπό την επίκληση από λόγων που δικαιολογούν την λύση της εταιρίας, υποκρύπτονται επίμεμπτα κίνητρα, τα οποία και αποτέλεσαν την πραγματική αιτία της επιδιώξεως της λύσεως της εταιρίας. Εξ άλλου, από την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., με την οποία ορίζεται ότι “αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου…” συνάγεται ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα αναιρετικώς ανέλεγκτα γενόμενα από αυτό δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν εφαρμόσει τον κανόνα δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμόσει αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόσει αυτόν εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου. Η παραβίαση δηλαδή από την διάταξη αυτή πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, η οποία στηρίζει το δικανικό συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ.ΑΠ 3/1997, ΑΠ 903/2010). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση γιατί δεν έχει καθόλου ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ο από αυτήν λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν, από το αιτιολογικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς και επαρκώς, τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που είναι, κατά το νόμο, αναγκαία για την εφαρμογή, στην συγκεκριμένη περίπτωση, του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, όπως και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με συνέπεια να μην είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή όχι εφαρμογής του κανόνα αυτού του ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά την διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις της αποφάσεως ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση και στάθμισή τους και στην αιτιολόγηση του εξαγομένου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατά την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 224/2015, ΑΠ 1416/2012). Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και η επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε η εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σαφώς (Ολ.ΑΠ 24/1992, Ολ.ΑΠ 1/1999). Τέλος, από την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ. προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 271/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτήν προκύπτει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ.) περί των πραγμάτων κρίση του, ως αποδειχθέντα, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, τα ακόλουθα, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων της αναιρέσεως, πραγματικά περιστατικά: “Οι διάδικοι τέλεσαν θρησκευτικό γάμο την …-5-2004, όταν η αιτούσα είχε λάβει το πτυχίο της ως Φαρμακοποιός και εργαζόταν ως υπάλληλος στο φαρμακείο της K., στην …, ενώ ο καθ’ ου ήταν πολιτικός μηχανικός και είχε κατασκευαστική εταιρία με την αδελφή του, ασχολούμενος με την ανέγερση κατοικιών. Από το γάμο τους αυτό δεν απέκτησαν τέκνα. Ενόψει της επερχόμενης οικονομικής κρίσης και του περιορισμού της οικοδομικής δραστηριότητας στο χώρο του επαγγέλματος του καθ’ ου, ο τελευταίος ζήτησε από τους γονείς του να τους στηρίξουν οικονομικά, προκειμένου να εξαγοράσει η αιτούσα στο όνομά της άδεια λειτουργίας επιχείρησης φαρμακείου, στην οποία επιχείρηση θα συμμετείχε και ο καθ’ ου, ως σύζυγος της αιτούσας – φαρμακοποιού, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία (άρθρ. 6 §§ 1 και 7 του ν. 328/1976). Οι σχετικές διαπραγματεύσεις προς τούτο με την φαρμακοποιό Ά. Θ., που διατηρούσε φαρμακείο στην περιοχή της …, επί της οδού …, η οποία επρόκειτο να συνταξιοδοτηθεί, ξεκίνησαν τους τελευταίους