Η δολοφονία του Γεωργίου Α’ στη Θεσσαλονίκη- Οι βουλγαρικές αξιώσεις σε εδάφη που είχαν καταλάβει Έλληνες και Σέρβοι- Η εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης και οι ιστορικές ελληνικές νίκες επί των Βουλγάρων- Η Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου.
Τέτοια περίπου εποχή πριν από 115 χρόνια ξεκινούσε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, που αποτέλεσε τη συνέχεια του πρώτου και το ξεκαθάρισμα σε μεγάλο βαθμό των εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας που θα άλλαζαν χέρια. Ο ελληνικός στρατός μεγαλούργησε στα πεδία των μαχών πετυχαίνοντας μια σειρά από μεγάλες νίκες επί των Βουλγάρων. Δυστυχώς όμως αρκετά από τα εδάφη που παρέλαβε η χώρα μας παρέμειναν εκτός ελληνικής επικράτειας με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/ 10 Αυγούστου 1913). Το συνοριακό ζήτημα των βαλκανικών κρατών επρόκειτο να επανακάμψει και στους δύο Παγόσμιους Πολέμους του 20ου αιώνα.
Η δολοφονία του Γεωργίου Α’ στη Θεσσαλονίκη
Πριν ξεκινήσουμε την αναφορά μας στα γεγονότα του Β’ Βαλκανικού Πολέμου θα εξιστορήσουμε την δολοφονία του βασιλιά Γεώργιου Α’ στη Θεσσαλονίκη.
Ο Γεώργιος Α΄ βρισκόταν στη « νύμφη του Θερμαϊκού» από τις 29 Οκτωβρίου 1912 σε μια προσπάθειά του να εδραιώσει την ελληνική κυριαρχία στην πόλη και στη Μακεδονία. Παρόλο που και στο παρελθόν είχε πέσει θύμα δολοφονικής επίθεσης (Φεβρουάριος 1898, δείτε σχετικό άρθρο στις 12/8/2017 στο protothema.gr), δεν είχε ποτέ μεγάλο αριθμό προσωπικών φρουρών. Εκείνη την εποχή άλλωστε (αρχές 1913) ,η δημοτικότητά του βρισκόταν στα ύψη μετά τις επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Ωστόσο, στις 5 Μαρτίου 1913 ο Σερραίος Αλέξανδρος Σχινάς γεννημένος το 1870 (σύμφωνα με άλλες πηγές καταγόταν από τον Βόλο ή το Ασβεστοχώρι της Θεσσαλονίκης), παραμόνευε στη γωνία των οδών Αγίας Τριάδος και Εξοχής και από κοντινή απόσταση πυροβόλησε τον Γεώργιο. Ο υπασπιστής του βασιλιά επιχείρησε να βγάλει το περίστροφό του και ο Σχινάς στράφηκε προς το μέρος του για να τον πυροβολήσει. Ωστόσο, το όπλο του έπαθε αφλογιστία. Ο Γεώργιος έπεσε σε πάγκο γωνιακού παντοπωλείου, ο ιδιοκτήτης του οποίου έσπευσε να τον σηκώσει. Μεταφέρθηκε στο ιατρείο του Παπάφειου Ιδρύματος, αλλά ήταν αργά καθώς είχε ήδη αφήσει την τελευταία του πνοή. Ο Σχινάς συνελήφθη από δύο Κρήτες χωροφύλακες, έναν Λοχία και έναν στρατιώτη, που περνούσαν τυχαία από την περιοχή. Οι λόγοι που τον οδήγησαν σ’ αυτή του την ενέργεια δεν έγιναν ποτέ γνωστοί, καθώς αυτοκτόνησε πέφτοντας από παράθυρο του Διοικητηρίου όπου είχε μεταφερθεί για ανάκριση στις 5 Μαΐου 1913, οι δε φάκελοι της ανάκρισής του φαίνεται ότι κάηκαν, καθώς στο ατμόπλοιο που τους μετέφερε στον Πειραιά εκδηλώθηκε πυρκαγιά.
Η πιθανότερη εκδοχή για τη δολοφονία του Γεωργίου είναι ότι πρόκειται για ενέργεια σχεδιασμένη από τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες των οποίων όργανο ήταν ο Σχινάς με σκοπό να ανέβει στο θρόνο ο Κωνσταντίνος, που τον θεωρούσαν φιλικότερα διακείμενο προς τη Γερμανία.
Υπήρχαν πάντως και κάποιοι άλλοι που θεωρούσαν υπεύθυνους για τη δολοφονία του Γεωργίου τους Βούλγαρους. Γράφει χαρακτηριστικά ο Δρ Ιωάννης Παπαφλωράτος στο δίτομο έργο του ” Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833-1849” :”Στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας τα πνεύματα ήταν οξυμένα και ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής της περιοχής πρίγκιψ Νικόλαος μόλις και μετά βίας κατάφερε να αποτρέψει έκτροπα εις βάρος των βουλγαρικών στρατευμάτων, τα οποία ευρίσκοντο στην πόλη. Διάχυτη ήταν η αίσθηση στο ελληνικό στοιχείο ότι πίσω από τη δολοφονία του Γεωργίου κρυβόταν η Βουλγαρία”. Και παρακάτω: « Πολλά έχουν γραφεί για τα κίνητρα του δολοφόνου Αλεξ. Σχινά, ο οποίος χαρακτηρίσθηκε ψυχοπαθής από τον ανακριτή. Κατά την εποχή εκείνη διατυπώθηκε και η άποψη ότι αυτός παρακινήθηκε από τους Σέρβους, οι οποίοι επεδίωκαν να ματαιώσουν τη συνεννόηση μεταξύ της Ελλάδος και της Βουλγαρίας.
Ο Γεώργιος ήταν διεκυρηγμένος οπαδός της ελληνοβουλγαρικής προσέγγισης, ενώ ο Βενιζέλος επεδίωκε παντί τρόπο την αποφυγή ενός νέου πολέμου μεταξύ των δύο κρατών. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή ο δολοφόνος προσεγγίσθηκε από την σερβική οργάνωση ”Μαύρη Χειρ”, η οποία είχε δολοφονήσει τον βασιλέα της Σερβίας Αλέξανδρο την νύκτα της 28ης προς την 29η Μαΐου 1903».
Φημολογούμενες συναντήσεις της βασίλισσας Όλγας με τον Α. Σχινά στη φυλακή δεν τεκμηριώνονται από τις αρχειακές πηγές.
Παρά το βαρύ πένθος η ορκωμοσία του διαδόχου Κωνσταντίνου ως νέου βασιλιά έγινε πανηγυρικά ενώπιον της Βουλής στις 11 το πρωί της 8ης Μαρτίου 1913.
Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος τελείωσε τυπικά με τη Συνθήκη του Λονδίνου (17/30 Μαΐου 1913), η οποία και πάλι άφησε πολλές εκκρεμότητες και για τη χώρα μας (νησιά του Αιγαίου, Βορειοηπειρωτικό, καθεστώς Αγίου Όρους). Παράλληλα στο Λονδίνο αναγνωρίσθηκε για πρώτη φορά και η ανεξαρτησία της Αλβανίας.
Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος
Οι πράξεις βίας και αυθαιρεσίας των Βούλγαρων στρατιωτικών αλλά και η συνεχιζόμενη συγκέντρωση στρατευμάτων κοντά στην προσωρινή διαχωριστική γραμμή προκάλεσαν την επίδοση διαβήματος από τον Έλληνα πρεσβευτή στη Σόφια προς τη βουλγαρική κυβέρνηση.
Η Ανώτατη Βουλγαρική Στρατιωτική Διοίκηση σε απάντηση διέταξε την απρόκλητη επίθεση των στρατευμάτων της εναντίον θέσεων του Ελληνικού Στρατού στη Νιγρίτα, τις Ελευθερές, το Βερτίσκο, την Καλλινδρία και το Καρασούλι. Η II βουλγαρική μεραρχία εισέβαλε στο ελληνικό έδαφος στις 16ης/29ης Ιουνίου 1913 (ώρα 18:50). Το βράδυ της ίδιας μέρας 4 βουλγαρικές μεραρχίες μπήκαν στις περιοχές Ιστίπ- Στρώμνιτσας και Κιουστεντίλ της Σερβίας. Αντικειμενικός σκοπός των Βουλγάρων ήταν να διασπάσουν το κοινό μέτωπο Ελλήνων και Σέρβων.
Η επίθεση αυτή έγινε χωρίς να έχει προηγηθεί επίσημη κήρυξη πολέμου. Η ελληνική πλευρά, αναδιπλώθηκε επιβραδύνοντας την εχθρική επίθεση και το βράδυ της ίδιας μέρας αναχώρησε συντεταγμένη για τη Θάσο. Το επόμενο πρωί οι βουλγαρικές δυνάμεις κατέλαβαν το λιμάνι των Ελευθερών.
