– Αδικοπραξία. Αυτοκινητικό ατύχημα. Αναπηρία και παραμόρφωση παθόντα. Επικουρικό Κεφάλαιο. Επιτόκιο. Αναιρετικοί λόγοι σχετιζόμενοι με την αοριστία της αγωγής. Στοιχεία ορισμένου της αγωγής. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ “η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του”. Η διάταξη αυτή προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Ως μέλλον νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του ανθρώπου. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία, αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζημίωση, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 Α.Κ. (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Τούτο συμβαίνει σε ανήλικο, που δεν έχει εισέλθει ακόμη στην παραγωγική διαδικασία και δεν μπορεί ήδη από την επέλευση της αναπηρίας ή παραμορφώσεως να επικαλεσθεί περιουσιακή ζημία καθ’ όσον, δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό, οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 Α.Κ. που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας και παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί. Το ποσόν του επιδικαζομένου εύλογου χρηματικού ποσού καθορίζεται με βάση το είδος και τις συνέπειές της αφενός και την ηλικία του παθόντος, αφετέρου, καθώς και με συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραμορφώσεώς του όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κατά τη διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ αξιώσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης.
– Για τον υπολογισμό της χρηματικής παροχής της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ δεν έχουν εφαρμογή τα ισχύοντα επί της αξιώσεως αποζημιώσεως του άρθρου 929 του ίδιου Κώδικα, όπου για τον καθορισμό αυτής προσδιορίζεται κατ’ αρχήν το ύψος της θετικής και αποθετικής βλάβης του σώματος ή της υγείας του και το ποσοστό αυτής μειώνεται κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας του τελευταίου, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, η χρηματική παροχή της πρώτης διατάξεως δεν αποτελεί αποζημίωση, δεν συνδέεται δηλαδή με συγκεκριμένη μελλοντική περιουσιακή ζημία, αλλά δίδεται για το γεγονός και μόνο της αναπηρίας ή παραμορφώσεως και προσδιορίζεται κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου, με βάση τους προεκτεθέντες προσδιοριστικούς παράγοντες. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται αποζημίωση με βάση την ΑΚ 931 πρέπει να αναφέρεται σ’ αυτήν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ότι η αιτούμενη αποζημίωση είναι συνέπεια όχι απλώς της ανικανότητας για εργασία και απόκτησης από αυτήν εισοδημάτων, εφ’ όσον η αποκατάσταση της ζημίας αυτής επιδιώκεται με την ΑΚ 929, αλλά ειδικά συνέπεια της αναπηρίας ή παραμόρφωσης. Πρέπει δηλαδή να εκτίθενται συγκεκριμένα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, ο τρόπος με τον οποίο τέτοια συνέπεια αποκλείει ή περιορίζει την επαγγελματική, οικονομική ή κοινωνική εξέλιξη του παθόντος καθώς και ποια και πόση είναι η ζημία που αυτός παθαίνει εξαιτίας της αναπηρίας ή της παραμόρφωσής του.
– Με το Ν. 489/1976, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 01-01-1978 (ήδη ΠΔ 237/1986) καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης, με σκοπό την πληρέστερη ικανοποίηση των ζημιωθέντων από ατύχημα. Η ύπαρξη φερέγγυου ασφαλιστή αποτελεί μια ισχυρή εγγύηση για την εξασφάλιση των θυμάτων από αυτοκινητικά ατυχήματα, με βάση τις διατάξεις του Ν. 489/1976, η οποία όμως δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Ειδικότερα, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το ζημιογόνο αυτοκίνητο δεν είναι ασφαλισμένο, ο ευθυνόμενος κατά νόμο για το ατύχημα είναι άγνωστος, υπάρχει αποκλεισμός ευθύνης του ασφαλιστή γιατί το ατύχημα προκλήθηκε από πρόθεση του αντισυμβαλλομένου ή του ασφαλισμένου ή ο ασφαλιστής κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μειώνονται οι πιθανότητες του ζημιωθέντος για αποζημίωση.