μήνες του έτους 2008 και ολοκληρώθηκαν αρχές του έτους 2009. Ειδικότερα η αιτούσα προέβη, δυνάμει του από 6-10-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού, που υπογράφηκε μεταξύ αυτής και της ως άνω φαρμακοποιού Ά. Θ., στην από κοινού συστέγαση του υπό λειτουργία φαρμακείου της ανωτέρω φαρμακοποιού, το οποίο βρίσκεται και λειτουργεί στη … επί της οδού …, και του υπό ίδρυση δικού της φαρμακείου, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να καταβάλλει ως αντάλλαγμα στην άνω φαρμακοποιό το ποσό των 300.000,00 ευρώ, το οποίο και καταβλήθηκε από αυτήν με χρήματα που της έδωσαν αποκλειστικά οι γονείς του καθ’ ου, μετά από παράκληση του τελευταίου. Στη συνέχεια, και αφού είχε ήδη αποχωρήσει λόγω συνταξιοδότησης η ανωτέρω φαρμακοποιός, οι διάδικοι συνέστησαν μεταξύ τους, λόγω της ιδιότητάς τους ως σύζυγοι, σύμφωνα με το άρθρο 6 §§ 1 και 7 του ν. 328/1976 (καθόσον ο καθ’ ου δεν είναι φαρμακοποιός) δυνάμει του υπ’ αρ. …/9-4- 2009 συμβολαίου σύστασης ομόρρυθμης φαρμακευτικής εταιρείας, του Συμβολαιογράφου Δ. Π., ομόρρυθμη φαρμακευτική εταιρεία, με την επωνυμία “… ΟΕ”, με έδρα τη …, οδός …, διάρκειας 30 ετών και σκοπό την από κοινού λειτουργία και εκμετάλλευση του ως άνω φαρμακείου, το οποίο ιδρύθηκε και λειτουργεί δυνάμει των υπ’ αρ. ΔΥ/Γ4/…/3-11-2008 και ΔΥ/Γ4/…/29-1-2009 αποφάσεων της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Υγιεινής, Τμήμα Φαρμάκων – Φαρμακείων της Νομαρχίας …, με την πρώτη από τις οποίες χορηγήθηκε στην αιτούσα, ως φαρμακοποιό, άδεια ίδρυσης φαρμακείου στο Δήμο … και με τη δεύτερη άδεια συνέχισης της λειτουργίας του ανωτέρω φαρμακείου μετά την αποσυστέγαση, λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του φαρμακείου της παραπάνω συνταξιοδοτηθείσας φαρμακοποιού. Ως διαχειριστής εκπρόσωπος και ταμίας της ανωτέρω εταιρείας ορίσθηκε η αιτούσα – φαρμακοποιός, ενώ συμφωνήθηκε ότι η λύση της εταιρίας, επέρχεται μόνο με την πάροδο του χρόνου διάρκειάς της ή με κοινή συμφωνία, των ανωτέρω δύο μοναδικών εταίρων αυτής. Τέλος, με τα άρθρα 5 και 6 του ίδιου ως άνω συμβολαίου ορίσθηκε ότι το κεφάλαιο της εταιρίας ανέρχεται στο ποσό των 100.000,00 ευρώ, αποτελούμενο από τη συνεισφορά των ειδικών επιστημονικών γνώσεων και της πείρας της αιτούσας ως φαρμακοποιού, οι οποίες αποτιμήθηκαν στο ποσό των 55.000 ευρώ, και τη συνεισφορά ποσού 45.000,00 ευρώ στο ταμείο της εταιρείας εκ μέρους του καθ’ ου, ενώ η συμμετοχή τους στις κερδοζημίες της εταιρείας ορίσθηκε ανάλογη της συμμετοχής τους στο κεφάλαιο της εταιρείας, ήτοι για την αιτούσα ποσοστό 55% και για τον καθ’ ου ποσοστό 45%. Μετά την σύσταση της ανωτέρω εταιρείας, ο καθ’ ου, ο οποίος, κατά τα άνω, είναι πολιτικός μηχανικός, διαθέτοντας κατασκευαστική εταιρία με την αδερφή του, αλλά, λόγω της κρίσης και της συνεπεία αυτής παύσης της οικοδομικής δραστηριότητας, δεν είχε εργασία στον τομέα του επαγγέλματός του, συνέδραμε στη λειτουργία της εν λόγω φαρμακευτικής εταιρίας, με την προσωπική του εργασία, ήτοι εργαζόταν ανελλιπώς στην επιχείρηση, διεκπεραιώνοντας όλες τις οικονομικές συναλλαγές με τις φαρμακαποθήκες και τις τράπεζες, ασχολούμενος με αποστολές συνταγών, παραγγελιών κ.