Μόλις εκδηλώθηκε η εχθρική επίθεση ο Κωνσταντίνος διέταξε την εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης από τα εχθρικά στρατεύματα και κατόπιν την εγκατάλειψη της αμυντικής στάσης για την εξαπόλυση αντεπίθεσης στην περιοχή του Κιλκίς, όπου οι Βούλγαροι είχαν συγκεντρώσει μεγάλες δυνάμεις.
Ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη έκανε παρέμβαση υπέρ των Βουλγάρων με αποτέλεσμα να προκαλέσει την ελληνική αντίδραση. Το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο είχε πληροφορηθεί για την επικείμενη βουλγαρική επίθεση. Έτσι ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού προωθήθηκε προς τη γραμμή Πολύκαστρο- υψώματα της Θεσσαλονίκης- λίμνες Λαγκαδά και Βόλβης μέχρι τον κόλπο του Ορφανού, όπου είχε και την υποστήριξη του στόλου.
Συνολικά στη Μακεδονία υπήρχαν 117.861 Έλληνες στρατιώτες, οι οποίοι συγκροτούσαν 8 Μεραρχίες και υποστηρίζονταν από 9 ορειβατικές και 33 πεδινές πυροβολαρχίες.
Στις 17 Ιουνίου 1913 ο Υποστράτηγος Κ. Καλλάρης διέταξε τους Βούλγαρους να εγκαταλείψουν τη Θεσσαλονίκη. Οι Βούλγαροι δεν απάντησαν και άρχισαν να παίρνουν μέτρα άμυνας. Κατόπιν ο Καλλάρης διέταξε γενική επίθεση εναντίον όλων των σημείων που κατείχαν οι Βούλγαροι. Η επίθεση εναντίον των Βουλγάρων ξεκίνησε το απόγευμα και τελείωσε στις 6:55 το πρωί της επόμενης ημέρας. Ο Βούλγαρος στρατηγός Hesapsiev είχε δώσει εντολή στους άνδρες του να αμυνθούν σθεναρά ”έως την άφιξη του βουλγαρικού στρατού”. Ο ίδιος είχε αναχωρήσει σιδηροδρομικώς από τη Θεσσαλονίκη το μεσημέρι της 17ης Ιουνίου.
Οι μάχες μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων ήταν σκληρές. Ο απεσταλμένος της εφημερίδας ”Ακρόπολις” Ν. Σπανδωνής έγραφε:” Κατά την δωδεκάωρον αυτήν μάχην, πρωτοφανή μάχην μέσα εις τας οδούς της πόλεως 52 Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί επλήρωσαν διά της ζωής των την ολοσχερή απαλλαγήν της Θεσσαλονίκης από την βουλγαρικήν αυθαιρεσίαν”.
Ο Ε. Καντζίνος στο βιβλίο του ”Β’ Βαλκανικός Πόλεμος” γράφει ότι ο τελικός απολογισμός της μάχης ήταν 22 Έλληνες νεκροί και 42 τραυματίες. Οι Βούλγαροι είχαν 60 νεκρούς οπλίτες, 17 τραυματίες και 1.259 αιιχμαλώτους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν με πλοία στον Πειραιά και από εκεί σε όποιο μέρος επέλεγε η ελληνική κυβέρνηση.
Η μάχη Κιλκίς- Λαχανά (19-21 Ιουνίου 1913)- Ο μικρός ήρωας.
Στις 18 Ιουνίου/1 Ιουλίου 1913 έφθασε στη Θεσσαλονίκη ο Κωνσταντίνος, ο οποίος αποφάσισε να περάσει στην επίθεση πριν προλάβουν οι Βούλγαροι να συγκεντρωθούν στις προωθημένες βάσεις εξόρμησής τους στην περιοχή Κιλκίς- Λαχανά.
Οι ελληνικές δυνάμεις αποτελούνταν από 72 τάγματα, 168 πυροβόλα και 2 συντάγματα ιππικού. Στις 19 Ιουνίου ξεκίνησε η μεγάλη ελληνική αντεπίθεση. Αρχικά, καταλήφθηκαν η Γευγελή και η Νιγρίτα. Οι Βούλγαροι είχαν συγκεντρωθεί στη γραμμή Κιλκίς- Λαχανά. Το κέντρο βάρους της προσπάθειάς τους είχε εστιαστεί στα νότια περίχωρα του Κιλκίς.
