258 ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ Υπεξαίρεση στην υπηρεσία |
Σχόλια * Στο κείμενο του νόμου, μετά τις περ. α) και β) του παρόντος, τίθεται άνω τελεία. Επειδή το σύστημα δεν επιδέχεται άνω τελεία, επιλέξαμε, για λόγους νοηματικής συνέχειας, το κόμμα (,).- Η εντός ” ” περ. γ) του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την περ. β της παρ. 5 του άρθρου 14 του ν. 2721/1999 (Α΄ 112/3.6.1999).** Προφανώς από αβλεψία του νομοθέτη δεν τέθηκε το μικρό γράμμα “α” ως πρώτη υποδιαίρεση της περ. γ) του παρόντος (εκτός αν οι περιπτώσεις α), β) και γ) γραφούν με τονισμένο το αντίστοιχο γράμμα τους).*** Προφανώς από αβλεψία του νομοθέτη δεν τέθηκε το στοιχείο “ββ)” πριν από το άρθρο “το”.Προσοχή 1: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 περί αυξήσεως των ποινών που προβλέπονται για τους καταχραστές του Δημοσίου: “1. Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρ. 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρ. 263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των “50.000.000” δραχμών [147.000 ευρώ],επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στον ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το άρθρ. 256 του Ποινικού Κώδικα, τα παραπάνω εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου”.Προσοχή 2: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου δέκατου του ν. 2803/2000 (Α΄ 48/3.3.2000) περί κυρώσεως της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων :”1. Πράξεις ή παραλείψεις κοινοτικών υπαλλήλων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, που έχουν σχέση με τα εγκλήματα των άρθρων τέταρτο, πέμπτο και έκτο του νόμου αυτού (2803/2000), διώκονται και τιμωρούνται όπως εκείνες που τελούνται από τους εθνικούς δημοσίους υπαλλήλους. Επί των κοινοτικών υπαλλήλων εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις των άρθρων 242, 246, 252, 253, 254, 255, 256, 257, 258, 259, 261 και 262 του Ποινικού Κώδικα, κατά το μέρος που υπάγονται σε αυτές οι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους τελούμενες πράξεις ή παραλείψεις τους σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αν δεν τιμωρούνται βαρύτερα κατά τις διατάξεις των άρθρων τέταρτο, πέμπτο και έκτο του νόμου αυτού (βλ. οικεία άρθρα)”. – Η μετατροπή των δραχμικών ποσών σε ΕΥΡΩ έγινε με την παρ. 1 του άρθ. 3 -σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 και 5- του ν. 2943/2001 (Α΄ 203/12.9.2001). Προς (εξοικείωση και) εξυπηρέτηση του χρήστη με τις αντιστοιχίες των ευρώ προς τις δραχμές, παραθέτουμε εντός [ ] το ανάλογο (κατά προσέγγιση) δραχμικό ποσό. ==================================== *** Το εντός ” ” ποσό της υποπερ. β) της περ. γ) ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΘΗΚΕ με την περ. θ) της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51/12.3.2012) και σύμφωνα με το άρθρου 113 του ιδίου νόμου η αναπροσαρμογή ισχύει από 2.4.2012. **** Το εντός ” ” ποσό της υποπερ. α) της περ. γ) ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΘΗΚΕ με την περ. γ) της παρ. 2 του άρθρου 25 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51/12.3.2012) και σύμφωνα με το άρθρου 113 του ιδίου νόμου η αναπροσαρμογή ισχύει από 2.4.2012. |
Κείμενο Αρθρου
Υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι’ αυτό, τιμωρείται:
α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών,* β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών,* “γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: [α]**α) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των “τριάντα χιλιάδων (30.000)”**** (βλ. σχόλια) ΕΥΡΩ” ή [ββ]*** το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των “εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000)*** (βλ. σχόλια) ΕΥΡΩ”. |
Δικαστήριο: | ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ |
Τόπος: | ΑΘΗΝΑ |
Αριθ. Απόφασης: | 364 |
Ετος: | 2017 |
Όροι θησαυρού: | ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ |
Περίληψη
Υπεξαίρεση – Υπεξαίρεση στην υπηρεσία – Έμπρακτη μετάνοια -Δικαιώματα κατηγορούμενου -. Είναι ορθή και αιτιολογημένη η καταδικαστική απόφαση για υπεξαίρεση στην υπηρεσία. Η αναιρεσείουσα συμβολαιογράφος παρακρατούσε με την ιδιότητα της υπολόγου υπαλλήλου δικαιώματα του ταμείου Νομικών από σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων και δεν τα απέδιδε σ αυτό, όπως είχε νόμιμη υποχρέωση. Χρόνος τέλεσης του αδικήματος της υπεξαίρεσης θεωρείται ο χρόνος, κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος και ενσωμάτωσής του στην περιουσία του με εμφανείς υλικές πράξεις. Ορθώς απέρριψε το δικαστήριο τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας για συνδρομή των όρων της έμπρακτης μετάνοιας. Η πλήρης ή μερική ικανοποίηση του ζημιωθέντος από το αδίκημα της υπεξαίρεσης πρέπει να γίνεται οικειοθελώς και αυθόρμητα, το απώτατο δε χρονικό σημείο της έμπρακτης μετάνοιας είναι το αργότερο μέχρι να κληθεί ο δράστης προς εξέταση από την Αρχή. |
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 364/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.1/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αριστείδη Πελεκάνο, Αρτεμισία Παναγιώτου, Χρήστο Βρυνιώτη – Εισηγητή και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης Α. Κ. του Α., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Τριανταφύλλου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1121, 1834/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον το Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν., νομίμως εκπροσωπούμενο, που δεν εμφανίστηκε. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ.πρωτ…./16-10-2015 αίτησή της αναιρέσεως και στους από 22 Απριλίου 2016 προσθέτους λόγους, που περιλαμβάνονται στο σχετικό δικόγραφο, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά της αναιρεσείουσας, λόγω παραγραφής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη, από 16-10-2015, αίτηση της κατηγορουμένης, Α. Κ. του Α., συμβολαιογράφου και κατοίκου … (οδός …), για αναίρεση της υπ’ αριθμ.1121/2015 1834/2015 απόφαση του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία αυτή (ήδη αναιρεσείουσα) κηρύχθηκε ένοχη, υπεξαίρεση στην υπηρεσία, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας και της επεβλήθη ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών, μετατραπείσα σε χρηματική ποινή από πέντε (5) ευρώ, για κάθε ημέρα φυλακίσεως της αναγνωρίστηκε δε η ελαφρυντική περίσταση της επι αρκετό χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της ως άνω πράξης της καλής συμπεριφοράς (842ε ΠΚ) και η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 2δ ΠΚ που της αναγνωρίσθηκε πρωτοδίκως, ασκήθηκε νομοτύπως, εμπροθέσμως και είναι παραδεκτή. Μαζί με την παραπάνω αίτηση πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω πρόδηλης συνάφειας των με αυτή και οι παραδεκτώς ασκηθέντες από την αιτούσα πρόσθετοι λόγοι τη αναίρεσης. Έλλειψη της απαιτούμενης από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σε αυτή με πληρότητα και σαφήνεια πραγματικά περιστατικά που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του περί συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφήρμοσε περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε’ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Εξάλλου κατά το άρθρο 258 ΠΚ, που ορίζει ότι: “Υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του και αν ακόμη δεν ήταν αρμόδιος γι’ αυτό τιμωρείται: α)με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β)αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών….Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος τούτου που περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 372 παρ.1 ΠΚ υπεξαιρέσεως απαιτείται, πλήν άλλων, στοιχείων, το παρανόμως ιδιοποιούμενο πράγμα να είναι ξένο ολικώς η μερικώς κατά την έννοια του αστικού δικαίου η ιδιότητα του κατηγορουμένου, ως υπαλλήλου, κατά το άρθρο 13 ΠΚ, κατά το χρόνο που έλαβε η κατείχε το πράγμα, έστω και αν ήταν αναρμόδιος γι’ αυτό. Χρόνος τέλεσης του προαναφερθέντος αδικήματος, (σύμφωνα με το άρθρο 17 ΠΚ) θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος και ενσωμάτωσής του στην περιουσία του με εμφανείς υλικές πράξεις. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα καταδικάσθηκε, με την προσβαλλόμενη, υπ’ αριθμ.1121/2015, 1834/2015 απόφαση του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, για υπεξαίρεση στην υπηρεσία, όντας υπάλληλος (συμβολαιογράφος), κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας (από υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση σε βάρος ΝΠΔΔ άνω των 150.000 ευρώ τελεσθείσα επί μακρόν), σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών, μετατραπείσα σε πέντε (5) ευρώ ημερησίως, καταβλητέα σε 24 μηνιαίες δόσεις. Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ανελέγκτως ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ’ είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν κατά πιστή μεταφορά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Η κατηγορουμένη Α. Κ., Α. Κ., γεννηθείσα το έτος 1949, είναι συμβολαιογράφος από το έτος 1979 και ασκεί τα καθήκοντά της με έδρα της το Συμβολαιογραφείο που βρίσκεται από το έτος 1985 σε διαμέρισμα (εσοχή) του 6ου ορόφου επί της οδού … στο Κολωνάκι της Αθήνας…Η κατηγορουμένη ασκούσε ενεργώς τα καθήκοντά της, προβαίνοντας σε εκατοντάδες συμβολαιογραφικές πράξεις ετησίως πλην όμως συστηματικά και επί μακρόν παρακρατούσε δικαιώματα του ταμείου Νομικών και δεν τα απέδιδε σ’ αυτό, όπως είχε νόμιμη υποχρέωση, με την ιδιότητα της υπολόγου υπαλλήλου έναντι αυτού τα οποία (δικαιώματα) εισέπραξε κατά τη σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων. Ειδικότερα: Α)Το χρονικό διάστημα από 7-5-1993 έως 29-6-1999 σύμφωνα με την υπ’ αριθμ….-8-1999 έκθεση επιθεώρησης της επιθεωρήτριας του Ταμείου Νομικών Σ. Π., εκτός από το κεφάλαιο ασφαλιστικών εισφορών (16435,19?) κεφάλαιο αναλογικών δικαιωμάτων από 30.867,06 ευρώ Β)Το χρονικό διάστημα από 2-7-1999 έως 30-4-2004 σύμφωνα με την υπ’ αριθμ…5-2004 έκθεση της επιθεωρήτριας, παρέλειψε την απόδοση στο Τ.