λπ., τακτοποιούσε τα φάρμακα όταν έρχονταν οι παραγγελίες, άνοιγε το φαρμακείο κάθε πρωί, ενώ για όσο χρόνο απουσίαζε η αιτούσα λειτουργούσε ο ίδιος το φαρμακείο, ουδέποτε δε επεχείρησε να έχει ενεργό ανάμειξη στον επιστημονικό τομέα της λειτουργίας της εταιρίας, όπως παντελώς αβάσιμα ισχυρίζεται η αιτούσα, προκειμένου να θεμελιώσει σπουδαίο λόγο λύσης της εταιρίας, αλλά απασχολείτο κατά τα άνω ως βοηθητικό προσωπικό. Μάλιστα, για τη συμμετοχή του καθ’ ου στην εν λόγω φαρμακευτική εταιρία και για την απασχόλησή του στο φαρμακείο, εξαιτίας των οποίων αποκέρδαινε και τα προς το ζην, οι γονείς του κατά τα προαναφερόμενα, στα πλαίσια της αιτηθείσας από τον ίδιο οικονομικής ενίσχυσης, κατέβαλαν το ποσό των 400.000 ευρώ, από τα οποία ποσό 300.000 ευρώ δόθηκε στην ως άνω συνταξιοδοτηθείσα φαρμακοποιό, προκειμένου να λειτουργήσει στον ίδιο χώρο το υπό ίδρυση φαρμακείο της αιτούσας, ενώ ποσό 100.000 ευρώ δόθηκε για την ανακαίνιση του φαρμακείου και την αγορά φαρμάκων. Περί τα μέσα Σεπτεμβρίου του 2012 και ενώ μέχρι τότε η έγγαμη συμβίωσή τους ήταν ομαλή και είχε ήδη προβεί ο καθ’ ου στην αγορά μιας νεόδμητης κατοικίας στην …, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως οικογενειακή τους στέγη, η αιτούσα ξαφνικά και εντελώς αδικαιολόγητα μετέβαλε τη συμπεριφορά της απέναντί του, του μιλούσε απότομα, νευρικά και απαξιωτικά, δημιουργώντας σκηνές διαφωνιών και αντιπαραθέσεων τόσο στην οικογενειακή τους ζωή, όσο και στην επαγγελματική τους συνεργασία, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους εκδήλωσε την επιθυμία της να τον απομακρύνει από την συζυγική τους κατοικία, ενώ στη συνέχεια το Δεκέμβριο άσκησε σε βάρος του την από 17-12-2012 και με αριθμό κατάθεσης …/18-12-2012, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, αίτηση περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων, αιτούμενη τη μετοίκησή του από την κοινή τους οικία, την απομάκρυνσή του από το ανωτέρω φαρμακείο και την παραχώρηση της οικοσκευής σε αυτήν, μετά δε την απόρριψη της αιτηθείσας προσωρινής διαταγής στην ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η αιτούσα μετοίκησε η ίδια από την κοινή συζυγική τους οικεία σε μισθωμένο διαμέρισμα. Ακολούθως, την 10-1-2013 και περί ώρα 08:55, και την 17-1-2013 και περί ώρα 11.55, οι διάδικοι κατόπιν επεισοδίου που έλαβε χώρα μεταξύ τους στο φαρμακείο, προσήχθησαν από εποχούμενη περιπολία του αστυνομικού τμήματος …, από την οδό … στο αστυνομικό αυτό τμήμα, όπου, διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για επεισόδιο εξαιτίας οικονομικών – οικογενειακών διαφορών, και, αφού απευθύνθηκαν σ’ αυτούς συστάσεις για ειρηνική επίλυση διαφορών αποχώρησαν. Ο καθ’ ου, με την από 21-01-2013 εξώδικο διαμαρτυρία – πρόσκληση – δήλωσή του προς την αιτούσα, η οποία επιδόθηκε σε αυτήν την 24-1-2013 διαμαρτυρήθηκε προς την αιτούσα ότι, αν και ανατέθηκε σε αυτήν και αποδέχθηκε η ίδια την υποχρέωση αφενός μεν να τηρεί ημερήσιο ταμείο για τις κάθε είδους χρηματικές συναλλαγές και αφετέρου να παρέχει σε αυτόν τακτική μηνιαία λογοδοσία και ενημέρωση για την λειτουργία, τις απαιτήσεις, και τις υποχρεώσεις, το ταμείο και την αποθήκη, και γενικά για την οικονομική κατάσταση της εταιρείας, και δικαιούνται, μετά από ομόφωνη απόφασή τους να πραγματοποιούν απολείψεις στο τέλος κάθε μήνα, έναντι των προβλεπόμενων να πραγματοποιηθούν κερδών, εντούτοις αυτή ουδέποτε έχει προβεί στην παροχή λογοδοσίας, και επίσης εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι διατηρεί στην κατοχή της το ταμείο της εταιρείας, προβαίνει αλόγιστα σε μηνιαίες, ενίοτε σε εβδομαδιαίες ή και καθημερινές απολήψεις έναντι κερδών χωρίς συμφωνία μεταξύ τους, χωρίς να του αποδίδει λογαριασμό αλλά ούτε και τις ανάλογες μηνιαίες απολαβές του έναντι των κερδών, ενώ αντίθετα, προφανώς χάριν δημιουργίας εντυπώσεων, καλεί συνεχώς την άμεση δράση χωρίς κανέναν απολύτως λόγο και την καλεί να του παράσχει πλήρη λογοδοσία, να μην προβαίνει αυθαίρετα σε μονομερές απολήψεις κερδών, να του καταβάλλει την αναλογία του επί των κερδών, και να παύσει, αναιτιολόγητα, να καλεί την άμεσο δράση. Τέλος, η αιτούσα άσκησε ταυτόχρονα εναντίον του καθ’ ου την από 31-1-2013 