– Από τη διάταξη του άρθρου 938 που ορίζει ότι “όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό να αποδώσει “ότι περιήλθε” σ’ αυτόν ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί”, συνδυαζόμενη και με τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, προκύπτει ότι μετά την παραγραφή της αξιώσεως προς αποζημίωση από αδικοπραξία παραμένει ακέραιη η υποχρέωση εκείνου που αδικοπράγησε να αποδώσει στο ζημιωθέντα κάθε ωφέλεια που αποκόμισε από την αδικοπραξία, είτε η ωφέλεια αυτή συνίσταται σε θετική αύξηση είτε σε μη ελάττωση της περιουσίας του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ακόμη ότι ο αδικήσας υποχρεούται ν’ αποδώσει στον αδικηθέντα την ωφέλεια που απέκτησε από την αδικοπραξία, δηλαδή από την τέλεση αυτής και όχι ότι ωφελήθηκε αυτός συνεπεία της επελθούσας παραγραφής. Τέτοια ωφέλεια υπάρχει και όταν εξοικονόμησε από την αδικοπραξία δαπάνη στην οποία θα προέβαινε αν δεν τελούσε την αδικοπραξία και όχι μόνο όταν στον αδικοπραγήσαντα περιήλθε ορισμένο περιουσιακό στοιχείο από την περιουσία του αδικηθέντος, προς απόδοση αυτού. Και τούτο, διότι σκοπός της διάταξης του άρθρου 938 ΑΚ είναι ν’ αποδώσει ο αδικήσας στον αδικηθέντα, μέχρι του ποσού της ζημίας που υπέστη από την αδικοπραξία, την αντίστοιχη ωφέλεια που απέκτησε από αυτήν, ώστε να μη παραμείνει σε αυτόν η ωφέλεια επί ζημία του αδικηθέντος. Έτσι, όταν τ’ αρμόδια όργανα νομικού προσώπου, παρά το νόμο και τον διέποντα το νομικό πρόσωπο Κανονισμό, δεν εκδίδουν την προβλεπόμενη και αναγκαία απόφαση για να λάβει ο υπάλληλος τις βαθμολογικές προαγωγές και προσαυξήσεις που δικαιούται και η αξίωση από την αδικοπραξία αυτή έχει παραγραφεί, τότε το νομικό πρόσωπο “υποχρεούται από τη διάταξη του άρθρου 938 ΑΚ ν’ αποδώσει στον υπάλληλο την ωφέλεια από την παράνομη αυτή πράξη των οργάνων του. Ωφέλεια που πρέπει ν’ αποδοθεί αποτελεί, στην περίπτωση αυτή, το ποσό που θα κατέβαλε για μισθολογικές διαφορές στον υπάλληλο αν δεν πραγματωνόταν η αδικοπραξία, τις οποίες και εξοικονόμησε με αντίστοιχη ζημία του υπαλλήλου.