Ν., εκτός από το κεφάλαιο των ασφαλιστικών εισφορών 19375,49 ευρώ, κεφάλαιο αναλογικών δικαιωμάτων 28658,68 ευρώ, Γ)Το χρονικό διάστημα από 6-5-2004 έως 31-3-2008, σύμφωνα με την υπ’ αριθ….4-2008 έκθεση της επιθεωρήτριας του Κ. Κ., παρέλειψε να αποδώσει στο άνω ταμείο, εκτός από το κεφάλαιο ασφαλιστικών εισφορών (22503,29?) το κεφάλαιο των αναλογικών δικαιωμάτων 54344,13 ευρώ. Περαιτέρω, ενόψει του ότι ως προαναφέρθηκε η κατηγορουμένη είναι υπάλληλος, πρέπει να τύχει εφαρμογής το άρθρο 258 ΠΚ (υπεξαίρεση στην υπηρεσία. Επομένως ως προς τα ποσά των 30867,06 και 28658,68 ευρώ που αφορούν πόρους που εισέπραξε για λογαριασμό του άνω Ταμείου, γιατί από τον χρόνο που της γνωστοποιήθηκε η οφειλή της με το …/10-10-2006 έγγραφο, αυτή, αρνούμενη να καταβάλλει τα άνω ποσά εκδήλωσε την πρόθεσή της να τα ιδιοποιηθεί έχει παρέλθει δε χρονικό διάστημα πέραν της οκταετίας, η πράξη της υπεξαίρεσης ως προς τα ποσά αυτά έχει υποπέσει σε παραγραφή, και πρέπει να παύσει η ποινική δίωξη σε βάρος της κατηγορουμένης λόγω παραγραφής. Όσον αφορά το ποσό των 54344,13 ευρώ που, ομοίως, η κατηγορουμένη εισέπραξε ως υπάλληλος για λογαριασμό του άνω Ταμείου και εκδήλωσε αυτή την πρόθεσή της να το ιδιοποιηθεί, στις 16-6-2009, όταν της γνωστοποιήθηκε με το …/16-6-2009 έγγραφο του άνω ταμείου η οφειλή της έναντι αυτού και αυτή δεν το απέδωσε αλλά το ιδιοποιήθηκε, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή του κατηγορητηρίου, για το πλημμέλημα της υπεξαίρεσης υπαλλήλου στην υπηρεσία, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2δ ΠΚ που της αναγνωρίσθηκε και πρωτοδίκως, λόγω μερικών καταβολών καθώς και του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2ε ΠΚ, αφού για αρκετό χρονικό διάστημα από την τέλεση της, άνω, πράξης επέδειξε καλή συμπεριφορά, απορριπτομένου του ισχυρισμού της, περί εφαρμογής του άρθρου 384 παρ.1 ΠΚ, αφού η καταβολή εκ μέρους της του ποσού των 95000 ευρώ, που έλαβε χώρα την 16-12-2011, αφού είχε ήδη κληθεί για απολογία, από τον Οκτώβριο 2011 από τον 15ο Πταισματοδίκη Αθηνών ως η ίδια αναφέρει στο από 4-11-2011 αίτημά της, για επιστροφή της δικογραφίας στον άνω Πταισματοδίκη, προκειμένου να δώσει έγγραφες εξηγήσεις κατ’ αρθρο 31 παρ.2 ΚΠοινΔ, δηλαδή είχε παρέλθει το απώτατο χρονικό σημείο της έμπρακτης μετάνοιας. Ομοίως, πρέπει ν’ απορριφθεί και ο ισχυρισμός της ότι δεν απέδωσε το άνω ποσό, λόγω οικογενειακών προβλημάτων και προβλημάτων υγείας, αφού αποδείχθηκε ότι η άνω κατηγορουμένη σχεδόν για ολόκληρο το διάστημα της επαγγελματικής της διαδρομής, ως συμβολαιογράφου, είχε επιλέξει ως “στάση ζωής”, την παρακράτηση των πόρων του Ταμείου Νομικών”. Ακολούθως, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του και κατά τις ενδιαφέρουσες εδώ διατάξεις της, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής σε βάρος της κατηγορουμένης του ότι: “Στην Αθήνα τον παρακάτω χρόνο, έχοντας την ιδιότητα του υπαλλήλου ως συμβολαιογράφου παρακράτησε δικαιώματα του Ταμείου Νομικών, τα οποία έλαβε λόγω της ιδιότητάς της αυτής, από διαφόρους συμβαλλομένους, κατά τη σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων και δε τα απέδωσε σ’ αυτό, όπως είχε νόμιμη υποχρέωση, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή τους. Ειδικότερα: Α)Το χρονικό διάστημα από 7-5-1993 έως 29-6-1999, σύμφωνα με την …-8-1999 έκθεση επιθεωρήτριας του ΤΝ Σ.Π., παρέλειψε να αποδώσει κεφάλαιο αναλογικών δικαιωμάτων του άνω Ταμείου, ποσού 28658,68 ευρώ, που της γνωστοποιήθηκε με την …/10-10-2006 πράξη του άνω Ταμείου, Β)Το χρονικό διάστημα από 1-7-1999 έως 30-4-2004 σύμφωνα με την …-5-2004 έκθεση επιθεωρήσεως του ΤΝ Σ.Π., παρέλειψε να αποδώσει κεφάλαιο αναλογικών δικαιωμάτων του άνω Ταμείου ποσού 28658,68 ευρώ που της γνωστοποιήθηκε με την …/10-10-2006 πράξη του άνω Ταμείου” και κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή του κατηγορητηρίου του ότι: “Στην Αθήνα κατά τον παρακάτω χρόνο έχοντας την ιδιότητα του υπαλλήλου, ως συμβολαιογράφος παρακράτησε δικαιώματα του Ταμείου Νομικών τα οποία έλαβε λόγω της ιδιότητάς της αυτής από διάφορους συμβαλλομένους κατά την σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων και δεν τα απέδωσε σ’ αυτό, όπως είχε νόμιμη υποχρέωση, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή τους. Ειδικότερα: Το χρονικό διάστημα από 6-5-2004 έως 31-3-2008, σύμφωνα με την …4-2008 έκθεση της επιθεωρήτριας του ΤΝ Κ.Κ., παρέλειψε να αποδώσει προς το άνω ταμείο κεφάλαιο αναλογικών δικαιωμάτων αυτού, ανερχόμενο στο ποσό των 54344,13 ευρώ, που της γνωστοποιήθηκε με το υπ’ αρ….16-6-2009 έγγραφο του άνω Ταμείου με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του. Το Δικαστήριο, στη συνέχεια, δέχθηκε ότι η κατηγορουμένη έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε την άρση ή μείωση των συνεπειών της άνω πράξης της και Β)ότι η κατηγορουμένη έδειξε καλή συμπεριφορά για αρκετό χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της άνω πράξης της”. Υπό τις ως άνω παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση, περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις που το θεμελιώνουν και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 5 παρ.1, 13 εδ.α’ , 14, 16, 17, 18, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 51, 53, 79, 84 παρ.2δ και ε, 258 παρ.1α ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και χωρίς να στερήσει την απόφασή του νόμιμη βάση. Ειδικότερα, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 258 παρ.1α ΠΚ το ως άνω δικαστήριο δέχθηκε, ως χρόνο τελέσεως της προαναφερομένης αξιόποινης πράξης που τέλεσε η κατηγορουμένη (υπεξαίρεσης υπαλλήλου στην υπηρεσία), το χρόνο που η κατηγορουμένη εκδήλωσε εναργώς την πρόθεσή της για παράνομη ιδιοποίηση των ποσών που αυτή αρνήθηκε να καταβάλει στο Ταμείο Νομικών, ήτοι από 10-10-2006 και από 16-6-2007 αντίστοιχα οπότε οχλήθηκε και της γνωστοποιήθηκε η οφειλή της για καταβολή στο Ταμείο Νομικών: α)με το από αριθ…./10-10-2006 έγγραφο ως προς τα ποσά των 28658,68 ευρώ (ως προς τα οποία η πράξη της υπεξαίρεσης έχει υποπέσει σε παραγραφή, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης) και Β)με το υπ’ αριθ….16-6-2009 έγγραφο του άνω Ταμείου, ως προς το ποσό των 54.344,13 ευρώ (που, ομοίως, η κατηγορουμένη, εισέπραξε ως υπάλληλος για λογαριασμό του άνω Ταμείου και κηρύχθηκε ένοχη για το πλημμέλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία. Συνεπώς, ο χρόνος τέλεσης της άνω πράξης για την οποία κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορουμένη (16-6-2009) είναι σαφής και η αντίθετη αιτίαση της αναιρεσείουσας που προβάλλεται με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα επικαλείται τη διάταξη της παρ.10 του άρθρου 10 του ΝΔ 4114/1960, Περί Ταμείου Νομικών, που προστέθηκε με το αρθ.1 του ΠΔ 293/1968 που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ.1 εδ.1 στ και ορίζει ότι: “Οι πόροι και οι αξιώσεις του Ταμείου Νομικών, αποδίδονται στο Ταμείο το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός, και κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, από την πάροδο του άνω δεκαημέρου αρχίζει η προθεσμία της παραγραφής και ότι μέχρι την άσκηση της ποινικής δίωξης (10-2-2012) είχε παρέλθει χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών και είχε παραγραφεί το πλημμέλημα της υπεξαίρεσης για τους πόρους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ….-2008 κατάσταση του Τμήματος Επιθεωρήσεως Υπολογων του Ταμείου Νομικών για το χρονικό διάστημα από 6-5-2004 έως 31-3-2008, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 368, 364 παρ.2 και 369 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1δ’ του ιδίου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Τα ανωτέρω, όμως, δεν ισχύουν για τα έγγραφα που αποτελούν τη βάση το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος για το οποίο έλαβε χώρα η καταδίκη του κατηγορουμένου και στοιχείο του σε βάρος του κατηγορητηρίου ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή όταν το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης, ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου προβλήθηκε ο αυτοτελής ισχυρισμός περί μερικής εξάλειψης του αξιοποίνου λόγω καταβολής του ποσού των 95000 ευρώ, προς το Ταμείο Νομικών στις 16-12-2011 (σελ.8) όπως αυτό προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό καταβολής της ΕΤΕ το οποίο αναγνώσθηκε κατά το στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας (αναγνωστέο Νο 10). Το έγγραφο, όμως αυτό για την πληρότητα της απορριπτικής αιτιολογίας, του αυτοτελούς ισχυρισμού, της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφέρεται διηγηματικά και σε κάθε περίπτωση δεν ήταν απαραίτητη η ανάγνωσή του, αφού το έγγραφο αυτό είναι δική της αίτηση (της αναιρεσείουσας) προς τον πταισματοδίκη και επομένως αυτή το γνώριζε και δεν στερήθηκε έτσι την εκ του άρθρου 358 ΚΠΔ υπερασπιστικών δικαιωμάτων της. ‘ Κατ’ ακολουθία των προαναφερομένων ο πρόσθετος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, το εκδόσαν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο απέρριψε τον προβληθέντα ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, περί εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 384 παρ.1 ΠΚ με την εξής αιτιολογία: “απορριπτομένου του ισχυρισμού περί εφαρμογής του άρθρου 384 παρ.1 ΠΚ, αφού η καταβολή εκ μέρους της του ποσού των 95000 ευρώ έλαβε χώρα την 16-12-2011, αφού ήδη, είχε κληθεί για απολογία από τον Οκτώβριο 2011 από τον 15ο Πταισματοδίκη Αθηνών, ως η ίδια αναφέρει στο από 4-11-2011 αίτημά της για επιστροφή της δικογραφίας στον άνω Πταισματοδίκη, προκειμένου να δώσει έγγραφες εξηγήσεις κατ’ αρθρο 31 παρ.2 ΚΠΔ, δηλαδή είχε παρέλθει το απώτατο χρονικό σημείο της έμπρακτης μετάνοιας”. Όμως, στις 23 Ιουνίου 2015 που απαγγέλθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, είχε δημοσιευθεί ο ν.4312/2014 (ΦΕΚ Α 260/12-12-2014) που προβλέπει ευμενέστερη ποινική μεταχείριση για τους κατηγορουμένους που ικανοποίησαν πλήρως χρηματικώς τους παθόντες μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στον πρώτο βαθμό. Ειδικότερα στο άρθρο 1 ορίζεται ότι στα εγκλήματα που προβλέπονται…..η)από τις διατάξεις των άρθρων 256 και 258 του Ποινικού Κώδικα (απιστία και υπεξαίρεση σχετικά με την υπηρεσία), ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων εφαρμογής του ν.1608/1950, ενώ στο άρθρο 2 παρ.4 του νόμου αυτού ορίζεται ότι σε περίπτωση πλήρους ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος επιβάλλονται στον κηρυχθέντα για κακούργημα ένοχο μειωμένες ποινές ανάλογα της προβλεπόμενης στο νόμο ποινής. Τέλος, στην παρ.6 του άρθρου 2 του Ν.4312/2014 ορίζεται ότι “επί πλημμελημάτων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 384 και 406 ΠΚ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 384 παρ.1 ΠΚ, το οποίο έχει κατά τα ανωτέρω εφαρμογή επι πλημμελημάτων, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο υπαίτιος με δική του θέληση και πριν εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές αποδώσει χωρίς παράνομη βία τρίτου το πράγμα ή ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα. Η μερική μόνο απόδοση η ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο, κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι η πλήρης ή μερική ικανοποίηση του ζημιωθέντος πρέπει να γίνεται οικειοθελώς και αυθορμήτως, το απώτατο δε χρονικό σημείο της έμπρακτης μετάνοιας είναι το αργότερο μέχρι να κληθεί ο δράστης προς εξέταση από την Αρχή, κατά την προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση ή κύρια ανάκριση από γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο ή ανακριτή. Υπό τις παραδοχές που αναφέρθηκαν εφόσον η καταβολή από την αναιρεσείουσα του ποσού των 95000 ευρώ έλαβε χώρα την 16-12-2011, αφού αυτή είχε ήδη κληθεί για απολογία από τον Οκτώβριο 2011, προκειμένου να δώσει έγγραφες εξηγήσεις, κατ’ αρθ.31 παρ.2, δηλαδή σε χρόνο που είχε παρέλθει το απώτατο χρονικό σημείο της έμπρακτης μετάνοιας, ορθώς απέρριψε το δικαστήριο τον ισχυρισμό της, περί εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση του άρθρου 384 παρ.1 ΠΚ και ενετεύθεν μερικής εξαλείψεως του αξιοποίνου, κατά το παραπάνω ποσό. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, μη εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 384 παρ.1 ΠΚ, στην οποία παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 2 παρ.6 του ν.4312/2014, διότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 384 παρ.1 του ΠΚ και οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης (αρθ.510 παρ.1 στοιχ. Ε και Η ΚΠΔ) οι οποίοι ερευνώνται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο του Αρείου Πάγου κατ’ αρθρ.511 του ΚΠοινΔ, οι οποίοι άλλωστε προτείνονται από την αναιρεσείουσα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατ’ ακολουθίαν όλων των παραπάνω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη, από 16-10-2015 αίτηση της κατηγορουμένης Α. Κ. του Α., συμβολαιογράφου και κατοίκου … (οδός …), για αναίρεση της 1121/2015, 1834/2015 απόφασης του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (αρθ.583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-10-2015 αίτηση της κατηγορουμένης Α. Κ. του Α., συμβολαιογράφου και κατοίκου … (οδός …), για αναίρεση της υπ’ αριθ.1121/2015, 1834/2015 αποφάσεως του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών καθώς και τους πρόσθετους λόγους αυτής. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιανουαρίου 2017. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Μαρτίου 2017. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |
Πρόεδρος: | Γεώργιος Σακκάς |
Εισηγητές: | Βασιλική Θεοδώρου |
Λήμματα: | Υπεξαίρεση ,Υπεξαίρεση στην υπηρεσία ,Έμπρακτη μετάνοια ,Δικαιώματα κατηγορούμενου |
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|
ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ
Α/Α | Νόμος | Αριθμός | Έτος | Αρθρο | Παράγραφος |
1 | « ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ » | 372 | 1 | ||
2 | « ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ » | 258 | 1α | ||
3 | « ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ » | 384 | 1 | ||
4 | « ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ » | 510 | 1δ,ε |
Δικαστήριο: | ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ |
Τόπος: | ΑΘΗΝΑ |
Αριθ. Απόφασης: | 692 |
Ετος: | 2017 |
Όροι θησαυρού: | ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ |
Περίληψη
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία – Κακούργημα – Αμνηστία – Ελαφρυντικές περιστάσεις -. Ορθά δεν εφαρμόζεται ως αντισυνταγματική η διάταξη της υποπαραγράφου ΙΕ.12 του άρθρου πρώτου του Ν.4254/7-4-2014, η οποία προέβλεπε την αναδρομική άρση του αξιοποίνου μίας σειράς εγκλημάτων, που τέλεσαν συγκεκριμένοι υπάλληλοι, δημιουργώντας υπέρ αυτών μία sui generis αμνηστία. Είναι ορθή και αιτιολογημένη η καταδικαστική απόφαση για υπεξαίρεση στην υπηρεσία. Ο κατηγορούμενος, πρόεδρος νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, στο οποίο μπορεί κατά τις κείμενες διατάξεις να διατεθούν από το Δημόσιο και από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις, ιδιοποιήθηκε παρανόμως χρηματικά ποσά (επιχορηγήσεις) τα οποία δίνονταν από την Γ.Γ.Α στο εν λόγω νομικό πρόσωπο, προκειμένου αυτό στη συνέχεια να τα καταβάλει σε αθλητικά σωματεία της δύναμης του. |
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 692/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (σύμφωνα με την υπ αριθμ. 148/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αριστείδη Πελεκάνο, Αρτεμισία Παναγιώτου, Χρήστο Βρυνιώτη και Μαρία Παπασωτηρίου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Α. Π. του Γ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σινέλη, για αναίρεση της υπ αριθ. 31/2015 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Λαρίσης. Το Πενταμελές Εφετείο Λαρίσης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιουνίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη από 11.6.2015 και με αριθμό 2015 αίτηση αναίρεσης του Α. Π. που στρέφεται κατά υπ αριθμό 31/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, ασκήθηκε νομότυπα με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Λάρισας, και εμπρόθεσμα, αφού η απόφαση καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 2.6.2015. Είναι παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ ουσία. Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 του ΠΚ, όπως η περ. γ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 5 β του ν. 2721/1999 και ισχύει από 3-6-1999, όπως το ποσό των 25.000.000 δραχμών αναπροσαρμόσθηκε με τη διάταξη του άρθρου 5 περ. 7 του ν. 2943/2001, με την οποία προβλέπεται (μετά την εισαγωγή του ευρώ) η μετατροπή των δραχμών σε ευρώ, “υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: (α) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ ή (β) το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ”. Τα άνω ποσά της περ. γ αναπροσαρμόστηκαν ήδη σε τριάντα χιλιάδες (30.000) και εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000) ευρώ αντιστοίχως με το άρθρο 25 παρ. 2 περ. γ του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12.3.2012) και η αναπροσαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 113 του ιδίου νόμου, ισχύει από 2.4.2012. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπομένου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) Παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο. Κατοχή δε, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούλησή του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούλησή του. β) Ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α του ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263 Α του ίδιου Κώδικα, και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικώς απαιτείται η ύπαρξη δόλου του δράστη, ο οποίος ενέχει τη γνώση αυτού ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη βούληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Τέλος, με την υπαλληλική ιδιότητα λαμβάνει κανείς χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα, όταν μεταξύ της λήψεως και της υπαλληλικής ιδιότητας του λήπτη υπάρχει μια άμεση σχέση αιτιότητας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που υπάλληλος λαμβάνει ένα πράγμα στο πλαίσιο της υπαλληλικής του αρμοδιότητας, αλλά υπάρχει και εκεί, που μπορεί κανείς να μην έχει “in concreto” αρμοδιότητα, το πράγμα όμως δίνεται σ αυτόν ως υπάλληλο. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται ή ο υπαίτιος να μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 30.000 ευρώ, ή το αντικείμενο της πράξεως να έχει αξία μεγαλύτερη των 120.000 ευρώ. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α του ν. 1608/1950, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 4 του ν, 1738/1987 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1877/1990 και την παρ. 1 του άρθρου 36 του ν. 2172/1993, στον ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται στο άρθρο 258 του ΠΚ, εφόσον αυτό στρέφεται κατά του Δημοσίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α του ΠΚ, και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα, υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών, επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδία δε όταν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρύ χρόνο την τέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας καθείρξεως. Με την παρ. 3 του άρθρ. 4 του ν. 2408/1996, το ποσό των 5.000.000 δραχμών, αυξήθηκε σε 50.000.000 δραχμές και ήδη 150.000 ευρώ. Επί της κατ εξακολούθηση ως άνω κακουργηματικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που στρέφεται κατά του Δημοσίου, ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α του ΠΚ για τον προσδιορισμό του οφέλους που επιδιώχθηκε ή της ζημίας που απειλήθηκε καθώς και για τον προσδιορισμό του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψη, το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, σύμφωνα με την ειδική διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 ν.δ. 2576/1953 που αφορά στα περιοριστικά αναφερόμενα εγκλήματα του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 και δεν έχει καταργηθεί ούτε ρητώς, ούτε σιωπηρώς από τις διατάξεις των άρθρων 52 παρ. 4 ν. 2721/1999 και 98 παρ. 2 του ΠΚ. η παρ. 2 του άρθρου 98 του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 11 του ν. 2721/1999, ορίζει, ότι: “Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε”. Από τη διατύπωση όλων των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει, ότι, μετά την τροποποίηση του άρθρου 92 του ΠΚ δια του ανωτέρω ν. 2721/1999, ακόμη και αν δεν συντρέχει η επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950 για το χαρακτηρισμό ως κακουργήματος, του εγκλήματος της κατ εξακολούθηση υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, για πράξεις από 3-6-1999 και εφεξής, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της επελθούσης ζημίας, στην οποία απέβλεπε αυτός, εφόσον υπερβαίνει το υπό του νόμου καθοριζόμενο συνολικό χρηματικό ως άνω όριο των 120.000 ευρώ, έστω και αν τα αντικείμενα των μερικοτέρων πράξεων υπολείπονται του ανωτέρω ορίου. Περαιτέρω, με το άρθρο 263Α του Π.Κ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4παρ.4 του ν. 1738/1987, ορίστηκε ότι για την εφαρμογή των απαριθμουμένων σε αυτό άρθρων, όπως και του ως άνω άρθρου 258 του Π.Κ.”υπάλληλοι θεωρούνται, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 13…και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα : α]…β…γ… και δ] σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τις πιο πάνω τράπεζες επιχορηγήσεις επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις.”. Εξάλλου, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου, όσον αφορά στην απάλειψη των διατάξεων του εδαφίου “δ” του άρθρου 263 ΠΚ με την υπό παρ.ΙΕ.12 του άρθρου πρώτου του ν.4254/7-4-2014 και την επαναφορά του με το άρθρο 50 του ν.4262/10-5-2014 ως περ.”ε”. Ειδικότερα: Κατά τις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος, εισάγεται η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών και ορίζεται ότι: “1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια, οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού λαού “. Με το άρθρο αυτό καθορίζεται η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών, που αποτελεί την κατ εξοχήν οργανωτική βάση του πολιτεύματος και ορίζει ποια όργανα είναι επιφορτισμένα με την άσκηση καθεμιάς από τις τρεις λειτουργίες [Δημ.Τάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β , Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα 1992,σελ.129- 146]. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 93παρ.4 του Συντάγματος “τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα.”. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ.3 του Συντάγματος: “αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα, με νόμο που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών”, κατά δε την παρ.4 του ιδίου άρθρου ” αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο”. Η αμνηστία αναφέρεται σε εγκλήματα που τελέστηκαν στο παρελθόν και παρέχεται είτε πριν είτε κατά τη διάρκεια είτε και μετά την ολοκλήρωση της σχετικής δίκης. Με αυτήν ο νομοθέτης επιδιώκει τον κατευνασμό των παθών και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και της κοινωνικής γαλήνης. Γι αυτό αμνηστία προβλέπεται μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα [βλ. Γιαννίδης, σε Συστηματική Ερμηνεία του ΠΚ, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2005, άρθρο 14αρ.84,σελ.180, Γ.Α. Μαγκάκης, Ποινικό-Δίκαιο-Γενικό Μέρος, έκδοση γ , εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1984,σελ.373-374]. Εξάλλου, η αμνηστία ανατρέχει αναδρομικά στην τέλεση της πράξεως, επιφέρει οριστική αναστολή της εφαρμογής του ποινικού νόμου ως προς τη συγκεκριμένη αυτή πράξη και εκμηδενίζει το έγκλημα που τελέσθηκε. Ένα από τα αποτελέσματά της είναι ότι αίρεται αναδρομικά το αξιόποινο της πράξεως και καταργούνται όλες οι τυχόν άλλες συνέπειές της από τον ποινικό νόμο, άγεται δε εν τέλει η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε οριστική παύση [άρθρο 310παρ.1 και 370 εδ.β του ΚΠΔ]. Δεν αίρεται όμως ο άδικος χαρακτήρας της πράξεως που αμνηστεύεται. Παραλλήλως η αμνηστία εκτείνεται και επί της καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε πριν από αυτήν και συνεπάγεται την αναδρομική εξαφάνιση της, καθώς και την εξάλειψη όλων των άμεσων ή έμμεσων αποτελεσμάτων της. Επομένως, με την αμνηστία παράγεται νομοθετική άφεση της ποινικής ευθύνης ορισμένων δραστών.[βλ.ΟΛ.Α.Π. 11/2001, ΝΟΜΟΣ, 792 και ΟΛ.Α.Π.672/1982 Ποιν.Χρ.1982,308]. Περαιτέρω, στην προκειμένη περίπτωση η υποπαράγραφος ΙΕ.12 του άρθρου πρώτου του Ν.4254/7-4-2014, με την οποία απαλείφθηκε λόγω υποτιθέμενης παραδρομής η μέχρι τότε υφιστάμενη περ.δ του άρθρου 263 Α του Π.Κ., σε συνδυασμό με την επαναφορά της σε ισχύ με το Ν.4262/10-5-2014, δύναται να κριθεί ότι εισάγει διάταξη αντίθετη με τα άρθρα 47παρ.3 και 4 και 26 του Συντ. και ως τέτοια το Δικαστήριο έχει υποχρέωση, κατ άρθρο 93παρ.4 του Συντ. να μην την εφαρμόσει. Ειδικότερα, με την υποπαράγραφο αυτή εισήχθη νόμος που κατ αποτέλεσμα αμνήστευσε όλα τα εγκλήματα [μεταξύ των οποίων κακουργήματα και όχι ήσσονος σημασίας πράξεις], τα οποία τέλεσαν υπάλληλοι, κατά την έννοια του άρθρου 263Α περ.δ Π.Κ. [όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα ή σχέση σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τις πιο πάνω τράπεζες επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις] και σχετίζονταν με πράξεις που δεν αφορούν σε πολιτικά εγκλήματα. Με τον τρόπο όμως αυτό, παρασχέθηκε νομική άφεση της ποινικής ευθύνης ορισμένων δραστών και δημιουργήθηκε μία sui generis αμνήστευση όλων των παραπάνω εγκλημάτων, κάτι το οποίο, εκτός του ότι αντίκειται στη βούληση του νομοθέτη, αφού σε καμία περίπτωση δεν επεδίωξε τον κατευνασμό των παθών και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και της κοινωνικής γαλήνης ως προς τα εγκλήματα αυτά, δεν αποτέλεσε ούτε επιλογή του στα πλαίσια της κυβερνητική αντεγκληματικής πολιτικής, καθότι κατά δήλωση του ιδίου του Υπουργού Δικαιοσύνης η ως άνω επίμαχη διάταξη απαλείφθηκε εκ παραδρομής και όχι διότι οι κοινωνικές συνθήκες ωρίμασαν και κατόπιν ώριμης σκέψης των αρμόδιων νομοθετικών οργάνων αποφασίστηκε η απάλειψη του αξιοποίνου των εν λόγω πράξεων οι οποίες κατά την κοινωνική και πολιτική συνείδηση δεν έχουν πλέον ποινική απαξία. Τούτο, μάλιστα, είναι τόσο πρόδηλο και από την ενέργεια του ιδίου του νομοθέτη, ο οποίος μετά από λίγες ημέρες, με τη ψήφιση, με τη μορφή τροπολογίας σε σχέδιο νόμου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, προσέθεσε και επανέφερε στο άνω άρθρο 263Α ΠΚ την ίδια ακριβώς διάταξη, με το άρθρο 50 του Ν.4262/10-5-2014, ως περ.ε , αναφέροντας στην εισηγητική έκθεση του τελευταίου αυτού νόμου ότι η περ.δ του άρθρου 263 Α του Π.Κ. από παραδρομή παραλείφθηκε κατά τη μεταφορά του άρθρου αυτού, όπως τροποποιούνταν στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομικών [Ν4254/2014]. Έτσι, με το συνδυασμό αυτών των δύο νομοθετικών ενεργειών [Ν.4254/2014 και 4262/2014] και λαμβανομένου υπόψη της δήλωσης του ίδιου του νομοθέτη, το μεν αίρεται εκ παραδρομής αναδρομικά το αξιόποινο της πράξεως των πιο πάνω “υπαλλήλων” και καταργούνται όλες οι τυχόν άλλες συνέπειές της από τον ποινικό νόμο αυτό χωρίς να υπήρχε τέτοιος σκοπός από το νομοθέτη, το δε εν τέλει δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξεως, αφού αυτή διατηρεί την απαξία της, όπως έχει κρίνει κατ επανάληψη το Ανώτατο Ακυρωτικό. Έτσι, όμως παρέχεται όπως προαναφέρθηκε νομοθετική άφεση της ποινικής ευθύνης, μιας ειδικής κατηγορίας κρατικών λειτουργών -υπαλλήλων ΝΠΔΔ, για σοβαρές εκκρεμείς σε οποιοδήποτε στάδιο κακουργηματικές πράξεις, χωρίς να υπήρχε τέτοια βούληση από το νομοθέτη και χωρίς οι πράξεις αυτές να χάνουν τον άδικο χαρακτήρα τους, ισοδυναμεί δε η απάλειψη της άνω περ.δ του άρθρου 263Λ ΠΚ με θέσπιση αμνηστίας, κατά τρόπο συγκαλυμένο, ώστε να αρθεί η ποινική ευθύνη προσώπων της ειδικής κατηγορίας που διαλαμβάνοντο σ αυτή, κατά των οποίων υπάρχει εκκρεμής ποινική κατηγορία στη δικαιοσύνη ή και καταδίκη και ως εκ τούτου αντιβαίνουσα στις διατάξεις των άρθρων 47 παρ.3 και 26 του Συντάγματος, δεν τυγχάνει εφαρμοστέα, [βλ. μειοψηφία Α.Π. 711/2015 και Α.Π. 705/2015). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008,Α.Π.682/2015, Α.Π. 194/2015). Η εσφαλμένη ερμηνεία μπορεί να αναφέρεται και σε άλλη διάταξη νόμου η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Η απαιτουμένη κατά τα άνω άρθρα του Συντάγματος και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, (η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 Δ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης), εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. [Α.Π.418/2015]. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ αριθμ. 31/2015 απόφαση το Πενταμελές Εφετείου Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ εξακολούθηση σε βάρος του Δημοσίου, από την οποία το επιτευχθέν όφελος και η αντίστοιχη ζημία που προξενήθηκε σε αυτά υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000δρχ. [150.000 ευρώ], με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 α και ε Π.Κ. και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως επτά [7] ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος, τους αποδεικτικών μέσων, (μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης, ανάγνωση εκκαλουμένης αποφάσεως και πρακτικό αυτής, έγγραφα και απολογία κατηγορουμένου), δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά πιστή μεταφορά τα εξής: “Ο κατηγορούμενος διετέλεσε επί μεγάλο χρονικό διάστημα πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της …. Την ιδιότητα αυτή είχε και τα έτη 1998-2003 που ενδιαφέρουν εν προκειμένω. Η Ένωση … (…) είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που λειτουργεί με βάση το από 02/05/1990 δημοσιευμένο στο οικείο βιβλίο του Πρωτοδικείου Βόλου με αριθμό …/1990 καταστατικό του και διέπεται από τον αθλητικό νόμο 2527/99, όπως ισχύει. Οι πόροι της Ένωσης προέρχονται από τακτικές και έκτακτες επιχορηγήσεις της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, επιχορηγήσεις από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (Ε.Π.Ο) και εισφορές και συνδρομές των αθλητικών σωματείων που ανήκουν στην δύναμη της και παράβολα (ενστάσεων, μεταγραφών-συμμετοχών κ.λπ.). Στην δύναμη της Ένωσης ανήκουν 56 αθλητικά ποδοσφαιρικά σωματεία της ευρύτερης περιοχής …, τα οποία, για την συστηματική ανάπτυξη και καλλιέργεια της αθλητικής τους δραστηριότητας, ελάμβαναν, μέσω της …, τακτικές επιχορηγήσεις από την Γενική Γραμματεία Αθλητισμού ετησίως, καθώς και έκτακτες επιχορηγήσεις για την εκτέλεση συγκεκριμένων έκτακτων αναγκών. Η κατανομή των επιχορηγήσεων στα αθλητικά σωματεία γινόταν με επιμέλεια της Ε.Π.Ο, κατά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 50 παρ.1 του Ν. 2725/1999, κατόπιν τα χρήματα που ανήκαν κατά κυριότητα στην Γενική Γραμματεία Αθλητισμού (Ελληνικό Δημόσιο) διαβιβάζονταν στην …, προκειμένου η Διοίκηση της τελευταίας να τα καταβάλλει με τα νόμιμα παραστατικά στον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο κάθε σωματείου, το ύψος δε της επιχορήγησης προς κάθε σωματείο ήταν εκ των προτέρων καθορισμένο από την Γενική Γραμματεία Αθλητισμού. Περί τα τέλη του 2003 με αρχές του 2004, με αφορμή άρνηση του “…” να διαιτητεύουν τα μέλη του σε αγώνες λόγω οφειλών προς αυτούς από πολλά σωματεία, οι διοικήσεις μερικών εκ των τελευταίων ζήτησαν εγγράφως την σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης της …, με θέμα τον έλεγχο της διαχείρισης των επιχορηγήσεων της Γ.Γ.Α προς τα σωματεία. Επί του αιτήματος αυτού η Διοίκηση της … δεν απάντησε ουσιαστικά, ενώ ο κατηγορούμενος, σε κατ ιδίαν συνάντηση με τους εκπροσώπους του αθλητικού σωματείου “…” και άλλων σωματείων, ανέφερε, πότε ότι δεν έρχονταν τα χρήματα από την Γ.Γ.Α. και πότε ότι οι διαιτητές παίρνουν τις αμοιβές τους από τα σωματεία. Στη συνέχεια, επειδή δεν υπήρχε ενημέρωση από τον Πρόεδρο της … – κατηγορούμενο, τα σωματεία συνέστησαν συντονιστική επιτροπή από επτά εκπροσώπους ισάριθμων αθλητικών σωματείων, η οποία ζήτησε από την Γ.Γ.Α. και έλαβε πίνακα των επιχορηγήσεων όλων των σωματείων που ανήκαν στην …., τις οποίες (επιχορηγήσεις) τα εκπροσωπούμενα στην επιτροπή σωματεία ουδέποτε είχαν λάβει. Με βάση τις έγγραφες καταγγελίες της παραπάνω συντονιστικής επιτροπής, διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση, μετά το πέρας της οποίας ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου (και άλλων μελών του δ.σ., για τα οποία κρίθηκε με βούλευμα ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία) ποινική δίωξη για τις αναφερόμενες στο διατακτικό πράξεις. Στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας διενεργήθηκε από το Ελεγκτικό Συμβούλιο της Γ.Γ.Α λογιστικός και διαχειριστικός έλεγχος σύμφωνα με το άρθρο 52 του Ν. 2725/1999 για την διερεύνηση της βασιμότητας των καταγγελλομένων, από τον οποίον προέκυψαν τα εξής: 1) Η Διοίκηση της …. συνέχιζε να εισπράττει από την Γ.Γ.Α. επιχορηγήσεις για σωματεία, που έχουν από πολλών ετών αναστείλει την δράση τους (αδρανή σωματεία- σφραγίδες), ήτοι : α) Ν. Π. …, β) …, γ) …, δ) …, ε) …, στ) …, ζ) …, η) …. 2) Από τον έλεγχο των βιβλίων ταμείου που τηρεί η …., όπου καταχωρούνται οι συναλλαγές της, των καταστάσεων της Γ.Γ.Α., καθώς και των παραστατικών που εξέτασε ο πραγματογνώμονας Ζ. Σ., υπάλληλος της …, δυνάμει εισαγγελικής παραγγελίας, προέκυψαν τα κατωτέρω : Ο τακτικές επιχορηγήσεις αφορούν συγκεκριμένα ποσά τα οποία καταβάλλονται από την Γ.Γ.Α. προς τα σωματεία μέσω της …. και δεν μπορούν να διατεθούν από την Ένωση για διαφορετικούς σκοπούς. Οι έκτακτες επιχορηγήσεις διατίθενται στην Ένωση από την Γ.Γ.Α. με σκοπό να διατεθούν από αυτή για την εκπλήρωση των καταστατικών της σκοπών. Αναλυτικά κατά χρήση : α) Χρήση 1998 : Οι τακτικές επιχορηγήσεις που έλαβε η …. για λογαριασμό των σωματείων ανήλθε στο συνολικό ποσόν των 63.096,85 ευρώ. Από το τελευταίο ποσό καταβλήθηκαν στα σωματεία που ανήκουν στην δύναμη της … 57.227,45 ευρώ. Επομένως δεν έχει καταβληθεί το ποσόν των 5.896,40 ευρώ. β) Χρήση 1999 : Η τακτική επιχορήγηση που έλαβε η …. για λογαριασμό των σωματείων ανήλθε στο ποσό των 84.812,91 ευρώ και η έκτακτη στο ποσό των 44.020,54 ευρώ. Από το ποσόν της τακτικής επιχορήγησης καταβλήθηκε στα σωματεία το συνολικό ποσό των 60.508,82 ευρώ και επομένως δεν καταβλήθηκαν 24.508,82 ευρώ. γ) Χρήση 2000: Η τακτική επιχορήγηση που έλαβε η … για λογαριασμό των σωματείων ανήλθε στο ποσόν των 111.518,71 ευρώ και η έκτακτη στο ποσόν των 32.281,73 ευρώ. Από το ποσόν της τακτικής επιχορήγησης καταβλήθηκε σε σωματεία ποσόν 19.662,60 ευρώ και επομένως δεν καταβλήθηκε στα σωματεία συνολικό ποσόν 91.856,11 ευρώ. δ) Χρήση 2001: Η τακτική επιχορήγηση που έλαβε η …. για λογαριασμό των σωματείων ανήλθε στο ποσόν των 109.260,00 ευρώ. Από το ποσόν της τακτικής επιχορήγησης η … κατέβαλε σε ορισμένο αριθμό σωματείων 11.290,00 ευρώ. Επομένως δεν καταβλήθηκε στα σωματεία ποσόν 97.970,00 ευρώ. ε) Χρήση 2002: Η εγκριθείσα από την Γ.