και με αριθμό κατάθεσης …/2013 αγωγή διαζυγίου λόγω ισχυρού κλονισμού, και την από 31-1-2013 και με αριθμό κατάθεσης …/2013 κρινόμενη αίτησή της για λύση της μεταξύ τους συσταθείσας ομόρρυθμης εταιρίας, για σπουδαίο λόγο, συνιστάμενο στον κλονισμό της έγγαμης σχέσης τους λόγω υπαίτιας συμπεριφοράς του καθ’ ου και στην αδυναμία να συνεχίσει να λειτουργεί η μεταξύ τους εταιρία. Ειδικότερα, η αιτούσα άσκησε την κρινόμενη αίτηση λύσης της εταιρίας με δικαστική απόφαση, επικαλούμενη σπουδαίο λόγο, συνιστάμενο στη δημιουργία προβλημάτων στην έγγαμη συμβίωσή της με τον καθ’ ου, εξαιτίας των οποίων αδυνατεί πλέον να λειτουργήσει ομαλά η μεταξύ τους συσταθείσα ομόρρυθμη εταιρία. Πλην όμως, από τα αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης αποδείχθηκε ότι η αιτούσα για λόγους που αφορούν αποκλειστικά στο πρόσωπό της, δημιούργησε τόσο στις προσωπικές της σχέσεις με τον καθ’ ου – σύζυγό της, όσο και στην επαγγελματική τους συνεργασία, εντάσεις και διαπληκτισμούς, χωρίς αιτία, έχοντας ως σκοπό να προβεί στη δικαστική λύση της μεταξύ τους εταιρίας, χωρίς κανένα οικονομικό κόστος για την ίδια, αφού αυτή ως φαρμακοποιός έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει την επιχείρηση ως ατομική, όπως εκθέτει και στην αίτησή της ισχυριζόμενη ότι αυτό αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα συνέχισης λειτουργίας της επιχείρησης, και χωρίς να επιστρέψει το ποσό των 400.000 ευρώ που κατέβαλαν οι γονείς του καθ’ ου -συζύγου της, προκειμένου ο τελευταίος να εργασθεί στην επιχείρηση φαρμακείου που συστήθηκε μεταξύ τους για 30 έτη, ήτοι ουσιαστικά επιδιώκει να εκμεταλλευθεί αποκλειστικά για ίδιον όφελος μία επιχείρηση που η σύσταση και λειτουργία της οφείλεται στην αποκλειστική οικονομική συνεισφορά του καθ’ ου – συζύγου της και των γονέων του, που κατέβαλαν το υπέρογκο ποσό των 400.000 ευρώ για την εξαγορά της σχετικής άδειας από την συνταξιοδοτηθείσα φαρμακοποιό, ποσό το οποίο δεν αρνείται η αιτούσα ότι έλαβε, και η οποία και κανένα λόγο δεν κάνει για την τύχη του με την κρινόμενη αίτησή της, παρόλο που χάρις σε αυτό κατέστη δυνατή η ίδρυση και λειτουργία της ομόρρυθμης εταιρίας με τον καθ’ ου, αλλά ούτε και εκθέτει κάτι σχετικό σε αντίκρουση της έφεσης, με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, αναφορικά με την πρόθεσή της να το επιστρέψει. Από τα ανωτέρω έπεται ότι η εν λόγω διατάραξη και η συνεπεία αυτής διακοπή των προσωπικών σχέσεων μεταξύ της αιτούσας και του καθ’ ου – συνεταίρου της και συζύγου, αποτελεί, κατ’ αρχήν σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, σπουδαίο λόγο λύσης της δεύτερης των καθ’ ων ομόρρυθμης εταιρίας, κατά το άρθρο 259 του ν. 4072/2012, σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου ο σπουδαίος λόγος για τον οποίο μπορεί να ζητηθεί η δικαστική λύση της ομόρρυθμης εταιρείας, μπορεί να αφορά και στο πρόσωπο του αιτούντος, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, πλην όμως η άσκηση του δικαιώματος αυτού εκ μέρους της αιτούσας, παρίσταται ως καταχρηστική, διότι η αιτούσα κατά τα προαποδειχθέντα περιστατικά η ίδια δημιούργησε και προκάλεσε με τη συμπεριφορά της και για λόγους που αφορούν αποκλειστικά στο πρόσωπό της, στις προσωπικές της σχέσεις με τον καθ’ ου – σύζυγό της, και στην επαγγελματική τους συνεργασία, εντάσεις και διαπληκτισμούς, χωρίς αιτία, έχοντας ως σκοπό να εκδιώξει τον καθ’ ου – σύζυγό της από την επιχείρηση φαρμακείου και μάλιστα μόλις τρία χρόνια μετά τη σύστασή της και ενώ η τελευταία συστήθηκε για 30 χρόνια και να καρπωθεί ταυτόχρονα το χρηματικό ποσό των 400.000 ευρώ, που κατέβαλαν αποκλειστικά οι γονείς του καθ’ ου, για την εξαγορά από