Στις 10:00 το πρωί της 19ης Ιουλίου οι συγκρούσεις είχαν γενικευθεί. Οι ελληνικές μεραρχίες που κινούνταν εναντίον του Κιλκίς προσπαθούσαν να διασπάσουν την προωθημένη βουλγαρική αμυντική τοποθεσία στη γραμμή Πέρινθος- Μαυρονέρι- Νέο Γυναικόκαστρο. Ως το βράδυ οι Βούλγαροι οπισθοχωρούσαν προς την κύρια τοποθεσία αντίστασής τους γύρω από την πόλη του Κιλκίς. Αλλά και στον Λαχανά η έκβαση των συγκρούσεων ήταν θετική για την ελληνική πλευρά, καθώς οι Βούλγαροι αποσύρθηκαν στην κύρια αμυντική τοποθεσία Προφήτης Ηλίας- Παλιόκαστρο.
Στις 20/6/1913 μετά από σκληρές μάχες οι ελληνικές δυνάμεις προωθήθηκαν ελάχιστα. Το Κιλκίς παρέμενε ακόμα στα χέρια των Βούλγαρων. Ο Κωνσταντίνος τότε εξέδωσε την παρακάτω ιστορική διαταγή: ”Αύριο απαιτώ την πτώση του Κιλκίς”.
Η ελληνική επίθεση ξεκίνησε στις 3:30 τη νύχτα της 21/6/1913. Οι Βούλγαροι αιφνιδιάστηκαν. Η πρώτη γραμμή άμυνας ”έσπασε” στις 4:10 π.μ.. Στις 5:00 π.μ. ”έσπασε” και η δεύτερη γραμμή. Έμενε η τελευταία γραμμή άμυνας. Η ελληνική ψυχή μίλησε για μία ακόμα φορά και στις 11:00 π.μ. της 21/6/1913 το Κιλκίς καταλήφθηκε και λίγο μετά η ελληνική σημαία τοποθετήθηκε στο ύψωμα του Αγίου Γεωργίου. Ταυτόχρονα, ελληνικές δυνάμεις τοποθετήθηκαν προς τον Λαχανά, όπου είχαν παραταχθεί ισχυρές βουλγαρικές δυνάμεις. Ωστόσο, η βουλγαρική αντίσταση κάμφθηκε και ο Λαχανάς απελευθερώθηκε όπως και το Καλίνοβο.
Το τίμημα όμως της κατάληψης του Κιλκίς και του Λαχανά ήταν πολύ μεγάλο. 8.652 άνδρες νεκροί και τραυματίες (37 αξιωματικοί νεκροί και 85 τραυματίες) σε σύνολο 81.560 ανδρών. Οι βουλγαρικές απώλειες είναι άγνωστες. Πάντως 2.500 άνδρες του βουλγαρικού στρατού πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Για τη γενναιότητά του διακρίθηκε ο Ταγματάρχης Φ. Διαλέτης, ο οποίος σκοτώθηκε στις 19 Ιουνίου και ο 13χρονος Γεράσιμος Ραυτόπουλος από το Φισκάρδο της Κεφαλλονιάς (γεννήθηκε το 1900, είναι άγνωστο το πότε πέθανε).
Ο Γεράσιμος Ραυτόπουλος διακρίθηκε στη μάχη της Ελασσόνας το 1912 και παρά την πολύ μικρή ηλικία του στη μάχη του Κιλκίς ανδραγάθησε. Πιάστηκε αιχμάλωτος, αλλά κατόρθωσε να ξεφύγει σκοτώνοντας τρεις Βούλγαρους και τρέποντας σε φυγή άλλους δύο. Κατά την επιστροφή του βρήκε έναν σοβαρά τραυματισμένο εύζωνο, τον οποίο μετέφερε στην πλάτη του μέχρι το ελληνικό στρατόπεδο! Για όλες αυτές τις πραγματικά απίστευτες πράξεις του ο δεκατριάχρονος Γεράσιμος τιμήθηκε με τον βαθμό του δεκανέα στις 28 Αυγούστου 1913. Ωστόσο, μετά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο τα ίχνη του χάθηκαν…
Η μάχη της Δοϊράνης (22-23 Ιουνίου 1913)
Μετά την ήττα τους σε Κιλκίς- Λαχανά οι Βούλγαροι συμπτύχθηκαν προς τη Δοϊράνη, τις Σέρρες και το Σιδηρόκαστρο. Ο Ελληνικός Στρατός λόγω έντονης κόπωσης δεν μπορούσε να τους καταδιώξει.