Γ.Α τακτική επιχορήγηση ανήλθε στο ποσόν των 81.350,00 ευρώ, αλλά από το ποσό αυτό η …. εισέπραξε μέχρι τις 18.06.2004 (χρόνος διεξαγωγής της πραγματογνωμοσύνης) το ποσό των 20.000,00 ευρώ, και η έκτακτη ενίσχυση στο ποσό των 107.000,00 ευρώ. Από το ποσό της τακτικής επιχορήγησης καταβλήθηκε στα σωματεία ποσό 4.150,00 ευρώ. Επομένως δεν έχει καταβληθεί το υπόλοιπο ποσό συνολικής αξίας 15.850,00 ευρώ. στ) Χρήσεις 2002-2003 : Κατά τις εν λόγω χρήσεις δεν εισπράχθηκαν κανενός είδους επιχορηγήσεις από την Γ.Γ.Α. Επομένως, το σύνολο των τακτικών επιχορηγήσεων που δεν καταβλήθηκαν στα σωματεία που ανήκουν στην δύναμη της …., αν και διατέθηκαν στην τελευταία από την Γ.Γ.Α. για τον σκοπό αυτό, για τις χρήσεις των ετών 1998, 1999, 2000, 2001 και 2002, ανέρχεται στο ποσόν των 236.050,33 ευρώ. 3) Σε πολλές περιπτώσεις τα παραστατικά που αφορούν φερόμενα ως καταβληθέντα χρηματικά ποσά είναι ελλιπή και συγκεκριμένα έχει εκδοθεί το γραμμάτιο είσπραξης από το σωματείο και το ένταλμα πληρωμής της …., αλλά δεν έχει εκδοθεί η απόδειξη είσπραξης, από την οποία φαίνεται ότι πράγματι τα ποσό αυτά έχουν εισπραχθεί από τα αντίστοιχα σωματεία. Ενδεικτικά αναφέρονται οι κατωτέρω περιπτώσεις: α) No ….2001 ένταλμα πληρωμής ποσού 550.000 δρχ. προς τον …. β) No ….2001 ένταλμα πληρωμής ποσού 550.000 δρχ. προς τον …. γ) ….12.2003 ένταλμα πληρωμής ποσού 39.928,00 ευρώ. 4) Καταχωρήθηκαν στο βιβλίο ταμείου δαπάνες της …. με απλή απόδειξη είσπραξης (δεν υπάρχει το νόμιμο φορολογικό στοιχείο που εκδίδει ο επαγγελματίας που εισέπραξε το ποσό). Ενδεικτικά τέτοιες περιπτώσεις είναι των …10.2003 και ….12.2003 ποσού 33.000,00 και 20.000,00 ευρώ αντίστοιχα (έχει εκδοθεί απλή απόδειξη είσπραξης από την … ΟΕ). 5) Καταχωρήθηκαν δαπάνες στα βιβλία ταμείου, για τις οποίες υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι είναι εικονικές. Ενδεικτικά αναφέρονται οι κατωτέρω περιπτώσεις: α) …05.2003 ένταλμα πληρωμής ποσού 25.452,00 ευρώ, β) …05.2003 ένταλμα πληρωμής ποσού 62.135,00 ευρώ, γ) ….06.2003 ένταλμα πληρωμής ποσού 116.839,00 ευρώ, δ) ….06.2003 ένταλμα πληρωμής ποσού 23.028,00 ευρώ, ε) ….12.2003 ποσού 11.500,00 ευρώ, στ) ….12.2003 ποσού 59.701,00 ευρώ, ζ) …30.12.2003 ποσού 23.543,00 ευρώ, η) …30.12.2003 ποσού 28.431,00 ευρώ. Αφορούν δαπάνες της …., για τις οποίες έχουν εκδοθεί εικονικά φορολογικά στοιχεία από την επιχείρηση Α.-Μ. Μ. (ΑΦΜ …) – καθαρισμοί κτιρίων-κτίριο TEE 3os όροφος, η οποία διαπιστώθηκε ότι δεν έχει υποβάλει δηλώσεις Φ.Π.Α. και εισοδήματος για την χρήση 2003 και προηγούμενες. 6) Κρίθηκε απαραίτητος ο περαιτέρω λεπτομερέστερος έλεγχος της διαχείρισης των οικονομικών της …. από το Ελεγκτικό Συμβούλιο της Γ.Γ.Α (άρθρο 52 του Ν. 2725/1999). Κατόπιν τούτου, και επειδή οι προσπάθειες των ελεγκτών του ανωτέρω οργάνου να διευκολυνθεί ο έλεγχος από την πλευρά της Διοίκησης της … απέβησαν άκαρπες με προσχηματικές δικαιολογίες που προέβαλε ο κατηγορούμενος (ότι δήθεν τα βιβλία και στοιχεία απουσιάζουν από τα γραφεία λόγω κωλύματος του λογιστή της Ένωσης), με εντολή του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βόλου, οι ελεγκτές μετέβησαν στα γραφεία της …, όπου παρουσία δικαστικού λειτουργού και υπαλλήλων του ΣΔΟΕ, ανοίχθηκαν οι φοριαμοί, τα συρτάρια και ελέγχθηκαν όλοι οι χώροι που πιθανόν να υπήρχαν σχετικά με τον έλεγχο στοιχεία. Παρά τους ψευδείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου ότι τα προς έλεγχο βιβλία και στοιχεία δεν βρίσκονταν στα γραφεία της …., αλλά στο λογιστή της, εν τούτοις ευρέθησαν στοιχεία και βιβλία της ελεγχόμενης περιόδου, τα οποία και δεσμεύθηκαν για τις ανάγκες του ελέγχου. Από τον έλεγχο των εξετασθέντων βιβλίων και στοιχείων προέκυψαν τα κατωτέρω: A) I. ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ … : Ια) Για το 1988 η … επιχορηγήθηκε από την ΓΓΑ με ποσό 41.891 ευρώ, προκειμένου να το καταβάλλει στα σωματεία της δύναμής της. Τα σωματεία στα οποία ο κατηγορούμενος κατέβαλε την τακτική επιχορήγηση του έτους 1998 είναι τα εξής: Α/Α Αριθμ. Εντάλματος … … 550.000 ο… 300.000 … 250.000 … 300.000 … 400.000 … 550.000 … 400.000 … 300.000 … 550.000 ΣΥΝΟΛΟ : 3.600.000 δρχ. ήτοι 10.564 . Από το σύνολο επομένως των 41.891 η … κατέβαλε σε σωματεία μόνο το ποσό των 10.564 . Το υπόλοιπο ποσόν, ήτοι 31.327 , δεν δόθηκε σε σωματεία που το δικαιούνταν, αλλά περιήλθε στα χέρια του κατηγορουμένου. Ιβ) Για το έτος 2000 η … επιχορηγήθηκε για λογαριασμό των σωματείων της δύναμης της με το ποσόν των 104.181,00 προκειμένου να το καταβάλει στα τελευταία. Τα σωματεία στα οποία κατέβαλε την τακτική επιχορήγηση του έτους 2000 είναι τα κατωτέρω : Α/Α Αριθμ. Εντάλματος … … 400.000 … 500.000 … 400.000 … 700.000 … 750.000 … 500.000 … 750.000 … 400.000 … 400.000 … 400.000 … 700.000 … 400.000 … 700.000 … 500.000 … 400.000 Σύνολο : 7.900.000 δρχ. ή 23.184,00 Από το σύνολο, επομένως, των 104.181,00 η … κατέβαλε σε Σωματεία μόνο το ποσόν των 23.184,00 . Το υπόλοιπο ποσό, ήτοι 80.998 , δεν δόθηκε σε σωματεία που το δικαιούνταν, αλλά περιήλθε στα χέρια του κατηγορουμένου. Ιγ) Για το έτος 2001 η … επιχορηγήθηκε από την Γ.Γ.Α. με το ποσόν των 111.518,71 προκειμένου να το καταβάλει στα σωματεία της δύναμης της. Τα σωματεία στα οποία κατέβαλε την τακτική επιχορήγηση του έτους 2001, είναι τα κατωτέρω: Α/Α Αριθμ. εντάλματος … ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝ ΠΟΣΟΝ ΕΓΚΡΙΘΕΙΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ Γ.Γ.Α ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗ … 550.000 500.000 … 550.000 500.000 … 550.000 500.000 … 550.000 800.000 … 450.000 600.000 … 750.000 800.000 … 450.000 600.000 … 750.000 800.000 … 750.000 800.000 … 750.000 800.000 … 450.000 500.000 … 750.000 300.000 … 750.000 800.000 … 750.000 800.000 … 750.000 800.000 … 700.000 800.000 … 450.000 500.000 … 550.000 800.000 … 750.000 800.000 … 550.000 800.000 … 750.000 800.000 … 500.000 600.000 … 750.000 800.000 Σύνολο: 15.350.000 δρχ. ή 42.699 . Από το σύνολο, επομένως, των 111.518,71 η … κατέβαλε σε σωματεία της δύναμης της μόνον το ποσόν των 42,699 ., Το υπόλοιπο ποσό, ήτοι 68.081 δεν δόθηκε σε σωματεία, αλλά περιήλθε στα χέρια του κατηγορουμένου. Ειδικότερα το ποσόν των 68.081 έπρεπε, σύμφωνα με το υπ αριθμ. …/13.12.2001 έγγραφο διάβεσης της Γ.Γ.Α, να καταβληθεί στα κατωτέρω σωματεία : Α/Α ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΕΓΚΡΙΘΕΝ ΠΟΣΟΝ ΑΠΟ … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 …. 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 Ιδ) Για το έτος 2002 η … επιχορηγήθηκε από την Γ.Γ.Α με το ποσόν των 109.260 προκειμένου να το καταβάλει στα σωματεία της δύναμής της. Τα σωματεία στα οποία κατέβαλε την τακτική επιχορήγηση του έτους 2002, είναι τα κατωτέρω: Α/Α Αριθμ. εντάλματος πληρωμής … 2.500,00 2.201,00 … 1.910,00 1.614,00 … 1.620,00 1.467,35 … 2.500,00 2.347,76 Σύνολο: 7.630,11. Από το σύνολο, επομένως, των 109.260 η … κατέβαλε σε σωματεία μόνο το ποσό των 7.630,11. Το υπόλοιπο ποσό, ήτοι 101.629,89, δεν δόθηκε σε σωματεία, αλλά περιήλθε στα χέρια του κατηγορουμένου. Ειδικότερα το τελευταίο ποσό, έπρεπε, σύμφωνα με το υπ αριθμ. …15.11.2002 έγγραφο διάθεσης της Γ.Γ.Α, να καταβληθεί στα κατωτέρω σωματεία : Α/Α … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 5 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 2… 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 Από τα στοιχεία που παρατίθενται στους ανωτέρω πίνακες, προκύπτει ότι η …. δεν συμμορφώθηκε στις εγκριτικές αποφάσεις της Γ.Γ.Α. και κατέβαλε μικρότερα ποσό και μόνον σε τέσσερα (4) σωματεία αντί των πενήντα τριών (53) της εντολής διάθεσης, με αποτέλεσμα να οφείλεται προς διάθεση το ως άνω ποσόν των 101.629,89. Από τα προαναφερόμενα αδιαμφισβήτητα οικονομικά στοιχεία σαφώς προκύπτει ότι η …. και συγκεκριμένα ο πρόεδρος αυτής (κατηγορούμενος), καίτοι εισέπραξε, δεν έχει καταβάλει το μεγαλύτερο μέρος των επιχορηγήσεων που παρέλαβε από την Γ.Γ.Α στα δικαιούχα σωματεία. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις καταβολής της επιχορήγησης, αυτή δεν ήταν η εγκριθείσα από την Γ.Γ.Α, αλλά στις πιο πολλές περιπτώσεις μικρότερη και σε ελάχιστες περιπτώσεις μεγαλύτερη. Επιπλέον σε ορισμένες περιπτώσεις εκδοθέντων από την …. ενταλμάτων πληρωμής επιχορήγησης σωματείων, δεν υπάρξουν αντίστοιχες αποδείξεις είσπραξης των ποσών από τα σωματεία. II. ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ … Εκτός των επιχορηγήσεων για λογαριασμό των σωματείων και χορηγήσεων για λειτουργικές δαπάνες, η … επιχορηγήθηκε από την .Α. επί πλέον και με τα εξής ποσά για τους αντίστοιχους σκοπούς : α) Για το έτος 1999: με το ποσόν των 88.041,09 (για περίφραξη και μικροεπισκευές στους αγωνιστικούς χώρους των γηπέδων). β) Για το έτος 2001: με το ποσόν των 234.776,23 (για την δημιουργία Αθλητικού Κέντρου της …). Συνολική επιχορήγηση για την κατασκευή έργων: ποσόν 322.817,32. Ωστόσο, κατά τον έλεγχο που έγινε δεν εντοπίστηκαν τιμολόγια ή άλλα παραστατικά, από τα οποία να προκύπτει η κατασκευή ή όχι του Αθλητικού Κέντρου της …, για την οποία επιχορηγήθηκε με την υπ αριθ. ΥΑ …01.03.2001 με το ανωτέρω ποσόν, ούτε τραπεζικός λογαριασμός, όπου κατατέθηκε επ ονόματι της … το άνω ποσόν. Β) ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΑΠΑΝΩΝ ΤΗΣ …. Ύστερα από δειγματοληπτικό έλεγχο των δαπανών της … διαπιστώθηκαν τα κατωτέρω: 1) Με τα υπ αριθ. ….05.2003 και ….06.2003 Εντάλματα Πληρωμής της … φέρεται να καταβλήθηκαν στην επιχείρηση της Μ. Α.-Μ. ποσά 87.587,78c και 139.868,00 αντίστοιχα, με την αιτιολογία της συντήρησης και της μυοκτονίας των γηπέδων. Δεν τηρήθηκαν όμως οι διαδικασίες που προβλέπονται από τις διατάξεις των νόμων που διέπουν τα Δημόσια Έργα (Ν. 1418/84), το ΠΔ 334/2000, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου και τις διατάξεις του δημοσίου λογιστικού. 2) Με τα υπ αριθ. …10.2003 και ….12.2003 Εντάλματα Πληρωμής της … φέρεται να καταβλήθηκαν στην επιχείρηση … τα ποσά των 33.000,00 και 20.000,00 αντίστοιχα, χωρίς κατά τον έλεγχο να ανευρεθεί κανένα παραστατικό στοιχείο που να δικαιολογεί την δαπάνη και να διαφαίνεται ο τρόπος ανάθεσης παρά δύο μόνο απλές αποδείξεις είσπραξης των ποσών από τον δικαιούχο. 3) Με το υπ αριθ. ….12.2003 Ένταλμα Πληρωμής της … καταβλήθηκε ποσό 11.500,00 στον Ι. Ζ. ως αμοιβή σε προπονητή μικτών ομάδων, χωρίς να προκύπτει ότι έχει υπογραφεί σχετική σύμβαση από τα δύο μέρη, ούτε ότι έχουν γίνει οι νόμιμες κρατήσει (άρθρα 31 παρ. 6 του Ν. 2725/99). 4) Με τα υπ αριθ. ….12.2003 και …12.2003 Εντάλματα Πληρωμής της … καταβλήθηκαν στην επιχείρηση της Μ. Α.- Μ. τα ποσά των 59.701,77 και 51.974,46 αντίστοιχα, με την αιτιολογία της συντήρησης και του καθαρισμού γηπέδων. Δεν τηρήθηκαν όμως και στην περίπτωση αυτή, οι διαδικασίες που προβλέπονται από τις διατάξεις των νόμων που διέπουν τα Δημόσια Έργα (Ν. 1418/84), το ΠΔ 334/2000, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου και τις διατάξεις του δημοσίου λογιστικού. 5) Με το υπ αριθ. ….12.2003 Ένταλμα Πληρωμής της …. καταβλήθηκε ποσό 39.928,30 σε σωματεία μόνο με απλή κατάσταση, η οποία δεν συνοδεύεται από τα απαραίτητα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομίζει το κάθε σωματείο για να εισπράξει χρήματα (γραμμάτιο είσπραξης, φορολογική ενημερότητα κλπ). Από το συνδυασμό των ανωτέρω στοιχείων που προέκυψαν από τον έλεγχο συνάγονται τα ακόλουθα: Πέραν της παράλειψης εκ μέρους της …. να τηρεί τα προβλεπόμενα βιβλία, α) η …. δεν τήρησε τη βασική της υποχρέωση να καταβάλει στα σωματεία της δύναμής της την δικαιούμενη από αυτά τακτική επιχορήγηση, σύμφωνα με τον οικονομικό προγραμματισμό της Γ.