Το συμβόλαιο για την πώληση 15.000 στρεμμάτων στη βορειοδυτική άκρη της Ζακύνθου από ιδιώτη στην εταιρεία του πρώην εμίρη του Κατάρ Pimana είναι νόμιμο και ισχυρό και η Μητρόπολη της Ζακύνθου, ο δήμος και οι ιδιώτες δεν έχουν δικαιώματα στην αντίστοιχη έκταση παρά μόνο σε κάποιες εξαιρέσεις (παλιά μονή Αγίου Γεωργίου των Κρημνών, κτίσματα σε οικόπεδα από χρησικτησία). Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε το πρωτοδικείο Ζακύνθου με την υπ’ αριθμόν 20/2018 απόφασή του, που δίκασε αίτηση της τοπικής Μητρόπολης και της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου των Κρημνών κατά της εταιρείας Pimana. Υπέρ των εναγουσών παρενέβησαν η Περιφέρεια Ιονίων Νήσων και ο Δήμος Ζακύνθου. Το δικαστήριο δεν ακυρώνει την πώληση, επιφυλάσσεται ως προς τη νομή (σ.σ. όχι ως προς την κυριότητα) 3.000 στρεμμάτων της Εκκλησίας για το οποίο θα επιληφθεί σε επόμενη φάση και για τον περιβάλλοντα χώρο των ερειπίων της παλιάς μονής του Αγίου Γεωργίου των Κρημνών.
Προσεκτική απόφαση
Πρόκειται για μια εξαιρετικά προσεκτική απόφαση, που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το «συμβόλαιο του αιώνα» για τη Ζάκυνθο δεν ακυρώνεται εξαιτίας ενός καθαρά νομικού λόγου. «Για να ακυρωθεί το συμβόλαιο», λένε οι τρεις δικαστές, «θα έπρεπε η Εκκλησία να έχει έννομο συμφέρον σε ολόκληρη την έκταση των 15.000 στρεμμάτων». Η πρώτη ενάγουσα, δηλαδή η μονή του Αγίου Γεωργίου των Κρημνών, «νομιμοποιείται να επιδιώξει τη δικαστική διάπλαση (μεταβολή η κατάργηση) της μεταξύ τρίτων (ήτοι της εναγομένης και του τρίτου, πωλητή της όλης εκτάσεως) εννόμου σχέσεως (σ.σ. δηλαδή του συμβολαίου πώλησης της επίδικης έκτασης) μόνο καθ’ ο μέρος αμφισβητείται η νομή της επί του επιδίκου ακινήτου και βλάπτονται έτσι τα έννομα συμφέροντά της…». Το δικαστήριο, ωστόσο, θεωρεί ότι η εκκλησία δεν είναι σε θέση να αποδείξει προσβολή της νομής σε έκταση μεγαλύτερη των 3.056 στρεμμάτων, τα οποία θα μπορούσαν να συνέχονται με τα ερείπια της παλαιά μονής του Αγίου Γεωργίου των Κρημνών.
Το δικαστήριο απορρίπτει και τον ισχυρισμό της ενάγουσας ότι η επίδικη έκταση δεν θα μπορούσε να μεταβιβασθεί επειδή αποτελεί έκταση ιδιωτικών δασών που είχαν καεί το 2009. Η Εκκλησία αποσιωπά, ωστόσο, όπως απέδειξαν οι συνήγοροι της Pimana στο δικαστήριο, ότι η εταιρεία είχε προσκομίσει το σχετικό πιστοποιητικό που απαιτεί ο νόμος και του οποίου η έλλειψη αποτελεί τον μόνο λόγο για να ακυρωθεί η μεταβίβαση. Η πρώτη ενάγουσα, δηλαδή η μονή, ισχυρίζεται ότι μέσα στην επίδικη έκταση υπάρχουν αρκετά αυθαίρετα (σ.σ. οι ένοικοι των οποίων έχουν τεκμηριώσει προφανώς μέσω της χρησικτησίας κυριότητα) αδυνατεί ωστόσο κατά το δικαστήριο να περιγράψει πού, πόσα και ποια είναι αυτά τα κτίσματα. Το δικαστήριο απορρίπτει επίσης τον ισχυρισμό της Εκκλησίας ότι μέσα στην επίδικη έκταση υπάρχουν δρόμοι, αιγιαλός και ρέματα, λέγοντας ότι αυτά είναι δημόσια αγαθά και ότι η Εκκλησία στη συγκεκριμένη περίπτωση καλείται να υπερασπισθεί τα ιδιωτικά της συμφέροντα.
Σε ό,τι αφορά τις διεκδικήσεις του Δήμου Ζακυνθίων, το δικαστήριο τις απορρίπτει καθώς «δεν περιέχουν ακριβή περιγραφή επίδικων εδαφικών εκτάσεων…».
Στα Επτάνησα
Το δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι, καθώς στα Επτάνησα δεν υπήρχαν «δημόσια δάση και δασικές εκτάσεις ως ιδιοκτησία του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων» ώστε να διανεμηθούν αυτά στους δήμους κάθε νήσου, θα έπρεπε ο Δήμος Ζακύνθου να αποδείξει ότι κατά τον χρόνο της ένωσης της Ζακύνθου με την Ελλάδα τα ακίνητα αυτά ήταν αδέσποτα.
Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει τον περιβάλλοντα χώρο γύρω από την παλιά μονή του Αγίου Γεωργίου των Κρημνών που θα πρέπει να αφαιρεθεί από το σύνολο της μεταβιβαζόμενης έκτασης. Για τον λόγο αυτό διατάσσει πραγματογνωμοσύνη έτσι ώστε να καθορισθεί η έκταση γύρω από τη μονή που πρέπει να μείνει εκτός συναλλαγής. Οσον αφορά τα 3.000 στρέμματα επί των οποίων θεωρεί η Εκκλησία ότι έχει κυριότητα (λόγω νομής), το δικαστήριο αναβάλλει την απόφαση έως ότου η διεκδίκηση της Εκκλησίας «καταστεί ώριμη». Σε απλά ελληνικά, έως ότου φέρει αποδείξεις που να δέχεται το δικαστήριο.