Με την υπ’ αρίθμ. 84/2018 απόφαση, που εξέδωσε χθες το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου, επιδικάστηκε αποζημίωση από αδικοπραξία σε ξενοδόχο της Ρόδου – θύμα πρώην τραπεζικού διευθυντή, που πρωταγωνίστησε σε σκάνδαλο εικονικών προθεσμιακών καταθέσεων σε υποκατάστημα κεντρικής τράπεζας στο νησί της Ρόδου.
Το τραπεζικό ίδρυμα που τον απασχολούσε και ο πρώην τραπεζικός υποχρεώνονται με την απόφαση να καταβάλουν στον ενάγοντα, έκαστος εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 210.000 ευρώ.
Με την ίδια απόφαση διατάσσεται προσωπική κράτηση 12 μηνών στον πρώην τραπεζικό διευθυντή ενώ επιδικάστηκε ποσό ύψους 4.400 ευρώ στον ξενοδόχο για τα δικαστικά του έξοδα.
Ο ξενοδόχος έχει καταμηνύσει τον πρώην τραπεζικό διευθυντή για τις πράξεις της απάτης, της υπεξαίρεσης, της απιστίας, της παράβασης καθήκοντος και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Με την αγωγή του διεκδικούσε από τους εναγόμενους αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να του καταβάλουν ποσό 200.000 ευρώ για τη θετική ζημία που υπέστη εντόκως από τον Ιούνιο του 2015 και ποσό ύψους 600.000 ευρώ για ηθική βλάβη, εκ του οποίου ποσό 50.000 ευρώ θα διεκδικήσει δια της παραστάσεως του ως πολιτικώς ενάγοντος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων.
Ο ξενοδόχος δήλωσε μάλιστα με την αγωγή του ότι το ποσό των 550.000 ευρώ το εκχωρεί με την οριστική επιδίκασή του στο Ίδρυμα Υποτροφιών Δωδεκανήσου «Ανδρέας Διακομιχάλης».
Ο ξενοδόχος εκθέτει ότι γνώρισε τον εγκαλούμενο το έτος 2001 αρχικά ως διευθυντή άλλης τράπεζας.
Υποστηρίζει ότι ο εγκαλούμενος εκμεταλλευόμενος την θέση και το κύρος του ως διευθυντής ενός μεγάλου τραπεζικού ομίλου κατάφερε δολίως να του εμπνεύσει, με την παράσταση ψευδών στοιχείων ως αληθών, την απόλυτη εμπιστοσύνη του, πράγμα που συνέβη και με τόσους άλλους που υπεξαίρεσε τα χρήματά τους.
Ισχυρίζεται ότι ο πρώην τραπεζικός διευθυντής τον εξυπηρετούσε πάντα με ευγένεια, του ανανέωνε τις προθεσμιακές του καταθέσεις, του χορηγούσε τις σχετικές αποδείξεις της κάθε προθεσμιακής καταθέσεως, και γενικά ένιωθε ότι είχε γρήγορη και προνομιακή εξυπηρέτηση.
Στο κατάστημα που διηύθυνε, ο ξενοδόχος τηρούσε, μεταξύ άλλων και έναν λογαριασμό καταθέσεως ταμιευτηρίου σε ευρώ.
Στις αρχές Ιουνίου του έτους 2015, εξαιτίας των ασταθών πολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν στην Ελλάδα και της οικονομικά δυσμενούς περιρρέουσας ατμόσφαιρας, επικοινώνησε, όπως υποστηρίζει, μαζί του για να ενημερωθεί σχετικά με τις εξελίξεις στον τραπεζικό κλάδο και να του εκμυστηριευθεί το φόβο του από την έντονη φημολογία μέσω των Μ.Μ.Ε. για κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων.