την ίδια της άδειας λειτουργίας του φαρμακείου, και με την προοπτική το τέκνο τους να συμμετέχει στην επιχείρηση φαρμακείου και να προσπορίζεται τα προς το ζην από την εκμετάλλευσή του, ποσό το οποίο και δεν προτίθεται να επιστρέψει. Μάλιστα, ενώ υφίσταται η δυνατότητα να διατηρηθεί η εταιρία ενεργή, με τη μεταβίβαση του εταιρικού μεριδίου του καθ’ ου (μη φαρμακοποιού) και την πρόσληψη ως συνεταίρου συγγενούς της εξ’ αίματος ή εξ’ αγχιστείας μέχρι και 2ου βαθμού, εν τούτοις η αιτούσα κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, επέλεξε το επαχθέστερο για τον καθ’ ου μέτρο της δικαστικής λύσης της εταιρίας, προκαλώντας έτσι στον καθ’ ου με τη συμπεριφορά της αυτή, δυσβάστακτη ζημία, αφού ο τελευταίος αποστερείται του αναγκαίου για τη διαβίωσή του εισοδήματος που απόφερε σ’ αυτόν η λειτουργία της επιχείρησης και ταυτόχρονα δεν καταβάλλεται από την αιτούσα, ούτε προσφέρεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο το καταβληθέν από τους γονείς του για την κτήση της άδειας λειτουργίας κ.λπ. παραπάνω ποσό των 400.000 ευρώ, χωρίς την καταβολή του οποίου θα ήταν αδύνατη η λειτουργία της επιχείρησης φαρμακείου στο όνομά της. Με βάση όλα τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά, η συμπεριφορά της αιτούσας να ζητήσει τη δικαστική λύση της ως άνω εταιρίας, μετά την εκ μέρους της πρόκληση στις προσωπικές της σχέσεις με τον καθ’ ου – σύζυγό της, καθώς και στην επαγγελματική τους συνεργασία, εντάσεων και διαπληκτισμών, χωρίς αιτία, από λόγους που αφορούν την ίδια και με σκοπό να προβεί στη δικαστική λύση της μεταξύ τους εταιρίας, επωφελούμενη του ποσού των 400.000 ευρώ που κατέβαλαν οι γονείς του καθ’ ου, προκειμένου ο τελευταίος να συμμετέχει στην εν λόγω εταιρία, είναι καταχρηστική, ως αντιβαίνουσα στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, αφού η συμπεριφορά αυτή έγινε καθ’ υπέρβαση των αρχών που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Ειδικότερα, η αιτούσα πριν την άσκηση της κρινόμενης αίτησης λύσης της εταιρίας, προκάλεσε για δικούς της προσωπικούς λόγους, τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής της με τον καθ’ ου, στη συνέχεια δε προκάλεσε και εντάσεις και διαφωνίες μεταξύ των εταίρων, με σκοπό τη λύση της εταιρίας κατά τα προαναφερόμενα. Έτσι, ενόψει του γεγονότος ότι ο σπουδαίος λόγος κρίνεται αντικειμενικά, ενώ σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα του εταίρου να ζητήσει τη λύση της εταιρίας υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ εφόσον συντρέχουν οι τασσόμενες στην εν λόγω διάταξη προϋποθέσεις, η προπεριγραφείσα συμπεριφορά της αιτούσας υπερβαίνει προφανώς τα όρια του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που στην προκειμένη περίπτωση συνίσταται στη δικαστική λύση της εταιρίας. Δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση υφίσταται αντίθεση της αξίωσης της αιτούσας για δικαστική λύση της εταιρίας, στα ακραία αξιολογικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ, αφού, με την προαναφερόμενη συμπεριφορά της (αιτούσας), υφίσταται δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκομένου σκοπού, με την άσκηση δικαιώματος κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη, αφού η ως άνω συμπεριφορά της αιτούσας-φορέα του δικαιώματος, ωθήθηκε από κακοπιστία, και με αποκλειστικό σκοπό την προαναφερόμενη βλάβη του καθ’ ου. Ενόψει των ανωτέρω, υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου της δικαστικής λύσης της εταιρίας και του επιδιωκομένου σκοπού, με την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της λύσης και δη, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη, καθόσον προκαλεί