Γ.Α. και τις αποφάσεις επιχορήγησης. Αντιθέτως, ενεργώντας ο πρόεδρος του δ.σ. αυτής (κατηγορούμενος) αυθαίρετα και επιλεκτικά, κατέβαλε μόνον σε σωματεία της επιλογής του μικρότερα από τα δικαιούμενα ποσά, πλην ελαχίστων περιπτώσεων που κατέβαλε μεγαλύτερα των δικαιουμένων. Έτσι οφείλεται στα σωματεία ποσόν 268.979,96 για την ελεγχόμενη περίοδο 1998 έως 2003. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου κατατέθηκε αναφορά επταμελούς επιτροπής σωματείων της …, συνοδευόμενη από 21 υπεύθυνες δηλώσεις προέδρων και εκπροσώπων σωματείων της δύναμής της, ότι δεν έλαβαν την τακτική επιχορήγηση που δικαιούνταν από την Γ.Γ.Α μέσω της …, γεγονός που ενισχύει τις διαπιστώσεις του ελέγχου του Ελεγκτικού Συμβουλίου, β) Πολλές πληρωμές, από τις οποίες ενδεικτικές είναι οι ανωτέρω αναφερόμενες, δεν συνοδεύονται από τα παραστατικά στοιχεία που προβλέπει η σχετική ομοθεσία, γ) Σε περίπτωση μεγάλων δαπανών δεν τηρήθηκαν οι διαδικασίες ομότυπης ανάθεσης (μυοκτονία, επισκευές κλπ), δ) Το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της …, όπως προκύπτει από τα βιβλία της ελεγχόμενης περιόδου, δεν ήταν κατατεθειμένο σε Τράπεζα, αλλά κινήθηκε σε μετρητά, γεγονός που διευκολύνει τη διακίνηση “μαύρου χρήματος” και φυσικά έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 4 παρ.3 του Καταστατικού της Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο : ” …το Δ.Σ. υποχρεούται να καταθέτει επ ονόματι ταύτης εις μία των αναγνωρισμένων Τραπεζών Βόλου και Ν. Ιωνίας την εις μετρητό περιουσία όταν το ποσό υπερβαίνει τις 10.000 δρχ.”. ε) Η τύχη του ταμειακού υπολοίπου της … (133.296,53 για την χρήση του έτους 2003) αγνοείται, όπως αγνοείται και η τύχη των 234.776,23, με το οποίο επιχορηγήθηκε η Ένωση για την δημιουργία Αθλητικού Κέντρου. Από το σύνολο, επομένως, των προεκτεθέντων στοιχείων του ελέγχου του Ελεγκτικού Συμβουλίου της Γ.Γ.Α., σε συνδυασμό με τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, την απολογία του κατηγορουμένου ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προκύπτει ότι την όλη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της Ένωσης ενεργούσε αποκλειστικά και μόνο, με τρόπο μάλιστα αυταρχικό και αυθαίρετο, πέρα από κάθε έννοια νομιμότητας, ο κατηγορούμενος πρόεδρος το δ.σ., στον οποίον τα λοιπά μέλη του δ.σ. είχαν αναθέσει εν λευκώ τις υποθέσεις της Ένωσης, λόγω της εμπιστοσύνης που του είχαν από πολλών ετών, όταν ήταν ακόμη ποδοσφαιριστής και στην συνέχεια παράγων με εμπειρία στα θέματα του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου …. Έτσι ο κατηγορούμενος, καταχρώμενος της εμπιστοσύνης των μελών του δ.σ. αλλά και των εκπροσώπων των σωματείων της Ένωσης, ιδιοποιήθηκε παρανόμως συνολικό ποσόν χρημάτων που υπερβαίνουν τα 150.000 ευρώ, και τα οποία ήταν : α) χρήματα που καταβλήθηκαν στην …. από την Γ.Γ.Α για να αποδοθούν στα σωματεία της δύναμης της που είχαν λάβει έγκριση τακτικής ετήσιας επιχορήγησης από την Γ.Γ.Α ορισμένου χρηματικού ποσού (για ένα έκαστο σωματείο) για το συγκεκριμένο κάθε φορά έτος και β) χρήματα που καταβλήθηκαν στην …. από την Γ.Γ.Α. για λογαριασμό της πρώτης, υπό την μορφή είτε τακτικών είτε έκτακτων επιχορηγήσεων, όπως ειδικότερα τα υπεξαιρεθέντα ποσά αναφέρονται ανωτέρω αλλά και στο διατακτικό της απόφασης. Ο κατηγορούμενος αρνούμενος τις κατηγορίες, υποστήριξε ότι επειδή τα χρήματα των τακτικών επιχορηγήσεων της Γ.Γ.Α μέσω της … προς τα σωματεία έρχονταν με δύο χρόνια καθυστέρηση και τα σωματεία δεν μπορούσαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους (αμοιβές διαιτητών, ρουχισμός ποδοσφαιριστών, έξοδα μετακίνησης προς τα νησιά), μετά από εισήγηση πολλών προέδρων στην τακτική γενική συνέλευση της ΕΠ.Σ.Θ, ελήφθη ομόφωνη απόφαση να καλύπτονται τα έξοδα αυτά από την Ένωση, η οποία με την είσπραξη των επιχορηγήσεων παρακρατούσε αυτές, αφού προηγουμένως είχε καλύψει τα έξοδα διαιτησίας των αγώνων, τα οποία ανέρχονταν στο ποσόν των 60.000-70.000 ευρώ τον χρόνο. Έτσι, κατά τους ισχυρισμούς του, τα σωματεία είχαν εμμέσως λάβει τα χρήματα τους, αφού πληρώνονταν από την … τα έξοδα διαιτησίας. Στο ίδιο περίπου ποσόν ανέρχονταν τα έξοδα για τις μετακινήσεις των σωματείων, τα οποία καταβάλλονταν στο πρακτορείο του Α. Π., ενώ οι αποδείξεις είναι τα εισιτήρια των μετακινήσεων που δίδονταν από το παραπάνω πρακτορείο απευθείας στα σωματεία. Ότι επίσης η … παράγγελνε και κατέβαλλε την δαπάνη για τις αθλητικές εμφανίσεις, τις φόρμες και τα παπούτσια των αθλητών κάθε σωματείου, η οποία υπερέβαινε τις 100.000 ετησίως. Οι αγορές των αθλητικών ειδών γίνονταν το 2001, 2002 από τον εταιρεία … ΕΠΕ, η οποία τα έστελνε απευθείας στα σωματεία με λεωφορεία του ΚΤΕΛ. Ότι για την δαπάνη αυτή εκδίδονταν τιμολόγια με παραλήπτη την …, τα οποία έλαβε η Γ.Γ.Α στον έλεγχο που έκανε. Ότι το ποσόν των 234.776,23 που δόθηκε από την Γ.Γ.Α στην … για την δημιουργία αθλητικού κέντρου στον Ν. …, εκταμιεύθηκε πράγματι, αλλά τελικά η κατασκευή του αθλητικού κέντρου δεν υλοποιήθηκε λόγω αδυναμίας εκδόσεως αδείας οικοδομής, ενώ το σχετικό κονδύλιο, αφού ενημερώθηκε η Γ.Γ.Α, δαπανήθηκε για την συντήρηση των αθλητικών εγκαταστάσεων και γηπέδων του νομού, έργα τα οποία έγιναν σταδιακά από το 2001 μέχρι το 2004. Πλην όμως οι παραπάνω ισχυρισμοί του πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι διότι, πέραν των δηλώσεων αυτού και των αορίστων καταθέσεων κάποιων μαρτύρων (εκπροσώπων σωματείων) ευνοϊκά διακείμενων προς αυτόν, δεν επιβεβαιώνονται από τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, Ειδικότερα: α) Δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο της δικογραφίας, ότι η Π.Σ.Θ. κατέβαλε τα έξοδα διαιτησίας στους διαιτητές κατά την διάρκεια των αγώνων, αφού δεν προσκομίσθηκαν νόμιμα παραστατικά στοιχεία, με τα οποία αποδεικνύεται ότι εκταμιεύθηκαν από την … χρηματικά ποσά τα οποία κατεβλήθησαν σε συγκεκριμένους διαιτητές για την διεξαγωγή αγώνων, από τα προσκομισθέντα δε από τον κατηγορούμενο φωτοαντίγραφα για έξοδα διαιτησίας δεν προκύπτει αν πράγματι έγιναν οι φερόμενες καταβολές, β) Δεν προσκομίσθηκαν νόμιμα ούτε ο διαχειριστικός έλεγχος βρήκε τέτοια, για την δαπάνη των αθλητικών εμφανίσεων των αθλητών των σωματείων (φόρμες, παπούτσια, εμφανίσεις αγώνων) που φέρεται ότι κατέβαλε η …. για λογαριασμό των σωματείων, ούτε η προσκομισθείσα εκ των υστέρων φερομένη βεβαίωση της εταιρείας … ΕΠΕ για την σχετική δαπάνη μπορεί να παράσχει πειστική απόδειξη, ελλείψει νόμιμων παραστατικών και αποδείξεων είσπραξης (τιμολόγια-δελτία αποστολής και βεβαίωση εξόφλησης τους), γ) Το ίδιο ισχύει και για τα φερόμενα έξοδα μετακίνησης των σωματείων προς τα νησιά, για τα οποία βρέθηκαν εντάλματα πληρωμής προς το τουριστικό πρακτορείο του Α. Π., χωρίς τα νόμιμα παραστατικά και χωρίς να προκύπτει ο λόγος και ο τρόπος για τον οποίο η … προέβη σε απευθείας ανάθεση της προμήθειας εισιτηρίων για την μετακίνηση των σωματείων προς τα νησιά στο συγκεκριμένο τουριστικό πρακτορείο και δεν προέβη σε πρόχειρο έστω διαγωνισμό, δ) Η ίδια περίπτωση αδιαφάνειας και έλλειψης νομιμότητας ισχύει και για την ανάθεση χωρίς έστω πρόχειρο διαγωνισμό των έργων για την συντήρηση και μυοκτονία των αθλητικών εγκαταστάσεων και γηπέδων της περιοχής Ν. … στην εργοληπτική επιχείρηση της Μ. Α.-Μ., συμπέρασμα που δεν μπορεί να ανατραπεί από τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου, ότι ήταν η μοναδική που είχε κάνει προσφορά και ήταν αξιόπιστη, αφού είχε εκτελέσει έργα της … και των …. Επίσης είναι ψευδής ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η εργολήπτρια Μ. Α. Μ. επελέγη για τους παραπάνω λόγους από το Διοικητικό Συμβούλιο της …, καθώς όπως ομολογείται από τον ίδιον, αποκλειστικά μόνος του αποφάσιζε για όλα τα θέματα της Ένωσης ενώ τα άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν είχαν ουσιαστική ανάμιξη στην λήψη των αποφάσεων και στην εκτέλεσή τους. Τέλος ο κατηγορούμενος ουδεμία εξήγηση έδωσε για την τύχη του υπολοίπου του ταμείου της Ένωσης, το οποίο δεν βρέθηκε μετά από τον έλεγχο υπό μορφή είτε καταθέσεων είτε μετρητών. Ως εκ τούτου, σε συνδυασμό με τα τεκμήρια που συνάγονται από την προσπάθεια του κατηγορουμένου να παρεμποδίσει και να καθυστερήσει τον νόμιμο έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων της Ένωσης με προσχηματικές δικαιολογίες, αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παρανόμως τα χρηματικά ποσό των τακτικών επιχορηγήσεων που περιήλθαν από την Γ.Γ.Α. στην κατοχή του, αποστερώντας τα σωματεία από την διεκδίκηση τους. Όπως δε έγινε δεκτό και πρωτόδικα, η πράξη του αυτή δεν ενεργήθηκε επί μακρόν ούτε ότι μετήλθε ιδιαίτερα τεχνάσματα. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ εξακολούθηση, από την οποία η προκληθείσα στο Ελληνικό Δημόσιο (Γενική Γραμματεία Αθλητισμού) ζημία υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ, με ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι, σε κάθε περίπτωση, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της πράξεώς του είναι αυτός της παραβάσεως του άρθρου 50 παρ. 5 ν. 2725/1999, κατά το οποίο “Δεν επιτρέπεται σε οποιονδήποτε φορέα να διαθέτει την επιχορήγηση της Γ.Γ.Α. χωρίς έγκριση της για σκοπό διαφορετικό από εκείνο για τον οποίο δόθηκε η επιχορήγηση. Μέλος της διοίκησης, ή ειδικός συνεργάτης ή υπάλληλος επιχορηγούμενου φορέα ή οποιοσδήποτε άλλος διαχειρίζεται χρηματικά ποσό από την επιχορήγηση της Γ.Γ.Α και από πρόθεση τα διαθέτει για σκοπό διάφορο από τον καθορισμένο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Εάν πέτυχε ή επεδίωξε υπέρ εαυτού ή τρίτου, φυσικού ή νομικού προσώπου, όφελος που υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών. Αν η διάπραξη του εγκλήματος εξακολούθησε για μακρό χρονικό διάστημα ή το ποσό του οφέλους είναι πάνω από είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) δραχμές, ο υπαίτιος τιμωρείται με ποινή κάθειρξης”, δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί διότι η ανωτέρω διάταξη, τυποποιεί άλλο αδίκημα, διαφορετικό από εκείνο της υπεξαιρέσεως. Δηλαδή τιμωρεί με τις σ αυτό αναφερόμενες ποινές, την (χωρίς υπεξαίρεση) διαχείριση των επιχορηγήσεων της Γ.Γ.Α. για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που δόθηκαν. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν στοιχειοθετείται στην περίπτωσή του το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία γιατί με την υποπαράγραφο ΙΕ 12 του άρθρου πρώτου του Ν.4254/7-4-2014 η περ. δ. του άρθρου 263Α (που αναφερόταν σε υπαλλήλους ΝΠΙΔ στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, ΝΠΔΔ ή τις αναφερόμενες σε αυτό τράπεζες επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις) αντικαταστάθηκε με αναφορά σε όργανα ή οργανισμούς της EE και επομένως τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 2 του ΠΚ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί με το νόμο αυτό (2454/14) εισάγεται ρύθμιση αντίθετη με τις διατάξεις του Συντάγματος (και δεν εφαρμόζεται κατ άρθρο 93 παρ 4 αυτού), αφού παρέχεται ανεπίτρεπτα αμνηστία σε μια κατηγορία υπαλλήλων που φέρονται ότι διέπραξαν ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 47 παρ.3 και 4 του Συντάγματος, για αυτό και ο νομοθέτης, λίγες μέρες μετά την ισχύ του νόμου 2454/14 έσπευσε να επαναφέρει την περ. δ. όπως είχε αυτή προηγουμένως (με στοιχ. ε. πλέον) με το άρθρο 50 του νόμου 4262/10-5-14, αναφέροντας, μάλιστα, στην εισηγητική έκθεση του τελευταίου αυτού νόμου ότι η περ. δ. από παραδρομή παραλείφθηκε κατά τη μεταφορά του άρθρου αυτού όπως τροποποιούνταν, στο σχέδιο νόμου (4254/14) του Υπουργείο Οικονομικών. Ο περαιτέρω, επικουρικά ως προς τον αμέσως ανωτέρω προβαλλόμενος ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν πρέπει να εφαρμοστούν στην περίπτωσή του οι διατάξεις του Ν. 1608/50 γιατί με αυτόν προστατεύονται μόνον τα Ν Π που αναφέρονται στο άρθρο 51 Ν 1892/90 είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί γιατί η επαναοριοθέτηση και περιστολή του δημόσιου τομέα με τον εν λόγω νόμο, δεν επέδρασε στο εύρος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 258 ΠΚ. Τέλος, πρέπει να αναγνωριστούν στον κατηγορούμενο τα εκ του άρθρου 84§α & ε ελαφρυντικά γιατί αυτός έζησε έως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και γιατί μετά την πράξη του έδειξε καλή συμπεριφορά”. Στη συνέχεια στο διατακτικό του τον κήρυξε ένοχο του ότι: “Στους κατωτέρω τόπους και χρόνους με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα. Ειδικότερα: Ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 και 263Α ΠΚ, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ιδιοποιήθηκε παρανόμως χρήματα που έλαβε στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του και τα κατείχε λόγω αυτής της ιδιότητάς του. Με την πράξη του αυτή, που τέλεσε κατ εξακολούθηση προκάλεσε ζημία, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού – Γ.Γ.Α) ανώτερη των 150.000.000 ευρώ επιτυγχάνοντας ισόποση ωφέλεια. Συγκεκριμένα στο Βόλο …, κατά τους κατωτέρω αναφερομένους χρόνους, με την ιδιότητα του Προέδρου της Ένωσης … ( … ) – δηλαδή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, στο οποίο μπορεί κατά τις κείμενες διατάξεις να διατεθούν από το Δημόσιο και από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις- ιδιοποιήθηκε παρανόμως χρηματικά ποσά (επιχορηγήσεις) τα οποία δίνονταν από την Γ.Γ.Α στην … προκειμένου αυτή στη συνέχεια να τα καταβάλει σε σωματεία της δύναμης της. Ειδικότερα: α) Για το έτος 1998 η … επιχορηγήθηκε από την Γ.Γ.Α με το ποσόν των 41.891,00 προκειμένου να τα καταβάλει στα σωματεία της δύναμής της. Τα σωματεία στα οποία κατέβαλε την τακτική επιχορήγηση του έτους 1998 είναι τα εξής: Α/Α Αρ. Εντ. … ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗ ΣΕ ΔΡΧ. … 550.000 … 300.000 … 250.000 … 300.000 … 400.000 … 550.000 … 400.000 … 300.000 … 550.000 ΣΥΝΟΛΟ : 3.600.000 δρχ. ήτοι 10.564 . Από το σύνολο επομένως των 41.891 η … κατέβαλε σε σωματεία μόνο το ποσό των 10.564 . Το υπόλοιπο ποσόν, ήτοι 31.327 , δεν δόθηκε σε σωματεία, αλλά έχοντας το στην κατοχή του ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε τούτο παρανόμως. Ιβ) Για το έτος 2000 η … επιχορηγήθηκε για λογαριασμό των σωματείων της δύναμής της με το ποσόν των 104.181,00 προκειμένου να το καταβάλει στα τελευταία. Τα σωματεία στα οποία κατέβαλε την τακτική επιχορήγηση του έτους 2000 είναι τα κατωτέρω: Α/Α Αριθμ. Εντάλματος … … 400.000 … 500.000 … 400.000 … 700.000 … 750.000 6 … 500.000 … 750.000 … 400.000 … 400.000 … 400.000 … 700.000 … 400.000 … 700.000 … 500.000 … 400.000 Σύνολο : 7.900.000 δρχ. ή 23.184,00. Από το σύνολο, επομένως, των 104.181,00 η … κατέβαλε σε σωματεία μόνο το ποσόν των 23.184,00 . Το υπόλοιπο ποσό, ήτοι 80.998 , δεν δόθηκε σε σωματεία που το δικαιούνταν, αλλά περιήλθε στα χέρια του 1ου κατηγορουμένου ο οποίος το ιδιοποιήθηκε παρανόμως. Ιγ) Για το έτος 2001 η … επιχορηγήθηκε από την Γ.Γ.Α με το ποσόν των 111.518,71 προκειμένου να το καταβάλει στα σωματεία της δύναμης της. Τα σωματεία στα οποία κατέβαλε την τακτική επιχορήγηση του έτους 2001, είναι τα κατωτέρω: A/A Αριθμ. εντάλματος … ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝ ΠΟΣΟΝ ΕΓΚΡΙΘΕΙΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ Γ.Γ.Α ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗ … 550.000 500.000 … 550.000 500.000 … 550.000 500.000 … 550.000 800.000 … 450.000 600.000 … … 750.000 800.000 … 450.000 600.000 … 750.000 800.000 … 750.000 800.000 … 750.000 800.000 … 450.000 500.000 … 750.000 300.000 … 750.000 800.000 … 750.000 800.000 … 750.000 800.000 … 700.000 800.000 … 450.000 500.000 … 550.000 800.000 … 750.000 800.000 … 550.000 800.000 … 750.000 800.000 … 500.000 600.000 … 750.000 800.000 Σύνολο: 15.350.000 δρχ. ή 42.699 . Από το σύνολο, επομένως, των 111.518,71 η … κατέβαλε σε σωματεία της δύναμης της μόνον το ποσόν των 42.699 . Το υπόλοιπο ποσό, ήτοι 68.081 δεν δόθηκε σε σωματεία, αλλά περιήλθε στα χέρια του κατηγορουμένου ο οποίος το ιδιοποιήθηκε παρανόμως. Ειδικότερα το ποσόν των 68.081 έπρεπε, σύμφωνα με το υπ αριθμ. …/13.12.2001 διάθεσης της Γ.Γ.Α. να καταβληθεί στα κατωτέρω σωματεία: Α/Α ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΕΓΚΡΙΘΕΝ ΠΟΣΟΝ ΑΠΟ … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 800.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 600.000 … 500.000 … 500.000. … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 … 500.000 Ιδ) Για το έτος 2002 η … επιχορηγήθηκε από την Γ.Γ.Α με το ποσόν των 109.260 προκειμένου να το καταβάλει στα σωματεία της δύναμής της. Τα σωματεία στα οποία κατέβαλε την τακτική επιχορήγηση του έτους 2002, είναι τα κατωτέρω: Α/Α Αριθμ. εντάλματος πληρωμής … 2.500,00 2.201,00 … 1.910,00 1.614,00 … 1.620,00 1.467,35 … 2.500,00 2.347,76 Σύνολο : 7.630,11 Από το σύνολο, επομένως, των 109.260 η … κατέβαλε σε σωματεία μόνο το ποσό των 7.630,11. Το υπόλοιπο ποσό, ήτοι 101.629,89, δεν δόθηκε σε σωματεία, αλλά περιήλθε στα χέρια του κατηγορουμένου ο οποίος το ιδιοποιήθηκε παρανόμως. Ειδικότερα το τελευταίο ποσό, έπρεπε, σύμφωνα με το υπ αριθμ. …15.11.2002 έγγραφο διάθεσης της Γ.Γ.Α, να καταβληθεί στα κατωτέρω σωματεία : Α/Α ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΕΓΚΡΙΘΕΝ ΠΟΣΟ ΑΠΟ Γ.Γ.Α ΣΕ ΕΥΡΩ … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 5 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 … 2.500,00 21 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 24 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 2… 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.910,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 … 1.620,00 (II) Στον Βόλο … στους κατωτέρω αναφερομένους χρόνους με την ιδιότητα του Προέδρου της … και ασκώντας την οικονομική διαχείριση αυτής ιδιοποιήθηκε παρανόμως χρηματικά ποσά (επιχορηγήσεις) συνολικού ύψους 322.817,32 τα οποία δόθηκαν από την Γ.Γ.Α στην … προκειμένου αυτή να τα χρησιμοποιήσει στους κατωτέρω προκαθορισμένους σκοπούς: Ειδικότερα: α) το έτος 1999 ιδιοποιήθηκε παρανόμως ποσό 88.041.09 που είχε διατεθεί από την Γ.Γ.Α στην … προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για περίφραξη και μικροεπισκευές στους αγωνιστικούς χώρους των γηπέδων, β) το έτος 2001 ιδιοποιήθηκε παρανόμως χρηματικό ποσό 234.776,23 που είχε διατεθεί από την Γ.Γ.Α στην … προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την δημιουργία αθλητικού κέντρου της …. Τα ανωτέρω ποσά συνιστούν ζημία του Ελληνικού Δημοσίου (της Γ.Γ.Α) και ισόποση δική του ωφέλεια. ΔΕΧΕΤΑΙ ότι ο κατηγορούμενος μέχρι την τέλεση της ανωτέρω πράξης έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, καθώς και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (άρθρα 84 παρ. 2α και 2ε ΠΚ.)”. Με αυτά που δέχθηκε ίο Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά ,τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α,27 παρ.1,84 παρ2α και ε , 98 παρ.ιδ, 263Α εδ.δ , 258 περ. γ. εδ.β του Π.Κ., όπως η περ.γ αντικ. από το άρθρο 145β Ν. 2721/1999 και άρθρο 1 παρ.1 Ν.1608/1950, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ελλείπεις ή αντιφατικές αιτιολογίες και δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της αποφάσεως – αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, η οποία στηρίχθηκε σε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και ιδίως στην εκτενή αναφορά τους σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Ειδικότερα αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ιδιότητα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 258 σε συνδυασμό με το άρθρο 263Α περ.δ του Π Κ, όπως αυτό επαναπροστέθηκε ως περ. ε, μη έχοντος εν προκειμένω εφαρμογή του άρθρου 2 του Π Κ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο αυτός έδρασε για την διάπραξη της άνω πράξης για την οποία καταδικάστηκε, με την παράθεση πραγματικών περιστατικών, τα οποία στηρίζουν τις παραδοχές της αποφάσεως, επίσης προσδιορίζεται το χρονικό διάστημα στο οποίο ενήργησε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, καθώς και τα χρηματικά ποσά των τακτικών επιχορηγήσεων από την Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή του και ο τρόπος που αυτός ιδιοποιήθηκε αυτά με την ως άνω ιδιότητα του υπαλλήλου, δηλαδή του προέδρου της ένωσης … (…) ,ήτοι νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, στο οποίο κατά τις κείμενες διατάξεις δύναται να διατεθούν από το Δημόσιο και από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου επιχορηγήσεις ή και χρηματοδοτήσεις, επίσης προσδιορίζεται το συνολικό ποσό που ενσωμάτωσε στην περιουσία το και το οποίο υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ, καθώς και την προκληθείσα αντίστοιχη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου, που υπερβαίνει το ποσό των 150.000ευρώ. Επίσης το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ορθώς έκρινε ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου, σύμφωνα με την έννοια του άρθ. 263Αεδ. δ , όπως επαναφέρθηκε, μετά την απαλειφή της με την υπ.ΙΕ του άρθρου πρώτου του Ν4254/2014, ως εδ.ε με το άρθρο 50 του Ν. 4262/2014, και επομένως δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή το άρθρο 2 του Π.Κ., σύμφωνα με όσα προναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, και επίσης ορθώς εφαρμόστηκαν οι επιβαρυντικές περιστάσεις του Ν. 1608/1950, καθόσον ,κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως ζημιωθέν είναι το Ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και η ζημία που προκλήθηκε σ αυτό υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ακολούθως δε με την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε τον σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό αναιρεσείοντος (ότι δεν είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου μετά την αντικατάσταση του εδ,δ του άρθρου 235Α ΠΚ με την υποπαράφραφο ΙΕ .12 άρθρου πρώτου Ν.4254/2014, και ότι δεν στοιχειοθετείτο το αδίκημα της υπαιξαιρέσεως στην υπηρεσία και περί μη εφαρμογής των επιβαρυντικών περιστάσεων του Ν.1608/1950,) και ως εκ τούτου οι αντίθετες αιτιάσεις αυτού είναι αβάσιμες . Επομένως οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 Δ και Ε πρώτος, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους αποδίδεται η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου είναι αβάσιμοι. Οι εμπεριεχόμενες στους λόγους αυτούς λοιπές αιτιάσεις κατά το μέρος που συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση του περιεχομένου των αποδείξεων, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και είναι απαράδεκτες. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με χα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψη τους. Ισχυρισμός, όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και συνεπώς της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, όπως και η υπό του κατηγορουμένου άρνηση του νομικού χαρακτηρισμού της πράξεως που του αποδίδεται, δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γιαυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. (Α.Π.1110/2014, 64/2014, Α.Π.1563/2013 ΑΠ 720/2011). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως για την βασιμότητα του αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος υπέβαλε και ανέπτυξε προφορικά τον ισχυρισμό όπως προβεί το Δικαστήριο σε ορθό χαρακτηρισμό της πράξης, αναφέροντα κατά πιστή μεταφορά τα εξής: “ΜΗ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΕΙΔΙΚΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ (αρ. 50 του ν. 2725/1999): Σύμφωνα με την εκκαλουμένη απόφαση καταδικάστηκα για την πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ εξακολούθηση στραφείσας κατά του Ελληνικού Δημοσίου, δηλαδή για παράβαση των άρθρων 258εδ.γ περ. α -β, 263 α περ. δ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Ν. 1608/1950. Ειδικότερα με την εκκαλουμένη απόφαση μου αποδόθηκε ότι: “… με την ιδιότητα του … Σωματείων (….) -δηλαδή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, στο οποίο μπορεί κατά τις κείμενες διατάξεις να διατεθούν από το Δημόσιο και από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις- ιδιοποιήθηκε παρανόμως χρηματικά ποσά (επιχορηγήσεις)…. συνολικού ύψους 322.817,32 ευρώ τα οποία δόθηκαν από την Γ.Γ.Α στην … προκειμένου αυτή να τα χρησιμοποιήσει στους κατωτέρω προκαθορισμένους σκοπούς…”. Στο άρθρο 16 (παρ. 9) του Συντάγματος προβλέπεται ότι ο αθλητισμός τελεί υπό την προστασία και την ανώτατη εποπτεία του Κράτους, το οποίο επιχορηγεί και ελέγχει τις ενώσεις των αθλητικών σωματείων κάθε είδους, όπως νόμος ορίζει. Επίσης, ότι ο νόμος ορίζει τη διάθεση των παρεχομένων εκάστοτε ενισχύσεων, σύμφωνα με τον προορισμό των επιχορηγουμένων ενώσεων. Σε εκτέλεση της συνταγματικής αυτής διατάξεως ο Ν. 2725/1999, Ερασιτεχνικός-Επαγγελματικός Αθλητισμός και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 121), όρισε, μεταξύ άλλων, τα εξής στο άρθρο 50 αυτού: “Η Γ.Γ.Α επιχορηγεί τους εποπτευόμενους από αυτή αθλητικούς φορείς για την ανάπτυξη και την ενίσχυση του αθλητισμού και ειδικότερα για την εκτέλεση προγραμμάτων ανάπτυξης των οικείων αθλημάτων, για την αντιμετώπιση των λειτουργικών τους δαπανών και των δαπανών οργάνωσης ή συμμετοχής σε αθλητικές δραστηριότητες, καθώς και για την εκτέλεση, βελτίωση ή συντήρηση αθλητικών έργων ή εγκαταστάσεων σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στις διατάξεις του παρόντος. Η κατανομή επιχορηγήσεων της παρούσας παραγράφου σε αθλητικά σωματεία και ενώσεις διενεργείται κατά κλάδο άθλησης από την οικεία ομοσπονδία”. Στη διάταξη της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου ορίζονται επί λέξει: “Δεν επιτρέπεται σε οποιονδήποτε φορέα να διαθέτει την επιχορήγηση της Γ.Γ.Α. χωρίς έγκριση της για σκοπό διαφορετικό από εκείνο για τον οποίο δόθηκε η επιχορήγηση. Μέλος της διοίκησης, ή ειδικός συνεργάτης ή υπάλληλος επιχορηγούμενου φορέα ή οποιοσδήποτε άλλος διαχειρίζεται χρηματικά ποσά από την επιχορήγηση της Γ.Γ.Α και από πρόθεση τα διαθέτει για σκοπό διάφορο από τον καθορισμένο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών”. Από την πρώτη στιγμή εμπλοκής μου στην παρούσα ποινική υπόθεση κατέθεσα απολογούμενος ότι εγώ ουδέποτε υπεξαίρεσα οποιοδήποτε ποσό επιχορήγησης της ΓΓΑ προς την …. Πέραν, όμως, της γενικής και κατηγορηματικής άρνησης της κατηγορίας που μου αποδίδεται, κακώς ασκήθηκε σε βάρος μου ποινική δίωξη για υπεξαίρεση κατ εξακολούθηση στην υπηρεσία και μάλιστα με εφαρμογή του Ν. 1608/1950, καθόσον υπάρχει ειδικός νόμος που διέπει τον Ερασιτεχνικό Αθλητισμό. Κατά συνέπεια είναι εσφαλμένη η κρίση της εκκαλουμένη απόφασης με την οποία απορρίφθηκε ο προβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός μου περί εφαρμογής του άρθρου 50 Ν. 2725/1999 με την αιτιολογία ότι: “…η ανωτέρω διάταξη τυποποιεί άλλο αδίκημα, διαφορετικό από εκείνο της υπεξαιρέσεως. Δηλαδή τιμωρεί με τις σΛ αυτό αναφερόμενες ποινές, την (χωρίς υπεξαίρεση) διαχείριση των επιχορηγήσεων της ΓΓΑ για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που δόθηκαν”. Και είναι πράγματι εσφαλμένη η κρίση της εκκαλουμένης απόφασης καθόσον από κανένα στοιχείο της ποινικής δικογραφίας, αλλά και τις καταθέσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο του α βάθμιου δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι εγώ υπεξαίρεσα ακόμη και το παραμικρό ποσό. Είναι γνωστό ότι στο Ποινικό Δίκαιο ισχύει ο κανόνας “lex specialis derogat legem generali”. Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει ειδικός νόμος που διέπει τις επιχορηγήσεις της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού προς τις διάφορες ενώσεις ποδοσφαιρικών σωματείων, και κατά συνέπεια ο νόμος αυτός αποκλείει την εφαρμογή των γενικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα. Επιπλέον, με δεδομένο τον αληθή ισχυρισμό μου ότι ουδέποτε ενθυλάκωσα τα ποσά που αναγράφονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ζητώ από το Δικαστήριο Σας να εφαρμόσει την πρώτη περίπτωση ποινικού κολασμού της παρ. 5 του άρθρου 50 του Ν. 2725/1999 (“…Μέλος της διοίκησης, ή ειδικός συνεργάτης ή υπάλληλος επιχορηγούμενου φορέα ή οποιοσδήποτε άλλος διαχειρίζεται χρηματικά ποσά από την επιχορήγηση της Γ.Γ.Α και από πρόθεση τα διαθέτει για σκοπό διάφορο από τον καθορισμένο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών…”). Επαναλαμβάνω και ενώπιον του δικαστηρίου Σας ότι με απόφαση της … κατόπιν γενικής συνέλευσης, προκειμένου να διεξάγονται τα πρωταθλήματα, αποφασίσθηκε να καταβάλει η … χρήματα για τον ιματισμό, την διαιτησία, τις μετακινήσεις, διότι σε διαφορετική περίπτωση δεν θα ήταν δυνατόν να γίνουν οι αγώνες και να διεξαχθούν τα πρωταθλήματα. Το πραγματικό γεγονός ότι τα χρηματικά ποσά κάλυψαν τις ανωτέρω ανάγκες δεν αποτελεί όψιμο και έωλο ισχυρισμό μου, αλλά αποδεικνύεται και από τις καταθέσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ειδικότερα: Α) Ο Α. Μ. κατέθεσε μεταξύ άλλων τα εξής: “…Η γενική συνέλευση των ποδοσφαιρικών σωματείων είχε αποφασίσει ότι τα χρήματα των επιχορηγήσεων θα τα διαχειρίζεται το ΑΣ της Ένωσης. Η πληρωμή των διαιτητών καθώς και άλλων εξόδων γινόταν από το ΔΣ της Ένωσης. Ο κατηγορούμενος αγόραζε ποδοσφαιρικά ρούχα τα οποία τα έδινε στις ομάδες. Πιστεύω ότι ο κατηγορούμενος δεν υπεξαίρεσε χρήματα…”. Β) Ο Π. Β. κατέθεσε μεταξύ άλλων τα εξής: “… Ο κατηγορούμενος κατηγορούμενος ως πρόεδρος της Ένωσης πλήρωνε τα έξοδα των διαιτητών των ποδοσφαιρικών αγώνων, τα έξοδα της μετακίνησης των ομάδων από τα νησιά …… Η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των ποδοσφαιρικών αγώνων έλεγε ότι η Ένωση θα πρέπει να πληρώνει τα έξοδα για τους διαιτητές των ποδοσφαιρικών αγώνων, καθώς και τα έξοδα μετακίνησης των ποδοσφαιρικών ομάδων…”. Γ) Ο Π. Π. κατέθεσε μεταξύ άλλων τα εξής: “…Είμαι πρόεδρος των διαιτητών …. Εκείνο το χρονικό διάστημα έρχονταν για τους ποδοσφαιρικούς αγώνες, διαιτητές από όλη την Ελλάδα. Η Ένωση … πλήρωνε τα έξοδα των διαιτητών για να μην τα πληρώνουν οι ποδοσφαιρικές ομάδες… Ο κατηγορούμενος δεν έχει ούτε ποδήλατο αλλά ούτε και κανένα άλλα περιουσιακό στοιχείο. Το διαμέρισμα στο οποίο μένει είναι νοικιασμένο…” Δ) Ο μάρτυρας Δ. Κ. κατέθεσε μεταξύ άλλων τα εξής: “…Για κάποιο χρονικό διάστημα ήμουν πρόεδρος στο ποδοσφαιρικό σωματείο “…”. Όσο ήμουν πρόεδρος στο σωματείο, ο κατηγορούμενος μας έδινε κάθε χρόνο τα ρούχα για την ομάδα και τις επιχορηγήσεις. Αυτή η κατάσταση μας διευκόλυνε γιατί με αυτόν τον τρόπο παίρναμε περισσότερα ρούχα και είχαμε περισσότερες παροχές. Οι διαιτητές για τα έτη 2000 έως και 2005 έχουν πληρωθεί. Τις μετακινήσεις των σωματείων τις πλήρωνε πάντα η ένωση…” Ε) Ο μάρτυρας Α. Π. κατέθεσε μεταξύ άλλων τα εξής: “…Η Ένωση … πλήρωνε για το αθλητικό υλικό των ομάδων και τα έξοδα μετακίνησης των ομάδων. Τα χρήματα με τα οποία παρείχε η ένωση αυτές τις διευκολύνσεις τα έπαιρνε από την Γ. Γ. Αθλητισμού. Υπήρχε απόφαση γενικής συνέλευσης βάσει της οποίας η ένωση πλήρωνε τους διαιτητές των αγώνων. Απ ότι γνωρίζω ο κατηγορούμενος δεν υπεξαίρεσε χρήματα.” Από το σύνολο των ως άνω καταθέσεων αποδεικνύεται πλήρως και σαφώς ο βασικός ισχυρισμός μου ότι ουδέποτε υπεξαίρεσα χρήματα -όπως μου αποδίδεται- επιπλέον δε ότι τα χρήματα των επιχορηγήσεων διετίθεντο για συγκεκριμένους σκοπούς (πληρωμή διαιτητών, μετακινήσεις ομάδων, ιματισμό) αυτό δε δεν το έπραττα αυθαίρετα, αλλά σε εκτέλεση απόφασης της Γενικής Συνέλευσης της …. Ως εκ τούτου ο μόνος δόκιμος νομικός χαρακτηρισμός της πράξης για την οποία κατηγορούμαι είναι παράβαση του άρθρου 50 ν. 2725/1999. Για όλους τους παραπάνω λόγους θα πρέπει και ζητώ από το Δικαστήριο Σας κατ εφαρμογή του κανόνα τα χρηματικά αυτά ποσά από το Δικαστήριο Σας ότι στο δικαστήριο Σας “lex specialis derogat legem generali” να προβεί σε ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξεως για την οποία κατηγορούμαι και να μην εφαρμόσει τις γενικότερες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα για υπεξαίρεση στην υπηρεσία και μάλιστα υπό την επιβαρυντική περίσταση του Ν. 1608/1950.”. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην παραπάνω νομική σκέψη δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, υπό την εκτεθείσα έννοια, όπως τον χαρακτηρίζει ο αναιρεσείων,αλλά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό και ως εκ τούτου το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να αποφανθεί και μάλιστα με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, παρόλα αυτά όμως εκ περισσού απάντησε και με αιτιολογία, η οποία είναι απαιτούμενη, Επομένως ο σχετικός δεύτερος λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 Δ ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμος. Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος, πρέπει να απορριφθεί κατ7 ουσία η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11-6-2015 και με …/2015 αίτηση αναιρέσεως του Α. Π. του Γ., κατοίκου … …, οδός …, και ήδη κρατούμενου, για αναίρεση της υπ αριθμό 31/2,13,19.2.2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 2017. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Απριλίου 2017. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |
Πρόεδρος: | Γεώργιος Σακκάς |
Εισηγητές: | ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ Ιωάννης Κωνσταντινόπουλος |
Λήμματα: | Υπεξαίρεση στην υπηρεσία ,Κακούργημα ,Αμνηστία ,Ελαφρυντικές περιστάσεις |
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|
ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ
Α/Α | Νόμος | Αριθμός | Έτος | Αρθρο | Παράγραφος |
1 | « ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ » | 258 | |||
2 | « ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ » | 375 | 1 | ||
3 | « ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ » | 263Α | |||
4 | « ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ » | 510 | 1α,δ | ||
5 | « ΣΥΝΤΑΓΜΑ » | 47 | |||
6 | « ΣΥΝΤΑΓΜΑ » | 26 | |||
7 | « ΣΥΝΤΑΓΜΑ » | 93 |