Δικαστική Συμπαράσταση
Το Δικηγορικό μας Γραφείο UNICS ασχολείται ενεργά με το οικογενειακό δίκαιο και τη Δικαστική Συμπαράσταση. Αναλαμβάνουμε ολοκληρωμένα τη μελέτη κάθε υπόθεσης, τη σύνταξη της αίτησης και συνολικά τη σχετική διαδικασία, για την αποτελεσματική προστασία πασχόντων και όσων αδυνατούν να φροντίζουν τον εαυτό τους.
Τι σημαίνει Δικαστική Συμπαράσταση και πότε απαιτείται να τίθεται κάποιο πρόσωπο σε τέτοιο καθεστώς;
Όλα τα ενήλικα πρόσωπα διαθέτουν εκ του νόμου πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα (άρθρο 127 ΑΚ) και ικανότητα παράστασης στα δικαστήρια (άρθρο 62 ΚΠολΔ). Τα ανήλικα πρόσωπα, μέχρι την συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας τους θεωρούνται ανίκανα προς δικαιοπραξία (με σειρά εξαιρέσεων σύμφωνα με τα άρθρα 129, 133, 134, 135, 136 και 137 ΑΚ) και εκπροσωπούνται δικαστικά και εξώδικα από τους γονείς τους.
Ωστόσο ο νόμος προνοεί και για τα άτομα, που αδυνατούν να φροντίζουν τον εαυτό τους, θεσπίζοντας ειδικό καθεστώς, που ονομάζεται Δικαστική Συμπαράσταση και διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 1666 επ. του Αστικού Κώδικα.
Το άρθρο 1666 επ. ΑΚ, ορίζει τα άτομα που δύναται να υπαχθούν υπό καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, δηλαδή τα ενήλικα πρόσωπα που: α) λόγω της ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας αδυνατούν εν όλω ή εν μέρει να φροντίζουν μόνα τους για τις υποθέσεις τους, β) εξαιτίας ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού, εκθέτουν τον εαυτό τους, το σύζυγό τους, τους κατιόντες τους ή τους ανιόντες τους στον κίνδυνο της στέρησης.
Η δικαστική συμπαράσταση μπορεί να είναι πλήρης ή μερικώς στερητική της ικανότητας προς δικαιοπραξία, οπότε την εκπροσώπηση του συμπαραστατέου αναλαμβάνει ο δικαστικός του συμπαραστάτης ή πλήρως ή μερικώς επικουρική, δηλαδή απαιτείται πάντοτε πριν την επιχείρηση της πράξης έγγραφη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη, επί ποινή ακυρότητος της σχετικής πράξης.
Ποια είναι η διαδικασία θέσης κάποιου προσώπου σε καθεστώς πλήρους δικαστικής συμπαράστασης;
Απαιτείται αίτηση, που συνήθως κατατίθεται από συγγενικά πρόσωπα (άρθρο 1667 ΑΚ), προς το αρμόδιο δικαστήριο, ήτοι το Μονομελές Πρωτοδικείο συνήθως του τόπου κατοικίας του προς συμπαράσταση προσώπου, το οποίο δικάζει κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 και 740 ΚΠολΔ). Συνηθίζεται στην πράξη, στο δικόγραφο της αίτησης να ζητείται ο διορισμός προσωρινού (άρθρο 1672-1673 ΑΚ) και οριστικού δικαστικού συμπαραστάτη του συμπαραστατέου, που ως επί το πλείστον είναι ο ίδιος ο αιτών, αρκεί να μην συντρέχει στο πρόσωπό του λόγος αποκλεισμού (άρθρο 1670 ΑΚ).
Πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 1669 ΑΚ, το δικαστήριο, για το σκοπό αυτό, λαμβάνει υπόψη του τη γνώμη του συμπαραστατέου και επιλέξει ελεύθερα το πρόσωπο που είναι κατάλληλο με βάση τις συνθήκες που ισχύουν in concreto.
Παράλληλα, ο αιτών δύναται κατ’ άρθρο 1634 και 1682 ΑΚ ζητά και το διορισμό Εποπτικού Συμβουλίου, το έργο του οποίου θα είναι να ασκεί έλεγχο και εποπτεία στον διορισθέντα δικαστικό συμπαραστάτη, που αποτελείται από τρία ως πέντε μέλη, που είναι συγγενείς ή φιλικά πρόσωπα, που συνδέονται στενά με το πρόσωπο του συμπαραστατέου και αποδεδειγμένα ενδιαφέρονται για αυτόν. Στο δικόγραφο της αίτησης δικαστικής συμπαράστασης, παρατίθενται όλα τα στοιχεία της ταυτότητας των μελών αυτών και οι διευθύνσεις κατοικίας τους. Ορθό είναι να προσκομίζονται αντίγραφα των αστυνομικών ταυτοτήτων των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου.
Προσοχή, αντίγραφο του δικογράφου της αίτησης κοινοποιείται αναγκαία και στον ασθενή, πάσχοντα, ώστε να λάβει γνώση της διαδικασίας, στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία και στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Δεν είναι απαραίτητο ο πάσχων να παραστεί στο δικαστήριο ή να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο, αφού υπάρχουν ενδεχομένως προβλήματα νομιμοποίησης ένεκα της αναπηρίας του. Εάν παραστεί στο δικαστήριο και συμμετάσχει εις αυτό ως διάδικος, θα πρέπει πάντως να εκπροσωπείται από δικηγόρο.
Κατά την ημέρα της δικασίμου, που διενεργείται κεκλεισμένων των θυρών, για το παραδεκτό της αίτησης απαιτείται, να έχει διενεργηθεί (και να προσκομίζονται και να επικαλούνται τα σχετικά έγγραφα) η προβλεπόμενη προδικασία, ήτοι οι νόμιμες και εμπρόθεσμες επιδόσεις της αίτησης, κατ’ άρθρο 748 παρ. 2 ΚΠολΔ: α) στον συμπαραστατέο, β) στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία και γ) στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Επίσης, κρίνεται χρήσιμη η παρουσία του συμπαραστατέου, ώστε ο εφαρμοστής του δικαίου να αναπτύξει προσωπική επαφή με το εν λόγω πρόσωπο και να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση, γιατί αν ο δικαστής αμφιταλαντεύεται σχετικά με την ψυχική, διανοητική ή πνευματική κατάσταση αυτού του προσώπου δύναται να διατάξει την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εκδίδοντας μη οριστική απόφαση (προδικαστική). Σύμφωνα με το άρθρο 804 ΚΠΟΛΔ το δικαστήριο επικοινωνεί με αυτόν τον οποίο αφορά το μέτρο, ώστε να σχηματίσει άμεση αντίληψη για την κατάστασή του. Η προσωπική επικοινωνία μπορεί να γίνεται μέσα στο συνηθισμένο περιβάλλον του συμπαραστατέου, αν το ζητεί ο ίδιος ή αν αυτό διευκολύνει τη διευκρίνιση των πραγμάτων και δεν αντιτίθεται ο συμπαραστατέος. Η επικοινωνία παραλείπεται μόνο αν πιστοποιείται αρμοδίως ότι υπάρχει βάσιμος κίνδυνος για την υγεία του προσώπου, για το οποίο πρόκειται ή αν αυτό βρίσκεται σε προφανή αδυναμία να επικοινωνήσει με το περιβάλλον.
Κάτι άλλο που έχει βαρύνουσα σημασία είναι η ύπαρξη, μεταξύ των προσκομιζόμενων και επικαλούμενων σχετικών εγγράφων και έκθεσης της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, που αποφαίνεται επί της αναγκαιότητας του λαμβανόμενου μέτρου, ήτοι της θέσης σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης του συμπαραστατέου και της καταλληλότητας του προτεινόμενου ως δικαστικού συμπαραστάτη (άρθρο 1674 ΑΚ). Δέον να σημειωθεί, πάντως, ότι λόγω μη εισέτι ενεργοποίησης και στελέχωσης των κοινωνικών υπηρεσιών στις πλείστες των περιπτώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 4 του ν. 2125/1997, το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησης και στην εν τέλει αποδοχή της, ακόμα και αν δεν έχει υποβληθεί η ως άνω έκθεση, καθώς αυτή ούτε αποτελεί στοιχείου του παραδεκτού, ούτε έχει δεσμευτική ισχύ για τον δικαστή, που αποφαίνεται ελεύθερα, βάσει του συνόλου των εγγράφων, αλλά και της εικόνας που έχει σχηματίσει κατά τη συζήτηση. Ωστόσο, για λόγους παραδεκτού και νομιμότητάς της συζήτησης της αίτησης να επιδίδεται αντίγραφο της αίτησης αυτής με δικαστικό επιμελητή στην αρμόδια Κοινωνική Υπηρεσία και το σχετικό αποδεικτικό της επίδοσης προσκομίζεται απαραίτητα στο φάκελο της υπόθεσης, άλλως εάν δεν έχει γίνει επίδοση απορρίπτεται από το Δικαστή η αίτηση.