Στις 22 Ιουνίου/5 Ιουλίου 1913 η Ελλάδα και η Σερβία κήρυξαν τον πόλεμο στη Βουλγαρία. Στις 22 Ιουνίου μεγάλο μέρος των ελληνικών δυνάμεων κινήθηκε προς τη στρατηγικής σημασίας περιοχή της Δοϊράνης, η οποία έλεγχε τις διαβάσεις από και προς τη βόρειο και τη νότια Μακεδονία και τη Θράκη. Το βράδυ της 22ας Ιουνίου οι ελληνικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον των εχθρικών δυνάμεων και το επόμενο πρωινό κατάφεραν να εκτοπίσουν τους Βούλγαρους, οι οποίοι είχαν καταφύγει στον ορεινό όγκο του Μπέλες. Το ηθικό στις τάξεις των Βουλγάρων ήταν πεσμένο, ενώ πολλοί στρατιώτες λιποτακτούσαν. Κατά την υποχώρησή τους από τη Δοϊράνη οι Βούλγαροι πήραν μαζί τους 32 πολίτες ως ομήρους, από τους οποίους κανείς δεν επέζησε, ενώ εκτέλεσαν με άγριο τρόπο όλους τους αιχμαλώτους. Οι ελληνικές στρατιωτικές απώλειες ήταν 1.300 νεκροί και τραυματίες.
Την ίδια μέρα με την κατάληψη της Δοϊράνης ο σερβικός στρατός αναχαίτισε τον βουλγαρικό στην περιοχή του χωριού Κότσανα και του Κρίβολακ, ενώ ανακατέλαβε το Ιστίπ. Οι Βούλγαροι μετέφεραν στρατιωτικές δυνάμεις στην Τζουμαγιά με στόχο τα ελληνικά στρατεύματα, ωστόσο είδαν έκπληκτοι τους Σέρβους να τους επιτίθενται.
Στις 25 Ιουνίου/8 Ιουλίου 1913 η I ελληνική Μεραρχία έφθασε στο Θρακικό (τότε Τουρτσελή) και η VI στα Λειβάδια (τότε Τζουμά Μαχαλά). Υπήρχαν πληροφορίες για συγκέντρωση ισχυρών βουλγαρικών δυνάμεων στη Βετρίνα (Νέο Πετρίτσι) και το Σιδηρόκαστρο.
Η απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας
Το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων απελευθέρωσε το Πετρίτσι. Οι Βούλγαροι δεν δίστασαν να πυρπολήσουν το νοσοκομείο του Πετριτσίου, αν και νοσηλεύονταν σ’ αυτό 17 Βούλγαροι τραυματίες για να μην πέσουν στα χέρια των Ελλήνων. Στη συνέχεια οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν την κορυφογραμμή Δεμίρ Καπού, που δεσπόζει της κοιλάδας του Στρυμόνα. Πανικόβλητοι οι Βούλγαροι προσπαθούσαν να περάσουν τα στενά του Ρούπελ. Κατά την αποχώρησή τους από το Σιδηρόκαστρο ανατίναξαν τη σιδηροδρομική γέφυρα και έπειτα θανάτωσαν τον Μητροπολίτη Κωνσταντίνο και άλλους 100 πολίτες. Λίγο μετά η VI Μεραρχία απελευθέρωσε το Σιδηρόκαστρο. Στη συνέχεια τα ελληνικά τμήματα κινήθηκαν προς τον βορρά. Στις 27 Ιουνίου η IV Μεραρχία επιτέθηκε αιφνιδιαστικά σε μια εχθρική μεραρχία που ήταν εγκατεστημένη στο χωριό Σουσίτσα. Συνολικά εκεί βρίσκονταν 20.000 Βούλγαροι, οι οποίοι αιφνιδιάστηκαν και τράπηκαν σε φυγή εγκαταλείποντας το πεδινό πυροβολικό και τα οχήματά τους.