ανεπανόρθωτη βλάβη στον καθ’ ου, ενώ οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, εκ μέρους της αιτούσας είναι ιδιαίτερα επαχθείς για τον υπόχρεο καθ’ ου, σε σύγκριση και σε συνάρτηση και με τις αντίστοιχες συνέπειες σε βάρος της δικαιούχου-αιτούσας από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός της για λύση της εταιρίας, δεδομένου ότι η απομάκρυνση του καθ’ ου από την εταιρία θα μπορούσε να γίνει και με λιγότερο επαχθείς γι’ αυτόν τρόπους κατά τα άνω, ήτοι με τη μεταβίβαση του εταιρικού μεριδίου του καθ’ ου (μη φαρμακοποιού) και την πρόσληψη ως συνεταίρου συγγενούς της εξ’ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και 2ου βαθμού, ή με την ταυτόχρονη επιστροφή του ως άνω καταβληθέντος ποσού των 400.000 ευρώ. Επομένως, κατά παράβαση των ορισμών του άρθρου 281 ΑΚ όπως αυτοί αναλύονται στο IV’ μέρος της προηγηθείσας σκέψης, η αιτούσα προέβη στην άσκηση της κρινόμενης αίτησης για δικαστική λύση της εταιρίας, για σπουδαίο λόγο συνιστάμενο στον κλονισμό της έγγαμης συμβίωσής τους για λόγους που αφορούν στο πρόσωπο του καθ’ ου και στην εντεύθεν αδυναμία λειτουργίας της εταιρίας. Με βάση όλα τα παραπάνω, πρέπει οι σχετικοί δεύτερος και τρίτος λόγοι της έφεσης περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της αιτούσας να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι και από ουσιαστική άποψη και αφού εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τα άνω, να απορριφθεί η αίτηση κατ’ αποδοχή της προβληθείσας από τον πρώτο των καθ’ ων ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε κατ’ ουσίαν την από 29.4.2013 έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της, εκδοθείσας κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, υπ’ αριθμ. 8872/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη η από 31.1.2013 αίτηση της αναιρεσείουσας κατά του αναιρεσιβλήτου για την λύση, με δικαστική απόφαση, κατ’ άρθρο 259 παρ. 1 εδ. α’ περ. δ’ του ν. 4072/2012, της συσταθείσας μεταξύ τους ομόρρυθμης φαρμακευτικής εταιρίας, δικάζοντας δε επί της ως άνω (από 31.1.2013) αιτήσεως, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, απέρριψε αυτήν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, μετά από παραδοχή ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της προβληθείσας από τον καθ’ ου η αίτηση – αναιρεσίβλητο ενστάσεως περί καταχρηστικής ασκήσεως από την αιτούσα – αναιρεσείουσα του δικαιώματός της για λύση της εταιρίας αυτής. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ., ενόψει του ότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων, που έγιναν δεκτά από αυτήν και υπήχθησαν στην παραπάνω διάταξη, όπως η έννοιά της αναλύθηκε στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, και του συμπεράσματος του νομικού συλλογισμού. Ειδικότερα, με βάση τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με τις οποίες η αναιρεσείουσα: α) έχοντας ως σκοπό να εκδιώξει τον καθ’ ου -σύζυγό της από την επιχείρηση φαρμακείου και μάλιστα μόλις τρία χρόνια μετά την σύστασή της και ενώ η τελευταία συστήθηκε για 30 χρόνια, ώστε ουσιαστικά να εκμεταλλευθεί αποκλειστικά και προς ίδιον όφελος την ως άνω επιχείρηση, που η σύσταση και λειτουργία της οφείλεται στην αποκλειστική οικονομική εισφορά του καθ’ ου – συζύγου της και των γονέων του, οι οποίοι κατέβαλαν το υπέρογκο ποσό των 400.000 ευρώ για την εξαγορά της σχετικής άδειας λειτουργίας φαρμακείου στο όνομά της, με την προοπτική το τέκνο τους να συμμετέχει στην επιχείρηση φαρμακείου και να προσπορίζεται τα προς το ζην από την εκμετάλλευσή του, προκαλούσε με την συμπεριφορά της και για λόγους που αφορούν αποκλειστικά στο πρόσωπό της και εντάσσονταν