– Κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 6 παρ. 1, 10 παρ. 1 και 11 παρ. 1 του Ν. 489/1976 “περί της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης”, ορίζονται μεταξύ άλλων τα εξής: ο κύριος, κάτοχος αυτοκινήτου που κυκλοφορεί μέσα στην Ελλάδα, επί οδού, υποχρεούται να έχει καλύψει με ασφάλιση την εκ τούτου έναντι τρίτων αστική ευθύνη, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος (2 παρ. 1). Η ασφάλιση πρέπει να καλύπτει την αστική ευθύνη του κυρίου, του κατόχου και κάθε οδηγού ή προστηθέντος για την οδήγηση ή υπεύθυνου του ασφαλισμένου αυτοκινήτου (6 παρ. 1). Το πρόσωπο που ζημιώθηκε, έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής ιδία αξίωση κατά του ασφαλιστή (10 παρ. 1). Ο ασφαλιστής δεν μπορεί να αντιτάξει κατά του προσώπου που ζημιώθηκε, όταν τούτο ασκεί την κατά το άρθρο 10 παρ. 1 αξίωση, ενστάσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση, επιφυλασσομένου σ’ αυτόν του δικαιώματος αγωγής κατά του ασφαλισμένου, του αντισυμβαλλομένου και του οδηγού (11 παρ. 1). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. γ’ της με αριθμ. Κ4/585/5.4.1978 Απόφασης του Υπουργού Εμπορίου “περί καθορισμού των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου του καλύπτοντος των εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικήν ευθύνην” (ΦΕΚ 795/1978 ΑΕ και ΕΠΕ) αποκλείονται της ασφαλίσεως ζημίες που προκαλούνται καθ’ ον χρόνον ο οδηγός του αυτοκινήτου οχήματος ετέλει υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 του ΚΟΚ. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 2496/1997, τον λήπτη της ασφάλισης βαρύνουν όλες οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση, εκτός από εκείνες που από τη φύση τους πρέπει να εκπληρωθούν από τον ασφαλισμένο. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, της τελευταίας εφαρμοζόμενης συμπληρωματικά και στην ασφάλιση της αστικής ευθύνης εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων, συνάγεται, ότι η ρήτρα στο ασφαλιστήριο για εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη των ζημιών που προκαλούνται κατά το χρόνο που ο οδηγός έχει καταναλώσει οινόπνευμα περισσότερο του επιτρεπτού από τον ΚΟΚ, αποτελεί αληθώς καλυμμένο συμβατικό ασφαλιστικό βάρος. Όμως, προϋπόθεση για τη λειτουργία αυτής σε βάρος του λήπτη της ασφάλισης, ο οποίος δεν έχει τις υποχρεώσεις από την ασφαλιστική σύμβαση που μπορούν να εκπληρωθούν μόνο από τον ασφαλισμένο οδηγό του αυτοκινήτου, είναι να υφίσταται υπαιτιότητα αυτού (330 ΑΚ). Επομένως, ο ασφαλιστής που υποχρεώθηκε να καταβάλει αποζημίωση σε ζημιωθέντα τρίτο χωρίς να έχει ευθύνη, λόγω της συμβατικής εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη των ζημιών που προκαλούνται, όταν ο οδηγός του ασφαλισμένου αυτοκινήτου ευρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος, δεν δικαιούται να στραφεί αναγωγικά κατά του κυρίου και μη οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου και να αξιώσει απ’ αυτόν τα καταβληθέντα ποσά, αν τον τελευταίο δεν βαρύνει υπαιτιότητα σε σχέση με το γεγονός ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου του βρισκόταν υπό την επήρεια οινοπνεύματος όταν προξένησε το ατύχημα. Για την απόδειξη του ως άνω στοιχείου, που αποτελεί την κύρια προϋπόθεση απαλλαγής του ασφαλιστή, δεν υπάρχουν στο Ελληνικό δίκαιο ειδικές διατάξεις που να ρυθμίζουν το θέμα αυτό. Αλλά ούτε και στα άρθρα 25 και 26 της Κ4/585/1978 ΑΥΕ, ούτε στο Ν. 2496/1997 υπάρχουν ειδικές ή γενικές ρυθμίσεις από τις οποίες θα μπορούσε να συναχθεί ερμηνευτικά απάντηση στο εν λόγω ζήτημα. Επομένως, η απάντηση πρέπει να δοθεί με αξιοποίηση των γενικών αρχών, όπως είναι η ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής που εκδηλώνεται με την αδυναμία παροχής, την υπερημερία του οφειλέτη ή την πλημμελή εκπλήρωση της παροχής (βλ. ΑΚ 330, 335, 336, 337 και 382). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η ευθύνη του οφειλέτη στις περιπτώσεις της ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, διέπεται από την αρχή της τεκμαιρόμενης υπαιτιότητας. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στον εναγόμενο να προτείνει συγκεκριμένα περιστατικά και να καταρρίψει το εις βάρος του τεκμήριο υπαιτιότητας (ΑΠ736/2014, ΑΠ1016/2013,1068/2013, ΑΠ991/ 2011,1357/2008).