Στις 30 Ιουνίου 1913 ο Ελληνικός Στρατός μπήκε στην πυρπολημένη από τους Βούλγαρους πόλη των Σερρών. Οι Βούλγαροι είχαν συλλάβει 8.500 από τους Έλληνες κατοίκους της πόλης, τους οποίους οδήγησαν στη χώρα τους. Πολλοί από αυτούς πέθαναν από κακουχίες. Συνοικίες των Σερρών καταστράφηκαν ολοσχερώς. Από τις 23 εκκλησίες διασώθηκαν μόνο οι 3! Επίσης οι Βούλγαροι κατέστρεψαν ολοκληρωτικά και το Δοξάτο, στο οποίο μπήκε ο Ελληνικός Στρατός μετά την απελευθέρωση της Δράμας (1/14 Ιουλίου) και είχαν σκοτώσει περισσότερους από 750 κατοίκους του. Ωστόσο, ο Θ. Πάγκαλος κάνει λόγο για 2.500 νεκρούς και ο Ι. Πολιτάκος για 2.600 από τους 3.000 της κωμόπολης. Παράλληλα, οι Βούλγαροι είχαν προχωρήσει σε φόνους και βιασμούς και στα γειτονικά χωριά. Στις 25 Ιουνίου/30 Ιουλίου, στο μεταξύ, τα αντιτορπιλικά ”Δόξα”, ”Ιέραξ” και ”Πάνθηρ” συνοδευόμενα από πολλά μεταγωγικά εμφανίστηκαν μπροστά από το λιμάνι της Καβάλας.
Η συνέχιση της προέλασης του Ελληνικού Στρατού
Οι αλλεπάλληλες επιτυχίες του στρατού μας, προκάλεσαν τον θαυμασμό των ξένων αλλά ταυτόχρονα τον φθόνο και τις αντιδράσεις τους. Η Ρωσία, η Αυστροουγγαρία και η Μ. Βρετανία, πίεζαν την Αθήνα να τερματιστούν οι εχθροπραξίες. Αρχικά ο Βενιζέλος αντέδρασε, στη συνέχεια όμως, έδειξε να συμφωνεί μαζί τους για να μην απομονωθεί διπλωματικά η χώρα μας. Ο Κωνσταντίνος αντίθετα, ήθελε να υπάρξει ολοκληρωτική ήττα των Βούλγαρων. Την άποψή του συμμεριζόταν και το σύνολο του στρατεύματος, που είχε δει από κοντά τις απίστευτες βουλγαρικές φρικαλεότητες σε βάρος άμαχων Ελλήνων.
Έτσι, διατάχθηκε η συνέχιση της προέλασης του Ελληνικού Στρατού, ο οποίος πλέον πλησίαζε προς το μητροπολιτικό έδαφος της Βουλγαρίας.
Στις 28 Ιουνίου/11 Ιουλίου 1913, Τμήμα Στρατιάς προέλασε προς τα Στενά της Κρέσνας, που δεσπόζουν πριν την είσοδο της πεδιάδας της Σοφίας. Στο σημείο αυτό σχηματίζεται ένα βαθύ φαράγγι, μέσα στο οποίο κυλάει ο Στρυμόνας. Οι Βούλγαροι που δεν περίμεναν ότι ο στρατός μας θα φτάσει εκεί, πρόλαβαν μόνο να καταστρέψουν τις γέφυρες. Τα ελληνικά στρατεύματα επιτέθηκαν με πέντε μεραρχίες στη Στρώμνιτσα και με δύο στη στενωπό Ρούπελ. Μετά από σκληρές μάχες, οι ελληνικές δυνάμεις υποχρέωσαν τους Βούλγαρους σε υποχώρηση.
Τις επόμενες μέρες, ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε το οροπέδιο του Τζαμί – Τεπέ και το οροπέδιο Ρούγκεν. Η III και η Χ Μεραρχία κατευθύνθηκαν προς το Πέτσοβο και το Σπίκοβο. Στις 9/19 Ιουλίου, δέχθηκαν αιφνιδιαστική επίθεση, την οποία όμως κατάφεραν να αποκρούσουν. Στις 10/23 Ιουλίου, ο στρατός μας είχε καταλάβει τα Στενά της Κρέσνας.
«Το σχέδιο του Ελληνικού Επιτελείου είχε επιτύχει πλήρως», γράφει ο Ι. Πολιτάκος.
