Γερμανία, Γαλλία και Βρετανία από κοινού με την Ευρωπαϊκή Ενωση ζήτησαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες να μην επιβάλουν κυρώσεις σε ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο Ιράν. Πρόκειται για έμμεση παραδοχή των Ευρωπαίων ότι δεν έχουν την ισχύ να περισώσουν τη συμφωνία με το Ιράν. Βέβαια, η Κομισιόν ανακοίνωσε σήμερα ότι θα επιβάλει δασμό 25% σε αμερικανικά προϊόντα από τον Ιούλιο σε απάντηση των κυρώσεων που είχε επιβάλει πρώτος ο Ντόναλντ Τραμπ σε προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου.
Παράλληλα, οι Βρυξέλλες αναθεώρησαν παλαιότερο θέσπισμα που δίνει το δικαίωμα σε ευρωπαϊκές εταιρείες να μη συμμορφώνονται με τις αμερικανικές κυρώσεις κατά του Ιράν αλλά και με τις σχετικές αποφάσεις των αμερικανικών δικαστηρίων. Ωστόσο, στην πράξη η κατάσταση είναι διαφορετική. Στην επιστολή με ημερομηνία 4 Ιουνίου, οι υπουργοί Οικονομικών και Εξωτερικών Γαλλίας, Γερμανίας και Βρετανίας καλούν τους Αμερικανούς ομολόγους τους να εξαιρέσουν από τις κυρώσεις ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους της υγείας, του φαρμάκου, της ενέργειας, των αυτοκινήτων, της πολιτικής αεροπλοΐας, των τραπεζών και των υποδομών. Οι τρεις χώρες είχαν υπογράψει τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν και στην επιστολή επαναλαμβάνουν πως εξακολουθούν να δεσμεύονται από αυτήν. «Η αποχώρηση του Ιράν (από τη συμφωνία για τα πυρηνικά) θα αποσταθεροποιούσε περαιτέρω μια περιοχή όπου θα ήταν καταστροφικές επιπλέον συγκρούσεις», αναφέρουν στην επιστολή τους οι Ευρωπαίοι υπουργοί. Η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ δήλωσε, χθες, ότι αναμένει «δύσκολες συζητήσεις» με τις ΗΠΑ για το Ιράν και τις εμπορικές κυρώσεις γενικότερα στη σύνοδο κορυφής των επτά πλουσιότερων βιομηχανικών κρατών (G7), που θα λάβει χώρα στις 8 και 9 Ιουνίου στον Καναδά. «Φυσικά, θα προσπαθήσω να μιλήσω στον Αμερικανό πρόεδρο για τα τρέχοντα προβλήματα που έχουμε γενικά, ειδικότερα για το Ιράν και τους εμπορικούς δασμούς», ανέφερε χθες η Μέρκελ, μιλώντας στο γερμανικό Κοινοβούλιο.
Ωστόσο, στην πράξη οι ευρωπαϊκές εταιρείες δεν είναι διατεθειμένες να διακινδυνεύσουν να υποστούν τις αμερικανικές κυρώσεις και εγκαταλείπουν την ιρανική αγορά. Σύμφωνα με πληροφορίες του Reuters, ευρωπαϊκές πετρελαϊκές εταιρείες και διυλιστήρια, συμπεριλαμβανομένων των ΕΛΠΕ, ετοιμάζονται να σταματήσουν να αγοράζουν ιρανικό πετρέλαιο. «Δεν μπορούμε να αψηφήσουμε τις ΗΠΑ», ανέφερε πηγή του ιταλικού διυλιστηρίου Saras. «Δεν είναι σαφές ακόμη τι θα μπορούσε να κάνει η αμερικανική διοίκηση, αλλά στην πράξη θα μπορούσαμε να έχουμε προβλήματα», προσέθεσε. Διάφορες εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της γαλλικής Total, των ιταλικών Eni και Saras, των ισπανικών Repsol και Cepsa και της ελληνικής ΕΛΠΕ, ετοιμάζονται να διακόψουν τις αγορές ιρανικού πετρελαίου μόλις ολοκληρωθεί η περίοδος χάριτος που έχουν δώσει οι ΗΠΑ, στις 4 Νοεμβρίου. Ακόμη και η Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα, δηλαδή ο επενδυτικός βραχίονας της Ε.Ε., αρνήθηκε χθες να ακολουθήσει τη σύσταση της Κομισιόν να υποστηρίξει με δάνεια ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο Ιράν, λέγοντας ότι ενδεχόμενη επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ θα απειλούσαν την πρόσβασή της στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Στο μέτωπο των εμπορικών κυρώσεων, η Ε.Ε. δεν κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια και ανακοίνωσε χθες πως θα επιβάλει από τον Ιούλιο δασμούς ύψους 25% σε αμερικανικές εξαγωγές στην Ε.Ε., ως αντίποινα για την επιβολή δασμών ύψους 25% σε ευρωπαϊκές εξαγωγές προϊόντων χάλυβα και 10% προϊόντων αλουμινίου στις ΗΠΑ. Οι δασμοί αφορούν αμερικανικά προϊόντα αξίας 2,8 δισ. ευρώ. Παράλληλα, η Ε.Ε. ετοιμάζει και νέους δασμούς, μεταξύ 10% και 50%, σε αμερικανικά προϊόντα αξίας 3,6 δισ. ευρώ από τον Μάρτιο του 2021 ή και νωρίτερα, αν κρίνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου ότι είναι παράνομες οι αμερικανικές κυρώσεις.