Ποινή κάθειρξης 10 ετών επέβαλε το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας στη γυναίκα ρομά που το 2012 σκότωσε τον δολοφόνο του γιου της έξω από το γραφείο του ανακριτή στα δικαστήρια της Ευελπίδων.
Όπως και στο πρωτόδικο δικαστήριο, η κατηγορούμενη κρίθηκε ένοχη με μειωμένο καταλογισμό και οδηγήθηκε στη φυλακή για να εκτίσει τα 2/5 της ποινής της.
Υπερ της ενοχής της τάχθηκε και ο εισαγγελέας, λέγοντας πως «ήξερε τι έκανε, αλλά με μειωμένο καταλογισμό».
Κατά την απολογία της, η γυναίκα ζήτησε συγγνώμη από τους συγγενείς του θύματος και περίεγραψε στους δικαστές τί ακριβώς έγινε την ημέρα του φονικού.
«Εκείνη τη μέρα άλλαξα λίγο την εμφάνισή μου, για να μη με καταλάβουν οι συγγενείς του. Τον είδα να μπαίνει στην Ευελπίδων και τον ακολούθησα, πήγα ατο κτίριο 9. Φοβόμουν ότι θα τον αφήσουν ελεύθερο. Άδειασα όλες τις σφαίρες απο το πιστόλι, γιατί ήθελα να πεθάνει. Όταν τον σκότωσα, ένιωσα ανακούφιση. Μετά τον πυροβολισμό, περίμενα να με σκοτώσουν οι αστυνομικοί» είπε η κατηγορούμενη.
Η ίδια αναφέρθηκε και στη δολοφονία του γιου της. «Για μένα είναι σαν να έχουν σκοτώσει τον γιο μου τώρα, δεν έχει περάσει δευτερόλεπτο. Αυτό που έχω στο μυαλό μου είναι ότι σκότωσαν τον γιο μου στην αγκαλιά μου και φώναζε “μανούλα”. Και κράταγε την κοιλιά του. Όταν πήγα στο ΚΑΤ, άνοιξα την πόρτα και τον είδα και ήταν ανοιγμένος σαν αρνί. Ακόμα δεν έχω συνηδητοποιήσει ότι πέθανε, ορκίζομαι στον Θεό. Το παιδί αυτό ήταν ο έρωτας μου, η ανάσα μου, η ο πνοή μου, μου άφησε τρία παιδιά εγγόνια. Έχουν περάσει έξι χρόνια απο τότε, αλλά για μένα είναι έξι δευτερόλεπτα. Εμείς οι τσιγγάνοι, όταν έχουμε πένθος, για 40 μέρες δεν κάνουμε μπάνιο, δεν πιάνουμε ούτε σαπουνάδα στα χέρια. Στα εννιάμερα του γιου μου, όμως, πήγα κι έκανα μπάνιο κι έκοψα τα μαλλιά μου και ήθελα να πάω να αυτοκτονήσω. Δυο λεπτά πριν αυτοκτονήσω, είδα τον νεκρό γιο μου σε μια καρέκλα να κλαίει και να λέει ότι η μητέρα μου αυτοκτόνησε εξαιτίας μου».
Στο δικαστήριο κατέθεσε ως μάρτυρας η διευθύντρια του 6ου Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, η οποία παρακολουθεί ψυχιατρικά την κατηγορούμενη. Όπως ανέφερε, πάσχει από σχιζοσυναισθηματικη ψύχωση, λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και παρακολουθείται ψυχιατρικά.
«Η γυναίκα αυτή από 22 χρόνων είχε νοσήσει, είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Έπαθε ένα τεράστιο σοκ όταν το παιδί της ξεψύχησε στην αγκαλιά της. Δεν είχε καταλάβει ότι πέθανε. Το πρώτο στάδιο του πένθους είναι η άρνηση, ο θυμός και η εκδίκηση. Η ασθένειά της είναι αντιμετωπίσιμη, το να ζει εκτός με την οικογένειά της βοηθάει σε αυτό.
Η κατηγορούμενη εισήλθε με κρίση με απώλεια συνειδησης. Η συμπεριφορά της ήταν παρανοϊκή. Ζητούσε να κοιμάται με τον γιο της, τον ζητούσε συνέχεια, έψαχνε να τον βρει. Πήρε παρά πολύ χρόνο για να συνέλθει. Μετά απο πολύ καιρό έλαβε την πρώτη θεραπευτική άδεια για να πάει στο μνήμα του γιου της. Έλεγε στη θεραπεύτριά της ότι ο γιος της είναι η ψυχή κι αυτή τα χέρια του» είπε η μάρτυρας.
Όπως υποστήριξε, «αν ξαναφυλακιστεί, μπορεί να υποτροπιάσει. Το να ζει με την οικογένειά της, είναι ο τρόπος για να ανταπεξέρχεται στην ασθένειά της. Όταν ακολουθούνται αυτοί οι όροι, παύει η επικινδυνότητα».
Ο τότε δικηγόρος του θύματος που κατέθεσε ως μάρτυρας ανέφερε: «Είχαν καλέσει για συμπληρωματική απολογία τον πελάτη μου. Κυκλοφορούσε ότι θα αποφυλακιστεί. Την είδα να πετιέται πίσω από μια κολώνα. Πυροβόλησε αρκετές φορές. Δεν ήταν καλά, είχε το ακαταλόγιστο, δεν επικοινωνούσε, ήταν αποσβολωμένη. Μετά το συμβάν, κάναμε προσπάθεια με τον (δικηγόρο) κύριο Ραγκούση να συμφιλιώσουμε τις δύο οικογένειες» είπε ο εν λόγω μάρτυρας.
Στην κατάθεσή του, αστυνομικός που ήταν παρών στο περιστατικό ανεφερε: «Έβγαλε απότομα όπλο και πυροβόλησε αρκετές φορές. Δεν πρόβαλε αντίσταση. Πέταξε το όπλο και είπε “παραδίνομαι”. Ήταν άδειο το όπλο. Γινόταν χαμός από τους συγγενείς του θύματος. Η κατηγορούμενη ήταν ήρεμη, αλλά με βλέμμα απλανές…».