Η διάβαση των στενών της Κρέσνας (8-11 Ιουλίου 1913)
Η VI ελληνική Μεραρχία ξεκίνησε το πρωί της 8ης Ιουλίου από τη Γραδένιτσα και μέχρι το βράδυ έφτασε στη Χούσταβα όπου και διανυκτέρευσε. Εκεί παρέμεινε για δύο μέρες ώσπου να φτάσουν στο ίδιο «ύψος» με αυτή και οι άλλες τρεις ελληνικές μεραρχίες. Στις 11 Ιουλίου (πρωί) ξεκίνησε και πάλι και το βράδυ έφτασε στους λόφους βόρεια από τα Χάνια Σουρμπίν όπου δέχτηκε εχθρικά πυρά. Η ΙV Μεραρχία ξεκίνησε το πρωί της 8ης Ιουλίου από το Τσιγκανέ Καλεσί και μέχρι το βράδυ έφτασε στα υψώματα Τζαμί Τεπέ. Την επόμενη μέρα, συνέδραμε τον αγώνα της Χ Μεραρχίας στα υψώματα του Ρούγεν.
Η I, η V και η ΙΙ Μεραρχία, μετά από πολλές περιπέτειες, κατάφεραν κι αυτές να περάσουν τα στενά της Κρέσνας. Τελευταία, η ΙΙ Μεραρχία, τη νύχτα της 11ης προς 12η Ιουλίου έφτασε στο «ύψος» των άλλων δύο μεραρχιών, στο χωριό Σούσιτσα.
Η μάχη του Σιμιτλή – Το τέλος του πολέμου
Στη βόρεια έξοδο των στενών της Κρέσνας και στη γραμμή Ρούγεν – Σιμιτλή – Πορογός Μαχαλά βρισκόταν το πρωί της 12ης Ιουλίου παρατεταγμένες 8 βουλγαρικές ταξιαρχίες (συνολικά 64 τάγματα). Οι ελληνικές δυνάμεις αριθμούσαν 54 τάγματα. Το μεσημέρι της 12ης Ιουλίου, 2 Συντάγματα της VIΙ Μεραρχίας επιτέθηκαν στα υψώματα του Πρεντέλ Χαν και το μεσημέρι της ίδιας μέρας εκτόπισαν από εκεί το 56ο βουλγαρικό σύνταγμα. Ολόκληρη η VI Ελληνική Μεραρχία επιτέθηκε στην περιοχή του Ογνιάρ Μαχαλά που την υπεράσπιζαν δύο βουλγαρικές ταξιαρχίες.
Παρά την αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων, οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν τις πρώτες γραμμές των Βούλγαρων και τις κράτησαν μέχρι το βράδυ, με απαράμιλλο ηρωισμό χρησιμοποιώντας ακόμα και πέτρες όταν τελείωσαν τα πυρομαχικά!
Οι Βούλγαροι συμπτύχθηκαν στη γραμμή των υψωμάτων 1079-1375 τα οποία όμως εγκατέλειψαν την επομένη μετά από νέα επίθεση της VI Μεραρχίας και υποχώρησαν προς την Τζουμαγιά. Μετά την ήττα τους αυτή, οι βουλγαρικές δυνάμεις που κρατούσαν τις θέσεις τους στο Ρούγεν και το Σιμιτλή-Ουράνοβο εγκατέλειψαν την περιοχή του Σιμιτλή και συμπτύχθηκαν προς την Τζουμαγιά. Τέλος η VIΙ Μεραρχία στις 17 Ιουλίου απέκρουσε επίθεση 8.000 περίπου Βουλγάρων στον αυχένα του Πρέντελ. Σ’ αυτές τις θέσεις, στις 18 Ιουλίου, βρήκε τον Ελληνικό Στρατό, η κατάπαυση του πυρός και η ανακωχή.
Στο μεταξύ ο ναύαρχος Π. Κουντουριώτης με το θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ», στις 12/25 Ιουλίου 1913 έφθασε στα ανοιχτά του Δεδέ-Αγάτς(Αλεξανδρούπολη). Λίγο αργότερα, άγημα κατέλαβε την πόλη. Σύντομα έφτασε στην Καβάλα, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή. Η διοίκηση της πόλης ανατέθηκε στον Πλωτάρχη Σ. Μαυρομιχάλη.
Παράλληλα, ο στρατός μας απελευθέρωνε τη Χρυσούπολη, την Ξάνθη, τη Μάκρη και το Πόρτο-Λάγος. Στις 14/27 Ιουλίου απελευθερώθηκε η Κομοτηνή από μια ημιλαρχία της VIII Μεραρχίας υπό τον Λοχαγό Γ. Κατεχάκη και το Τάγμα Κρητών υπό τον Συνταγματάρχη Γ.Καναβατζόγλου.
