Ερευνητές της βρετανικής Κεντρικής Τράπεζας διαπίστωσαν, συγκεκριμένα, ότι ο βρετανικός δείκτης Gini, ο οποίος μετρά τις οικονομικές ανισότητες, υποχώρησε ελαφρώς χρόνια της κρίσης. Δεν θα συνέβαινε το ίδιο αν η Τράπεζα δεν μετέβαλλε τη νομισματική της πολιτική.
Το 2008, καθώς η χρηματοπιστωτική κρίση που εκδηλώθηκε με την κατάρρευση της Lehman Brothers οδήγησε σε παγκόσμια ύφεση, η Τράπεζα της Αγγλίας ξεκίνησε τις ενέσεις ρευστότητας στη βρετανική οικονομία, εγκαινιάζοντας ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της βρετανικής κυβέρνησης. Εως τον Αύγουστο του 2016 η Τράπεζα είχε αποκτήσει ομόλογα αξίας 435 δισ. στερλινών (496 δισ. ευρώ).
Σημειωτέον ότι οι ερευνητές στις μετρήσεις τους δεν έλαβαν υπόψη τους τις αγορές ομολόγων ύψους 70 δισ. στερλινών (79,8 δισ. ευρώ) στις οποίες προχώρησε η Τράπεζα για να στηρίξει την οικονομία και τη στερλίνα μετά το δημοψήφισμα για την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ (Brexit).
Οι ασκούντες κριτική στην πολιτική που ακολούθησε τα χρόνια αυτά ο διοικητής της ΤτΑ Μαρκ Κάρνεϊ υποστηρίζουν ότι το χρήμα που διοχέτευσε η Τράπεζα κατέληξε εν τέλει στα χέρια των ευκατάστατων, αφού συνέβαλε στην ανάκαμψη των τιμών των ακινήτων – «στο φούσκωμα της φούσκας των ακινήτων» αναφέρεται χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τους «Financial Times». Διότι στη Βρετανία (όπως άλλωστε και στην Ιρλανδία αλλά και στις ΗΠΑ) η κρίση εκδηλώθηκε κατ’ αρχάς ως κατάρρευση των τιμών των ακινήτων.
Κατά την πρώτη ομιλία της στη συνδιάσκεψη του Συντηρητικού Κόμματος το 2016 η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι άσκησε κριτική κατά της κεντρικής τράπεζας για την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης που ακολούθησε λέγοντας ότι «οι άνθρωποι με προσωπική περιουσία έγιναν πλουσιότεροι, ενώ όσοι δεν είχαν περιουσία υπέφεραν περισσότερο». Η Μέι υποστήριξε επίσης πως «όσοι είχαν λάβει στεγαστικά δάνεια ωφελήθηκαν διότι τα χρέη τους μειώθηκαν, ενώ όσοι είχαν αποταμιεύσεις φτώχυναν».
Οι ερευνητές της Τράπεζας της Αγγλίας έχουν άλλη άποψη. Θεωρούν ότι οι επιπτώσεις της ποσοτικής χαλάρωσης στην αγορά ακινήτων, η οποία ανέκαμψε και συνεχίζει να ανακάμπτει, ευνοούν περισσότερο τα χαμηλότερα και μεσαία εισοδήματα, που είδαν την περιουσία τους να αυξάνεται κατά υψηλότερο ποσοστό συγκριτικά με τους πλούσιους ιδιοκτήτες. «Μια υγιής και ακριβή αγορά ακινήτων είναι ο δικαιότερος τρόπος κατανομής του πλούτου» υποστηρίζει η Τράπεζα.
Ωστόσο η Τράπεζα της Αγγλίας αναγνωρίζει το γεγονός ότι τα οφέλη σε μετρητά που έχουν τα πιο ευκατάστατα νοικοκυριά είναι μεγαλύτερα από τα οφέλη των φτωχότερων οικογενειών. «Το 10% των φτωχότερων νοικοκυριών είδε μια οριακή αύξηση του πλούτου του κατά 3.000 στερλίνες (34.190 ευρώ) την περίοδο από το 2006-2008 ως το 2012-2014. Το ίδιο χρονικό διάστημα ο πλούτος του 10% των πλέον ευκατάστατων αυξήθηκε κατά 350.000 στερλίνες (398.800 ευρώ)» αναφέρεται στην έρευνα.
Η Κεντρική Τράπεζα εκτιμά την περιουσιακή κατάσταση των νοικοκυριών από έρευνες στα περιουσιακά στοιχεία που διενεργεί κάθε διετία η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Βρετανίας.
Οι οικογένειες ηλικιωμένων, που συχνά εξαρτώνται οικονομικά από τους τόκους των αποταμιεύσεών τους, είδαν την αξία της ακίνητης περιουσίας τους να βελτιώνεται, αντισταθμίζοντας έτσι την ονομαστική πτώση των τόκων καταθέσεων που εισπράττουν.
«Πάντως, η αύξηση των αξιών των ακινήτων και των επενδύσεων δεν κάνει απαραιτήτως τα νοικοκυριά να αισθάνονται καλύτερα από το αν είχαν υψηλότερα ονομαστικά έσοδα και περισσότερα χρήματα αποταμιευμένα στην τράπεζα» αναφέρεται στην έρευνα.
«Σε γενικές γραμμές, τα αποτελέσματα της έρευνάς μας δείχνουν ότι τα νοικοκυριά στην πλειονότητά τους βγήκαν περισσότερο κερδισμένα από τη νομισματική πολιτική τόνωσης της ρευστότητας που άσκησε η Τράπεζα την περίοδο αυτή» σημειώνουν οι ερευνητές και προσθέτουν ότι αυτό δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν ερωτώνται, αναγνωρίζουν μόνο τον άμεσο αντίκτυπο που έχουν γι’ αυτούς τα χαμηλά επιτόκια. Στέκονται δηλαδή στο γεγονός ότι εισπράττουν χαμηλότερους τόκους κάθε μήνα.