στον ως άνω σκοπό της, εντάσεις και διαπληκτισμούς με τον σύζυγό της, β) επέλεξε την δικαστική λύση της εταιρίας, ωθούμενη από κακοπιστία και με αποκλειστικό σκοπό την προαναφερόμενη βλάβη του αναιρεσιβλήτου, γ) επέλεξε το επαχθέστερο για τον αναιρεσίβλητο μέσο απομακρύνσεώς του από την εταιρία, ενώ τούτο θα μπορούσε να επιτευχθεί με λιγότερο επαχθή γι’ αυτόν τρόπο και συγκεκριμένα με την μεταβίβαση του εταιρικού μεριδίου του αναιρεσιβλήτου (μη φαρμακοποιού) και την πρόσληψη ως συνεταίρου από την αναιρεσείουσα συγγενούς της εξ αίματος ή αγχιστείας μέχρι και του δεύτερου βαθμού, ή με την ταυτόχρονη επιστροφή του ως άνω καταβληθέντος από τους γονείς του για την κτήση της άδειας λειτουργίας του φαρμακείου ποσού των 400.000 ευρώ, στην οποία (επιστροφή) ουδόλως προσφέρθηκε η αναιρεσείουσα και δ) οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσείουσας για λύση της εταιρίας είναι ιδιαίτερα επαχθείς και για τον αναιρεσίβλητο, ο οποίος υφίσταται, κατά τα ανωτέρω, δυσβάστακτη ζημία, σε σύγκριση και σε συνάρτηση και με τις αντίστοιχες συνέπειες που θα είχε σε βάρος της δικαιούχου -αναιρεσείουσας η παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός της για λύση της εταιρίας, η άσκηση του επιδιωκόμενου με την αίτηση δικαιώματος της αναιρεσείουσας για λύση της εταιρίας υπερβαίνει προφανώς τα οριζόμενα από την ως άνω διάταξη όρια που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος και συνεπώς πληρούται το πραγματικό της παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεως. Εξ άλλου, με τις ανωτέρω παραδοχές του, το Εφετείο δεν παραβίασε εκ πλαγίου την ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του Α.Κ. και διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς τα ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της συνδρομής ή μη των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 281 του Α.Κ. που εφαρμόσθηκε και, συνεπώς, η προσβαλλομένη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσεως. Επομένως, όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τους πρώτο κατά το ένα μέρος του και δεύτερο λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια της ευθείας παραβιάσεως της παραπάνω ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 281 του Α.Κ. από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ. με εσφαλμένη εφαρμογή και την από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου πλημμέλεια της ελλείψεως νόμιμης βάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως κατά το μέρος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ. της ευθείας παραβιάσεως της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 281 του Α.Κ., με την ειδικότερη αιτίαση ότι εξειδικεύει και εφαρμόζει την ως άνω διάταξη επί τη βάσει πραγματικών περιστατικών, τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με τις προϋποθέσεις καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος δικαστικής λύσεως της εταιρίας, όπως αυτές (προϋποθέσεις) διατυπώθηκαν στην μείζονα πρόταση του δικανικού της συλλογισμού, είναι, απαράδεκτος και, συνεπώς, απορριπτέος. Ο ίδιος λόγος (πρώτος) της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το υπόλοιπο μέρος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., της ευθείας παραβιάσεως των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, άρθρου 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για την προστασία της περιουσίας και 6 παρ. 7 του ν. 328/1976, είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, καθ’ όσον στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο δεν ασχολήθηκε με την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Οι περαιτέρω