Η ανάκαμψη της ευρωζώνης προκλήθηκε εν μέρει από το πρόγραμμα νομισματικής στήριξης με τη μορφή της ποσοτικής χαλάρωσης (QE), το οποίο έχει συνεχίσει η ΕΚΤ παρά τη συγκριτικά ταχεία ανάπτυξη το 2017. Τον Μάρτιο του 2018, ο πληθωρισμός σημείωσε άνοδο στο 1,4%, που οδήγησε σε φωνές προς την ΕΚΤ να αρχίσει να αποσύρει το πρόγραμμα. η ανεργία στην ευρωζώνη υποχωρεί σχετικά γρήγορα. Αλλά η ΕΚΤ θα πρέπει να αγνοήσει τον πειρασμό να μειώσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για την ώρα: η αύξηση των μισθών είναι υποτονική παρά την μείωση της ανεργίας, και η Γερμανία φαίνεται να είναι ο φταίχτης.
Οι οικονομολόγοι έχουν επισημάνει προσφάτως ότι η σχέση μεταξύ ανεργίας και μισθών έχει αλλάξει στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ. Συνήθως, η χαμηλή ανεργία οδηγεί σε αυξήσεις μισθών, καθώς οι επιχειρηματίες πρέπει να πληρώσουν περισσότερα για να δελεάσουν τους εργαζόμενους να εγκαταλείψουν τις υφιστάμενες δουλειές τους. ωστόσο η ανεργία στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ βρίσκεται τώρα εκεί που ήταν πριν από την κρίση του 2008, ενώ η αύξηση των μισθών ήταν χαμηλή. Η ανεργία στην ευρωζώνη πλησιάζει τα προ κρίσης επίπεδα, αλλά όπως και στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, η αύξηση των μισθών ήταν επίσης αδύναμη. Τι συμβαίνει;
Το διάγραμμα 1 δείχνει πως η σχέση μεταξύ αύξησης μισθών και του δείκτη της ανεργίας στην ευρωζώνη, για την περίοδο 2000-2008, και την περίοδο 2010-2017 –την αποκαλούμενη καμπύλη μισθοδοσίας Phillips. Οι δύο τελευταίοι οικονομικοί κύκλοι είναι σαφώς ορατοί και στη διάρκεια της κρίσης του ευρώ οι μισθοί μειώθηκαν καθώς η ανεργία σημείωσε άνοδο, όπως και κατά τη διάρκεια της ύφεσης 2001-2002. Ωστόσο, από το 2015 η πτώση της ανεργίας δεν έχει οδηγήσει σε άνοδο τους μισθούς. Αντιθέτως, η αύξηση των μισθών ήταν σχεδόν επίπεδη μεταξύ στο α΄ τρίμηνο του 2015 και στο τελευταίο τρίμηνο του 2017, στο 1,5 σεντ περίπου.
Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι η ταχύτερη αύξηση των μισθών επίκειται, και καθώς η ανάκαμψη ωριμάζει, η φυσιολογική σχέση θα αποκαταστηθεί μόνη της. Αλλά υπάρχουν δύο λόγοι που μας κάνουν να αμφιβάλλουμε για αυτό. Πρώτον, τα απροσδόκητα ασθενή στοιχεία στο α΄ τρίμηνο του 2018 για τη Γαλλία και τη Γερμανία, ποδηλώνουν ότι η ανάκαμψη δεν είναι τόσο ισχυρή όσο ήλπιζαν. Δεύτερον, η ανεργία της Γερμανίας είναι σε ιστορικό χαμηλό και η χώρα τώρα βρίσκεται στον όγδοο χρόνο ανάπτυξης –και πάλι, παραδόξως, η Γερμανία φαίνεται να είναι η αιτία του προβλήματος. Το Διάγραμμα 2 εμφανίζει τη σχέση μεταξύ αύξησης μισθών και ανεργίας για όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης πλην της Γερμανίας. Καθώς η ανεργία έχει μειωθεί σε αυτές τις 18 χωρες –κατά 4% στο διάστημα μεταξύ α΄ τρίμηνο του 2015-τελευταίο τρίμηνο του 2017- ο ρυθμός αύξησης των μισθών έχει αυξηθεί κατά 1%.
Από το 2010, με παρόμοιο τρόπο στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, η μισθολογική καμπύλη Philips της Γερμανίας έχει μετατοπιστεί στα αριστερά –που σημαίνει ότι χρειάζεται έναν χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας για να δημιουργηθεί μισθολογικός πληθωρισμός. Σε γενικές γραμμές, το διάγραμμα 3 δείχνει ότι η γερμανική ανεργία πρέπει να βρίσκεται περίπου στο 3%-4% για να δημιουργεί ανάπτυξη 3% (σε ονομαστικές τιμές). Στην προηγούμενη δεκαετία, το ποσοστό της ανεργίας πρέπει να διαμορφώνεται στο 7,5%-8,5%.
