Γιώργου Παπαγεωργίου
Ανεξάρτητη έρευνα οκτώ κορυφαίων πανεπιστημιακών από όλο τον κόσμο δείχνει ότι οι λύσεις που εξετάζονται για το ελληνικό χρέος μεταθέτουν το πρόβλημα και ότι δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη λύση παρά μόνο αν προστεθεί και το κούρεμα στο πακέτο των μέτρων που εξετάζονται
Χωρίς διαγραφή ονομαστικής αξίας (κούρεμα) του ελληνικού χρέους δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη λύση και τα μέτρα που σχεδιάζει η Ευρωζώνη δεν επαρκούν, απλώς μεταφέρουν το πρόβλημα στο -όχι τόσο μακρινό- μέλλον.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει ειδική ανεξάρτητη μελέτη που συνέταξε επιτροπή οκτώ κορυφαίων καθηγητών από όλο τον κόσμο, η οποία αξιολόγησε το πλαίσιο για τη νέα σχεδιαζόμενη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από τις αποφάσεις του Eurogroup. Στη μελέτη, μάλιστα, περιλαμβάνονται σενάρια χωρίς κούρεμα, τα οποία καταλήγουν σε διπλασιασμό των δανείων του EFSF το 2050 ή ακόμα και σε εξόφληση των δανείων μέχρι τον 22ο αιώνα. Το πόρισμα των οκτώ επιστημόνων έχει ιδιαίτερη βαρύτητα όχι μόνο επειδή πρόκειται για κορυφαίους οικονομολόγους που διδάσκουν στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, αλλά και γιατί συμμετέχουν σε σημαντικές δεξαμενές σκέψης με διεθνές κύρος, έχουν διατελέσει εμπειρογνώμονες και σύμβουλοι ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και έχουν προσβάσεις στα κέντρα αποφάσεων.
Πρόεδρος της επιτροπής είναι ο καθηγητής Barr Eichengreen, του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ στις ΗΠΑ, ενώ στην επιτροπή μετέχουν: ο Ελληνας καθηγητής του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου Αιμίλιος Αυγουλέας, ο οποίος είχε και την πρωτοβουλία σύστασης της επιτροπής το 2017 όταν ήταν επισκέπτης καθηγητής στο Χάρβαρντ, ο Miguel Poiares Maduro του European University Institute, ο Ugo Panizza και ο Charles Wyplosz (The Graduate Institute της Γενεύης), ο Richard Portes (London Business School), η Beatrice Weder di Mauro (INSEAD, Σιγκαπούρη) και ο Jeromin Zettelmeyer του αμερικανικού Ινστιτούτου Peterson.
Στην έκθεσή τους εξετάζουν διάφορα σενάρια ελαφρύνσεων του ελληνικού χρέους, με βάση τη μεθοδολογία που προβλέπει η απόφαση του Εurogroup του Ιουνίου 2017, και καταλήγουν στη διαπίστωση ότι βιώσιμη λύση δεν υπάρχει παρά μόνο εάν υπάρξει ένας συνδυασμός λύσεων ο οποίος θα περιλαμβάνει και μείωση της ονομαστικής αξίας του. Κάτι τέτοιο, όμως, έχει αποκλειστεί ρητά από την Ευρωζώνη, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι λύσεις που προωθούνται θα μεταθέσουν το πρόβλημα στο μέλλον και κάποια στιγμή, όχι πολύ μακρινή, η κρίση χρέους θα επανεμφανιστεί.
Στην έκθεση, που δημοσιεύτηκε από το Κέντρο Ερευνας Οικονομικής Πολιτικής, επισημαίνεται ότι κανένα από τα τρία βασικά σενάρια που εξετάζονται δεν οδηγεί σε βιώσιμη λύση για το χρέος ακόμα κι αν ληφθούν υπόψη παρεμβάσεις πιο «προχωρημένες» από εκείνες που περιγράφει η απόφαση του Eurogroup του Ιουνίου 2017. Ως γνωστόν, η απόφαση αυτή προβλέπει επέκταση των ωριμάνσεων (λήξη) των δανείων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), περίοδο χάριτος για τα δάνεια του EFSF (που έλαβε η χώρα το 2012), καθώς και διασύνδεση των πληρωμών για τα τελευταία με τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ.
Ομως και στα σενάρια αυτά δεν προκύπτει βιώσιμη λύση σε βάθος χρόνου, παρά μόνο οριακά και τούτο εφόσον υλοποιηθούν οι πλέον αισιόδοξες προβλέψεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τους ρυθμούς ανάπτυξης. Επιπλέον, για να βγουν τα νούμερα για τη βιωσιμότητα του χρέους, η περίοδος χάριτος για τους τόκους θα έπρεπε να επεκταθεί πέραν των 15 ετών (που είναι το ανώτατο όριο με βάση την απόφαση του Eurogroup), κάτι που θα σήμαινε ότι οι τόκοι θα συσσωρεύονταν στο μέλλον εν είδει νέου δανεισμού και έτσι η χρηματοδότηση από τον EFSF θα διπλασιαζόταν και το 2050 θα έφτανε τα 278 δισ. ευρώ, από 131 δισ. ευρώ σήμερα.
Ενας άλλος τρόπος να βγουν τα νούμερα για τη βιωσιμότητα του χρέους θα ήταν να συνεχιστεί ο δανεισμός της χώρας από τον ESM με τα χαμηλά επιτόκια που αυτός προσφέρει, αντί για τα υψηλά των αγορών. Ετσι, όμως, ο δανεισμός θα ανακυκλωνόταν αενάως και η Ελλάδα θα κατέληγε να εξοφλεί τα δάνεια προς τις χώρες της Ευρωζώνης και τον ESM μέχρι τον 22ο αιώνα, όπως χαρακτηριστικά γράφουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Επίσης, υπογραμμίζουν με ιδιαίτερη έμφαση ότι δεν θεωρούν ρεαλιστικές τις προβλέψεις της Ευρωζώνης για την πορεία των βασικών μεγεθών, ιδιαίτερα εκείνες που αφορούν στην επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 και 2% στη συνέχεια μέχρι το 2060. Πλεόνασμα 2% για 40 χρόνια δεν έχει ξανασυμβεί, ενώ το 3,5% για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα έχει επιτευχθεί μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις παγκοσμίως και αυτό σε χώρες με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά από την ελληνική, δηλαδή υγιείς οικονομίες και κοινωνίες με ευρύτατες συναινέσεις. Επιπλέον, υπογραμμίζεται στην έκθεση, υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλο χρονικό διάστημα εμφανίζονται μόνο σε οικονομίες που είχαν συναλλαγματική ευελιξία, κάτι που προφανώς δεν διαθέτει η Ελλάδα εφόσον χρησιμοποιεί το ευρώ.
Οι οκτώ οικονομολόγοι αποδομούν επίσης το επιχείρημα ότι, δεδομένου ότι η Ελλάδα θα δανείζεται από τις αγορές, οι κυβερνήσεις θα είναι εξαναγκασμένες να λειτουργούν με δημοσιονομική πειθαρχία και έτσι θα αποφευχθεί τυχόν νέος κύκλος υπερδανεισμού. Οπως επισημαίνουν, τα νέα ομόλογα που θα εκδώσει η Ελλάδα θα λήγουν πριν από τις προγραμματισμένες μεγάλες πληρωμές του χρέους προς τον επίσημο τομέα (ESM).
Ετσι, οι αγοραστές των ομολόγων θα ξέρουν ότι θα εξοφληθούν, ανεξάρτητα από το αν η χώρα θα είναι σε θέση να πληρώσει τις μεταγενέστερες υποχρεώσεις της. Επομένως, επισημαίνουν οι συντάκτες της έκθεσης, το επιχείρημα ότι «οι αγορές θα πειθαρχήσουν την Ελλάδα» δεν ευσταθεί.
Τα μέλη της επιτροπής αποδομούν και το επιχείρημα ότι η Συνθήκη της Ε.Ε. απαγορεύει τη διάσωση μιας χώρας και υπογραμμίζουν ότι υπάρχει απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (υπόθεση Pringle) σύμφωνα με την οποία η ελάφρυνση χρέους επιτρέπεται αν και μόνο αν διαρθρωθεί με τρόπο που θα ενισχύει τη δημοσιονομική πειθαρχία. Με βάση αυτό το δεδομένο, οι συντάκτες της έκθεσης διατυπώνουν και μια πρόταση για το πώς μπορεί να διαμορφωθεί ένας μηχανισμός μείωσης του χρέους με ονομαστική διαγραφή, ο οποίος θα ενισχύει τη δημοσιονομική πειθαρχία και έτσι θα είναι «νόμιμος» αλλά και αποτελεσματικός.
Η πρόταση προβλέπει ότι η Ελλάδα εφόσον επιτυγχάνει πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 1,5% του ΑΕΠ που είναι το ελάχιστο όριο θα ανταμείβεται με διαγραφή χρέους ίση με το παραπάνω ποσοστό πλεονάσματος και με ανώτατο όριο το 2%. Δηλαδή, εάν επιτύχει πλεόνασμα 2%, θα έχει διαγραφή χρέους μισή μονάδα του ΑΕΠ. Αντιστρόφως, εάν δεν πετυχαίνει το ελάχιστο όριο (1,5%), η διαγραφή χρέους θα ακυρώνεται.
Με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με τη μελέτη, το χρέος θα γίνει βιώσιμο με διαγραφή περίπου 9% του ΑΕΠ ή 24 δισ. ευρώ σε βάθος χρόνου.