διαλαμβανόμενες αιτιάσεις, που αναφέρονται, υπό την επίκληση του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., στον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως και οι οποίες συνίστανται στο ότι: 1] δεν διευκρινίζεται ποιο ακριβώς είναι το συγγενικό πρόσωπο της αναιρεσείουσας που ενδιαφέρεται για την απόκτηση του μεριδίου του αναιρεσιβλήτου και είναι σε θέση περιουσιακά να το αποκτήσει και πως νοείται το δικό της εκ του νόμου “βάρος” να συμβληθεί με κάποιο συγγενικό της πρόσωπο, προκειμένου να αποφύγει “την δήθεν δυσανάλογη δικαστική λύση της εταιρίας, δεδομένης της συμβατικής της ελευθερίας”, 2] δεν αιτιολογείται επαρκώς σε σχέση με το γεγονός ότι, α) η αξία της εταιρικής περιουσίας ή και της εταιρικής μερίδας δεν ανέρχεται στο ποσό των 400.000 ευρώ, διότι σημασία, εν προκειμένω, δεν έχει πόσα χρήματα δόθηκαν για την ίδρυση της εταιρίας, αλλά ποια είναι η πραγματική περιουσιακή κατάσταση της εταιρίας, η οποία προκύπτει από τον συνυπολογισμό του ενεργητικού με το παθητικό της, β) ότι ποτέ η αναιρεσείουσα δεν ανέλαβε ρητώς (εγγράφως, με το καταστατικό της εταιρίας) ή έστω σιωπηρώς, έναντι του αναιρεσιβλήτου ή των γονέων του, το “βάρος” πως, αν τυχόν καταγγείλει την εταιρία για σπουδαίο λόγο, θα οφείλει να αποδώσει σ’ αυτούς το οποιοδήποτε χρηματικό ποσό έχουν αυτοί καταβάλει για την ίδρυση της εταιρίας και γ) ότι η αναιρεσείουσα δεσμεύεται, μολονότι διαταράχθηκαν πλήρως οι προσωπικές και επαγγελματικές της σχέσεις με τον αναιρεσίβλητο, να υπομείνει την συνεργασία μαζί του για τα επόμενα 24 χρόνια, επειδή οι γονείς του κατέβαλαν για την ίδρυση της εταιρίας το ποσό των 400.000 ευρώ και 3] οι παραδοχές του Εφετείου ότι “για λόγους που αφορούν αποκλειστικά στο πρόσωπό της δημιούργησε τόσο στις προσωπικές της σχέσεις με τον καθ’ ου – σύζυγό της, όσο και στην επαγγελματική τους συνεργασία, εντάσεις και διαπληκτισμούς, χωρίς αιτία, έχοντας ως σκοπό…” είναι αντιφατικές με τις παραδοχές του ότι αυτή (αναιρεσείουσα): α) άσκησε κατά του αναιρεσιβλήτου αίτηση μετοικήσεως, β) μετοίκησε η ίδια σε άλλο μισθωμένο διαμέρισμα, μετά την απόρριψη της αιτήσεώς της για χορήγηση προσωρινής διαταγής επί της ως άνω αιτήσεως, γ) έλαβε χώρα μεταξύ τους επεισόδιο, εξ αιτίας του οποίου αμφότεροι προσήχθησαν στο αστυνομικό τμήμα, δ) επεδόθη σ’ αυτήν εξώδικη δήλωση του αναιρεσιβλήτου, στις 21.1.2013, με την οποία ο τελευταίος απαιτούσε μηνιαία λογοδοσία για την λειτουργία της εταιρίας και ε) άσκησε σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, στις 31.1.2013 αγωγή διαζυγίου για ισχυρό κλονισμό, είναι απαράδεκτες, καθ’ όσον με αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με το σαφώς εκτιθέμενο πόρισμα και επί πλέον αφορούν ελλείψεις αναγόμενες σε ανεπάρκεια αιτιολογήσεως του αποδεικτικού πορίσματος, καθώς και σε επιχειρήματα της αναιρεσείουσας προς στήριξη της απόψεώς της ότι η άσκηση του επιδιωκόμενου με την αίτησή της δικαιώματός της για λύση της εταιρίας δεν είναι καταχρηστική, που δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ.), πέραν βεβαίως του ότι η επικαλούμενη ως άνω (υπ’ αριθμ. 3) αντίφαση δεν συνιστά πράγματι τοιαύτη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 180, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου, λόγω της ήττας της, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε’ του Κ.Πολ.Δικ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4.9.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 250/2015 αίτηση για αναίρεση της 1368/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Και Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Φεβρουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