Ο Christian Odendahl εξήγησε τους λόγους για την αλλαγή αυτή σε ένα άρθρο του το 2017. Οι Γερμανοί εργαζόμενοι έχουν βιώσει χαμηλές αυξήσεις των μισθών για δεκαετίες. Στη δεκαετία του 1990, η υψηλή ανεργία και η απειλή του offshoring προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, έπεισαν τα συνδικάτα να αποδεχθούν την συγκράτηση των μισθών προκειμένου να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, οι μεταρρυθμίσεις Hartz της αγοράς εργασίας μείωσαν τα επιδόματα ανεργίας και τον χρόνο καταβολής αυτών. Η κυβέρνηση παρείχε περισσότερες κεντρικές υπηρεσίες θέσεων εργασίας και εκπαίδευση. Αυτό ώθησε πολλούς ανθρώπους που βρισκόταν στο περιθώριο του εργατικού δυναμικού, ξανά στην αγορά εργασίας, η οποία ήταν συχνά μερικής απασχόλησης και με χαμηλές αμοιβές. Και μετά το 2010, η Γερμανία ήταν αυτή που ηγήθηκε της επιβάρυνσης της Ευρώπης για τη δημοσιονομική αβεβαιότητα, περιορίζοντας τις δημόσιες δαπάνες σε μια περίοδο χαμηλής ζήτησης του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος με τη σειρά του μείωσε τη ζήτηση θέσεων εργασίας καθώς η προσφορά αυξανόταν.
Από τη μία πλευρά, αυτές οι εξελίξεις διασφάλισαν ότι η γερμανική αγορά εργασίας έχει φτάσει να μοιάζει με αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου, με υψηλά ποσοστά απασχόλησης, χαμηλή ανεργία, έναν μεγάλο αριθμό χαμηλά αμειβόμενων θέσεων για εργαζόμενους χαμηλής ειδίκευσης, σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και υψηλότερη εισοδηματική ανισότητα. Επίσης σήμαινε ότι η ανεργία στη Γερμανία αυξήθηκε λίγο μόνο στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, παρά το σημαντικό πλήγμα στο ΑΕΠ. Οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας ήταν από πολλές απόψεις καλό πράγμα: περίοδοι ανεργίας τείνουν να οδηγούν σε ένα “πέναλτι” στις αμοιβές μακροπρόθεσμα, καθώς οι εργαζόμενοι δεν επιλέγονται από τους εργοδότες, απογοητεόνται, αγωνιούν ή βγαίνουν από την αγορά εργασίας. Ένα χαμηλότερο “διαρθρωτικό” ποσοστό ανεργίας σημαίνει ότι λιγότεροι άνθρωποι είναι εκτός εργασίας για μεγαλύτερο διάστημα.
Αλλά μαζί, αυτές οι αλλαγές αύξησαν την προσφορά εργασίας στη Γερμανία και μείωσαν το ποσοστό στο οποίο η ανεργία θα δημιουργούσε μισθολογικό πληθωρισμό. Είχαν επίσης μια επίδραση στην ευρωζώνη συνολικά. Η επίμονη χαμηλή αύξηση των μισθών στη Γερμανία οδήγησε στα τωρινά μεγάλα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών, καθώς κράτησε χαμηλά την αύξηση της κατανάλωσης και των εισαγωγών. Οι αποταμιεύσεις των γερμανικών επιχειρήσεων επανεπενδύθηκαν αλλού, βοηθώντας να πληθωριστούν asset bubbles στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία και στην Ελλάδα, όπου και “έσκασαν” μεταξύ του 2008-2012.
Και τώρα, η μετατόπιση της καμπύλης Philips κάνει δύσκολη τη ζωή των φορέων χάραξης πολιτικής στην ΕΚΤ. Η ΕΚΤ δεν έχει καταφέρει να διατηρήσει τον στόχο της για τον πληθωρισμό σε “χαμηλότερα αλλά κοντά στο 2%” από το 2013, και τους τελευταίους μήνες ο πληθωρισμός διαμορφώνεται λίγο υψηλότερα από το 1%. Η οικονομία της Γερμανίας αντιπροσωπεύει το 30% του συνόλου και η χαμηλή αύξηση των μισθών -παρά την ωριμότητα της γερμανικής οικονομικής ανάκαμψης- είναι ο κύριος λόγος για τον οποιο ο πληθωρισμός των κισθών στην ευρωζώνη έχει καταρρεύσει, παρά τη μείωση της ανεργίας. Η ΕΚΤ θα πρέπει να συνεχίσει να παρέχει πρόγραμμα τόνωσης μέχρι να καταστεί σαφές ότι η γερμανική εγχώρια ζήτηση έχει ανακάμψει με σταθερό ρυθμό, με τους μισθούς να αυξάνονται με ρυθμό που να συνάδει με την επίτευξη του στόχου πληθωρισμού για την ευρωζώνη συνολικά.
Η πιθανότητα μιας ταχείας αύξησης του πληθωρισμού και των μισθών σε άλλα κράτη-μέλη, μοιάζει μικρή. Όταν η ανεργία στη Γαλλία και στην Ισπανία διαμορφωνόταν στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας, οι ονομαστικοί μισθοί στις χώρες αυτές αυξανόταν μεταξύ 3,5%-5%. Τώρα οι μισθοί στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Ισπανία, αυξάνονται με βραδύτερο ρυθμό εξαιτίας του ότι η ανεργία παραμένει σε υψηλό ποσοστό, και η “υπό-απασχόληση”, οι άνθρωποι που εργάζονται με ημιαπασχόληση, αλλά που θα ήθελαν να εργάζονται περισσότερες ώρες, είναι επίσης υψηλή. Παρά την ανεργία που διαμορφώνεται σε επίπεδο-ρεκόρ, η αύξηση των μισθών στη Γερμανία διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στο 2,5% από το 2014. Αυτό υποδηλώνει ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να αντισταθεί στον πειρασμό -και στις εκκλήσεις της Βόρειας Ευρώπης- να αποσύρει το πρόγραμμα στήριξης μέχρι να καταστεί σαφές ότι έχει επιτευχθεί πλήρης απασχόληση στη Γερμανία, και ο ρυθμός του πληθωρισμού και της αύξησης των μισθών, αυξάνεται. Δεν φαίνεται να βρισκόμαστε εδώ ακόμη.