– Με το άρθρο 16 του Ν. 489/1976 συνεστήθη νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων”, που τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορίου (άρθρο 16), σκοπός του οποίου είναι η καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης για αστική ευθύνη από αυτοκινητιστικά ατυχήματα στις αναφερόμενες στο άρθρο 19 περιπτώσεις (άρθρο 17), δηλαδή όταν αυτός που υπέχει ευθύνη παραμένει άγνωστος, το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο, ως προς το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η κατά το άρθρο 2 υποχρέωση, το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο οδηγούμενο από πρόσωπο που προκάλεσε από πρόθεση το ατύχημα, ο ασφαλιστής πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ένεκα παράβασης νόμου. Στη συνέχεια, μέλη του Επικουρικού Κεφαλαίου καθίστανται υποχρεωτικά οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν ασφάλιση αστικής ευθύνη από ατυχήματα αυτοκινήτων, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας των οποίων τα οχήματα εξαιρούνται της υποχρεωτικής ασφάλισης (άαρθρ. 18 Ν. 489/1976), για την εκπλήρωση δε του σκοπού του επιβάλλεται εκ του νόμου εισφορά υπέρ αυτού, το ανώτατο όριο της οποίας καθορίζεται με την εκάστοτε απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, υπολογιζόμενη σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων (5% κατ’ ανώτατο όριο) του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα, η οποία βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και κατά 30% τους ασφαλισμένους (άρθρ. 20 § 1 Ν. 489/1976). Έτσι από την νομοθεσία που το διέπει, τον τρόπο λειτουργίας του και τους σκοπούς που εξυπηρετεί, προκύπτει ότι, παρά την ιδιωτικού δικαίου νομική μορφή του, το Επικουρικό Κεφάλαιο επιτελεί κοινωνικό έργο.
– Με τις διατάξεις των άρθρων 5, 6 §§ 1, 2, 5, 6 και 10 § 1 του ΠΔ/τος 237/1986 καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση της από αυτοκινητικά ατυχήματα ευθύνης, η οποία καλύπτει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική αξίωση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη το δε ασφαλιστικό ποσό είναι τουλάχιστον ίσο με αυτό που καθορίζει κάθε φορά με αποφάσεις της η ΕΠ.Ε.Ι.Α. για κάθε είδος κινδύνου που υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 § 1 του ιδίου ως άνω ΠΔ/τος, το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα και σε περίπτωση που αυτά προκαλούνται από ανασφάλιστο όχημα ή από όχημα αγνώστων στοιχείων ή ασφαλισμένο σε ασφαλιστική εταιρία που πτώχευσε ή της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε.
– Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το Ν. 4092/2012, η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παρ. 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου ατυχήματος.
– Με το τέταρτο άρθρο του Ν. 4092/2012 “Κύρωση της από 6 Σεπτεμβρίου 2012 πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου….και άλλες διατάξεις” ο οποίος σύμφωνα με το έβδομο άρθρο αυτού ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 220 τ. Α’ 78.11.2012), εισήχθησαν περιορισμοί στις αποζημιώσεις που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του, καθώς επίσης και περιορισμοί στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Ειδικότερα, με το στοιχείο γ’ του άνω άρθρου, αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 19 του Π.Δ. 237/1986 και προβλέπεται πλέον, μεταξύ άλλων, α) ότι η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για κάθε δικαιούχο και β) ότι η αποζημίωση στην περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρίας δεν καταβάλλεται ολόκληρη, αλλά με βάση τα ποσοστά που η διάταξη αυτή λεπτομερώς καθορίζει, κυμαινόμενα μεταξύ 70% έως 90%, μη δυνάμενη να υπερβεί, κατ’ ανώτατο όριο, το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ πλην των προσώπων που ζημιώθηκαν με αναπηρία για τα οποία καταβάλλεται αποζημίωση πέραν του ποσού αυτού (άρθρο 19 παρ. 2 εδ. γ’ και δ’ του ΠΔ/τος 237/1986, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της παρ. 2 από το άρθρο 4 παρ. γ’ του Ν. 4092/2012). Με την ίδια δε αυτή διάταξη ορίστηκε περαιτέρω ότι η εν λόγω ρύθμιση “καταλαμβάνει και τις ήδη γεγενημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση” και ότι “οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως”.
– Επειδή η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, ενώ η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής ελέγχεται ως παραβίαση από τους αριθμούς 14 ή 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
– Ο από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της γεγονότα, που δεν εκτίθενται σ’ αυτήν ή αν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή παραγνωρίζοντας αναγκαία για τη θεμελίωσή της γεγονότα που με επάρκεια εκτίθενται σ’ αυτήν, ενώ ο από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων, που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών, την απέρριψε ως αόριστη. Η ποσοτική αοριστία της αγωγής συνίσταται στο ότι δεν αναφέρονται στο δικόγραφό της με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αγωγικό αίτημα, η δε ποιοτική αοριστία αυτής στο ότι στο ίδιο δικόγραφο γίνεται επίκληση απλώς των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά, που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του.
– Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1α’ και β’ ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου, διαφορετικά το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης.