«Στην προκειμένη περίπτωση, αισθανόμαστε πραγματικά πως όση υπόσταση και αν επιχειρήσουμε να δώσουμε στις λέξεις, δεν μπορούν να αποδώσουν την πραγματική διάσταση των όσων έζησε και ένιωσε στα χέρια του κατηγορούμενου, για πέντε ολόκληρα χρόνια, το ανήλικο θύμα».
Αυτά τόνισε χθες το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στην απόφασή του, με την οποία επέβαλε ποινή επταετούς φυλάκισης σε 50χρονο από τη Λευκωσία που βρέθηκε ένοχος σε 68 κατηγορίες που αφορούσαν σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν μεταξύ των ετών 2008 και 2013, όταν το θύμα ήταν ηλικίας 10-15 χρονών και ο κατηγορούμενος ηλικίας 40-45 χρονών. Το θύμα ήταν η θετή κόρη του κατηγορούμενου, δηλαδή η βιολογική θυγατέρα της τότε συζύγου του.
Θύμα και θύτης ζούσαν μαζί ως οικογένεια στο ίδιο σπίτι και σύμφωνα με το δικαστήριο, ο κατηγορούμενος εκτός από συγκάτοικος διαδραμάτιζε (υποτίθεται) ρόλο πατέρα, προστάτη και κηδεμόνα από κοινού με τη μητέρα του θύματος.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, τα αδικήματα διαπράττονταν όταν η μητέρα του θύματος απουσίαζε από το σπίτι.Όπως αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου, το θύμα για πολλά χρόνια ζούσε στη σιωπή.
Μπόρεσε να βρει το ψυχικό σθένος και να αποκαλύψει με λεπτομέρεια στη μητέρα της το τι γινόταν μόλις τον Οκτώβριο του 2016, όταν ήταν πλέον 18,5 χρονών και είχαν απομακρυνθεί οριστικά από τον κατηγορούμενο.
Η μητέρα της είχε πάρει διαζύγιο από τον κατηγορούμενο και ζούσαν σε άλλο σπίτι μαζί και με τη μικρότερή της αδελφή. Η μικρότερη της αδελφή, βιολογική κόρη του κατηγορούμενου, αποτέλεσε έναν από τους κύριους λόγους που την οδήγησαν να αποκαλύψει το δράμα της. Όπως η ίδια, με σπαραγμό, ανέφερε κατά την ακρόαση, δεν ήθελε η μικρότερή της αδελφή να ζήσει στα χέρια του κατηγορούμενου τα όσα έζησε η ίδια.
Περαιτέρω, το δικαστήριο τονίζει ότι σε μια αθώα, απονήρευτη και ευάλωτη περίοδο της παιδικής της ηλικίας, μεταξύ 10-15 ετών, αντί να έχει φροντίδα, στοργή και αγάπη, χρησιμοποιήθηκε ως αντικείμενο ηδονής των διεστραμμένων ορέξεων του κατηγορουμένου. «Είναι αδύνατο, πιστεύουμε, για έναν τρίτο αμέτοχο παρατηρητή, να συναισθανθεί το τι περνούσε η ανήλικη, παγιδευμένη για χρόνια σε ένα σπίτι, γνωρίζοντας πως όποτε έλειπε η μητέρα της, ήταν έρμαιο των σεξουαλικών επιθυμιών του κατηγορούμενου. Και όλα αυτά υπό το κράτος φόβου και απειλών, έχοντας απολέσει κάθε έννοια αυτοεκτίμησης και αυτοσεβασμού. Θυμίζουμε επί τούτου τις αναφορές της μάρτυρος πως αηδίαζε τον ίδιό της τον εαυτό. Τόση ήταν η απόγνωσή της που το 2010, σε ηλικία μόλις 12 ετών, έκοψε τις φλέβες της, όχι για να αυτοκτονήσει όπως ξεκαθάρισε, αλλά για να δώσει ένα σημάδι στον κατηγορούμενο, μήπως και τη λυπόταν και σταματούσε τις παρενοχλήσεις. Αντ’ αυτού, ο κατηγορούμενος από τον επόμενο κιόλας χρόνο αναβάθμισε τη σεξουαλική εκμετάλλευσή της».
Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του ως επιβαρυντικούς παράγοντες το γεγονός ότι τα αδικήματα ήταν συνεχή, διαπράττονταν κατά συρροή και σε βάθος χρόνου, ήτοι για πέντε συναπτά έτη, μεταξύ 2008-2013. Συνυπολογίστηκε επίσης για σκοπούς ποινής και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν επέδειξε καμία μεταμέλεια για τις κατάπτυστες πράξεις του αρνούμενος μέχρι τέλους τη διάπραξη των αδικημάτων. Αυτό είχε ως συναφές αποτέλεσμα το θύμα να βιώσει εκ νέου κατά την ακροαματική διαδικασία τα επώδυνα περιστατικά που συνιστούν τη συνολική εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Μάλιστα, κατά την ακρόαση αφέθηκαν σοβαρές αιχμές για το ήθος και την ηθική του θύματος, συντείνοντας έτσι στην προσπάθεια εξευτελισμού και διαπόμπευσής του.
Εξασφάλισε τη σιωπή του θύματος με απειλές
Υπέρ του κατηγορούμενου λήφθηκαν υπόψη τα στοιχεία που ο συνήγορος υπεράσπισης επισήμανε στην αγόρευση του για σκοπούς μετριασμού της ποινής και ειδικά το λευκό ποινικό μητρώο του και τις προσωπικές του συνθήκες όπως εμφαίνονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας.
«Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνει το δικαστήριο, δεν θα παραβλέψουμε τις οικονομικές και άλλες επιπτώσεις για τον κατηγορούμενο και τους οικείους του. Σε ό,τι αφορά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα, για την οποία επίσης γίνεται λόγος στην αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου, φρονούμε, πως, στην προκειμένη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της υπόθεσης και ειδικά των ακραίων συναισθημάτων του ανήλικου θύματος που δικαιολογημένα οδήγησαν σε καθυστέρηση στην καταγγελία, δεν θα πρέπει να προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορούμενου. Εξάλλου, είναι ο κατηγορούμενος που εξασφάλισε τη σιωπή του θύματος με απειλητικές και άλλες μεθοδεύσεις, όλα αυτά τα χρόνια. Έτσι δεν είναι δυνατό, αυτή του η τακτική, να του αποφέρει και όφελος».