Σύμφωνα με το άρθρο 1676 ΑΚ: «Ανάλογα με την περίπτωση, το δικαστήριο που υποβάλλει ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση, είτε:
- Τον κηρύσσει ανίκανο για όλες ή για ορισμένες δικαιοπραξίες, γιατί κρίνει ότι αδυνατεί να ενεργεί γι’ αυτές αυτοπροσώπως (στερητική δικαστική συμπαράσταση, πλήρης ή μερική) είτε
- Ορίζει ότι για την ισχύ όλων ή ορισμένων δικαιοπραξιών του απαιτείται η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη (επικουρική δικαστική συμπαράσταση, πλήρης ή μερική) είτε
- Αποφασίζει συνδυασμό των δύο προηγούμενων ρυθμίσεων.
Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την αίτηση, οφείλει όμως να επιβάλλει στον συμπαραστατούμενο τους ελάχιστους δυνατούς περιορισμούς που απαιτεί το συμφέρον του. Στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1667, το δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει, με την αρχική ή την τροποποιητική απόφασή του, περιορισμούς περισσότερους από όσους ζητούνται».
Το δικαστήριο διατάσσει στο διατακτικό της απόφασης επίδοση της απόφασης στην αρμόδια Κοινωνική Υπηρεσία και το σχετικό αποδεικτικό της επίδοσης με επιμέλεια της Γραμματέως του Πρωτοδικείου μπαίνει μέσα στο φάκελο.
Επίσης, το διατακτικό της απόφασης καταχωρείται εν περιλήψει σε ειδικό βιβλίο που τηρείται στην Γραμματεία κάθε πρωτοδικείου. Η καταχώρηση γίνεται αλφαβητικά με το επώνυμο του πάσχοντος.
Τα αποτελέσματα και η ισχύς της δικαστικής απόφασης με την οποία κάποιο πρόσωπο τίθεται υπό καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης αρχίζουν από την δημοσίευση της δικαστικής απόφασης, όμως για την έναρξη του λειτουργήματος του δικαστικού συμπαραστάτη απαιτείται τελεσιδικία της αποφάσεως που τον διορίζει.
Για κάθε νομική πράξη ή δικαιοπραξία απαιτείται πάντα για την εγκυρότητά της, η υπογραφή του δικαστικού συμπαραστάτη.
Λόγω της πολυπλοκότητας του θέματος, των εξαιρέσεων και υποπεριπτώσεων, που δεν μπορούν να τύχουν ανάλυσης στο παρόν ενημερωτικό άρθρο και για πιο αναλυτικές πληροφορίες, ανάλογα με την περίπτωσή σας, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας τηλεφωνικά ή με ηλεκτρονικό μήνυμα.
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ & ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ
Κυριάκου Κόκκινου – Σίσσυ Κατσούδα & συνεργατών
Γραφείο Αθήνας: Κάνιγγος 33, Τηλ.: +30 2103300990-1-2 Fax +30 2103303452
Γραφείο Παλλήνης: Ελ. Βενιζέλου 18-ΤΗΛ. +30 2106666658-2106033930 – Fax +30 2106664219
Γραφείο Κορίνθου: Απ. Παύλου 40, Τηλ. +30 2741084568
Κινητό τηλ.: +30 6973022722
Για Άμεση Επικοινωνία με το Δικηγορικό Γραφείο – Διαπραγμάτευση – Διαμεσολάβηση και Coaching πατήστε εδώ
Για Άμεση Επικοινωνία με το Συμβολαιογραφείο πατήστε εδώ