Όπως περιγράφει, του πρότεινε να επενδύσει τα χρήματά του σε ένα νέο προϊόν της τράπεζας και συγκεκριμένα σε μία νέα σύμβαση προθεσμιακής κατάθεσης σε ξένο νόμισμα, με το οποίο τάχα διασφαλιζόταν το κεφάλαιο, δεν θα υπήρχε περίπτωση κουρέματος του ποσού της κατάθεσης και θα ελάμβανε καλύτερο επιτόκιο.
Του ζήτησε να προβεί αρχικά σε ανάληψη ποσού ύψους 200.000 € για να μετατραπεί σε συνάλλαγμα μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος. Φέρεται μάλιστα να υποσχέθηκε ότι με την ολοκλήρωση της κατάθεσης θα του παρέδιδε και τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα.
Αφού τον έπεισε, όπως εκθέτει, υπάλληλος του ξενοδοχείου μετέβη στην τράπεζα και ανέλαβε για λογαριασμό του, δυνάμει ειδικού πληρεξουσίου, το ως άνω ποσό. Ο εγκαλούμενος, όπως τον ενημέρωσε ο υπάλληλος, μίλησε τηλεφωνικά με ταμία της τράπεζας και έδωσε εντολές στο εσωτερικό τηλέφωνο να ετοιμαστούν τα σχετικά έγγραφα και λίγα λεπτά μετά, ο ταμίας τον κάλεσε, πήγε στο ταμείο κι αφού υπέγραψε το δελτίο ανάληψης, του παρέδωσε τα χρήματα και αντίγραφο του σχετικού δελτίου.
Κατόπιν, ο υπάλληλος του ξενοδόχου, παρέδωσε τα χρήματα στον εγκαλούμενο διευθυντή, καθ’ υπόδειξη του ιδίου, υπέγραψε στο περιθώριο του ειδικού πληρεξουσίου δυνάμει του οποίου είχε εξουσιοδοτηθεί ο υπάλληλος του ξενοδόχου, θέτοντας μάλιστα και τη σφραγίδα του κάτωθι της υπογραφής του, με την χειρόγραφη σημείωση ότι παρέλαβε το σχετικό ποσό προς φύλαξη μέχρι την 5η Ιουλίου 2015, ημερομηνία που κατ’ εκτίμηση και ευθύνη του ιδίου και της τράπεζας, θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί η επένδυση των χρημάτων.
Τέλη Ιουνίου του 2015, όταν άρχισε να γίνεται ορατό το πρόβλημα με τις τράπεζες που οδήγησε στις αρχές Ιουλίου στο κλείσιμο τους και στην επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls), ζήτησε από τον εγκαλούμενο να σταματήσει την προθεσμιακή κατάθεση και να επιστρέψει το κεφάλαιο.
Εκείνος φέρεται να τον διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε ενδεχόμενο να κουρευτούν τα χρήματα αφού τα είχε επενδύσει σε πρόγραμμα του εξωτερικού, καθησυχάζοντας τον. Ακολούθησαν επισκέψεις στην τράπεζα μέχρι τον Αύγουστο και ο ξενοδόχος δεν μπορούσε να τον βρεί μέχρι που ενημερώθηκε από τα δημοσιεύματα της «δημοκρατικής» για το ό,τι κάποιος διευθυντής τράπεζας, είχε καταχραστεί χρήματα και εν συνεχεία επιβεβαίωσε ότι ήταν ο εγκαλούμενος.
Διαπίστωσε στην πορεία ότι τα χρήματα δεν είχαν επενδυθεί, ότι η τράπεζα δεν ήταν ενήμερη και ότι είχε πέσει, όπως κι άλλοι πελάτες, θύμα της απατηλής συμπεριφοράς του τραπεζικού διευθυντή.
Τον ξενοδόχο εκπροσώπησε ο δικηγόρος κ. Στράτος Καρίκης, την τράπεζα ο δικηγόρος κ. Γ. Καρατζαφέρης και τον πρώην διευθυντή της ο δικηγόρος κ. Ακης Δημητριάδης.