Πολεμικές επιχειρήσεις Σέρβων, Ρουμάνων και Τούρκων εναντίον Βούλγαρων
Επωφελούμενοι από τις σκληρές ελληνοβουλγαρικές μάχες και τις ελληνικές επιτυχίες, οι Σέρβοι πέτυχαν να ανακόψουν τις βουλγαρικές επιθέσεις (17-25 Ιουνίου) και να περάσουν στην αντεπίθεση και μέχρι τις 8 Ιουλίου να πετύχουν σημαντικές νίκες επί των Βουλγάρων. Και η Ρουμανία στις 27 Ιουνίου, με επιστράτευση 200.000 ανδρών κήρυξε τον πόλεμο στη Βουλγαρία. Ρουμανικά στρατεύματα μπήκαν χωρίς αντίσταση σε βουλγαρικό έδαφος, με σκοπό να καταλάβουν τη Νότια Δοβρουτσά. Δύο φάλαγγες κινήθηκαν προς το Μπάλτσικ. Την πρώτη μέρα, καταλήφθηκε η Σιλιστρία. Στις 30 Ιουνίου, οι Ρουμάνοι εισέβαλαν στο Τουρτουκάι και στις 2 Ιουλίου στη Βάρνα. Τη μέρα της ανακωχής, ο ρουμανικός στρατός απείχε 30 χλμ. από τη Σόφια.
Αλλά και η οθωμανική αυτοκρατορία συγκρότησε μια μικρή στρατιά και μια ταξιαρχία ιππικού, υπό την αρχιστρατηγία του Αχμέτ Ιζέτ. Στις 29 Ιουνίου, ξεκίνησαν επιχειρήσεις στη Θράκη. Την 1η Ιουλίου, καταλήφθηκαν το Μαρατλί και Ιστράντζα και την επομένη οι Τούρκοι έφθασαν στο Λουλέ Μπουργκάς. Στις 6 Ιουλίου έφθασαν μπροστά στις Σαράντα Εκκλησιές και στις 9 Ιουλίου στην Αδριανούπολη, τις οποίες κατέλαβαν τρεις μέρες αργότερα.
Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου(28 Ιουλίου 1913)
Στις 17/30 Ιουλίου 1913, άρχισαν οι εργασίες της συνδιάσκεψης του Βουκουρεστίου για τον καθορισμό των συνόρων στα Βαλκάνια.
Η Βουλγαρία παρά το ότι είχε ηττηθεί στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο είχε την υποστήριξη της Αυστροουγαρίας και της Ρωσίας ειδικά στο ζήτημα της Καβάλας.
«Η Ελλάδα διαθέτει τόσα λιμάνια ώστε να μην γνωρίζει πώς θα τα χρησιμοποιήσει. Θα λάβει τη Θεσσαλονίκη. Ανατολικά της Θεσσαλονίκης, μόνο η Καβάλα είναι δυνατό να αποτελέσει ένα αξιόλογο λιμάνι. Το Ντεντέ-Αγάτς (Αλεξανδρούπολη) δεν αξίζει τίποτε… Είναι δίκαιο η Βουλγαρία να έχει ένα λιμάνι στη θάλασσα του Αιγαίου», τόνιζε ο Ρώσος διπλωμάτης Σεργκέι Σαζόνοφ στον Γάλλο Τεοφίλ Ντελκασέ.
Την ελληνική αντιπροσωπεία αποτελούσαν οι: Ε. Βενιζέλος, Δ. Πανάς, Ν. Πολίτης και οι στρατιωτικοί Κ. Πάλλης και Α. Εξαδάκτυλος. Μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις, η Καβάλα παρέμεινε στην Ελλάδα και τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα καθορίστηκαν «από των νέων βουλγαροσερβικών συνόρων επί ης κορυφογραμμής του όρους Μπέλες… εις τας το Αιγαίον Πέλαγος εκβολάς του ποταμού Νέστου».
Ωστόσο, η Θράκη αν και είχε απελευθερωθεί, παρέμεινε στη Βουλγαρία. Το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου που είχαν απελευθερωθεί από τον ελληνικό στόλο δεν ξεκαθαριζόταν.
Βέβαια, η χώρα μας προσάρτησε μεγάλο μέρος της Ηπείρου και της Μακεδονίας όμως μάλλον έπρεπε να πάρει περισσότερα. Η Ρουμανία π.χ. εκτός από τη Νότιο Δοβρουτσά κατάφερε να συσταθούν επισκοπές και να δοθεί αυτονομία στις σχολές και τις εκκλησίες των Κουτσοβλάχων στα νέα ελληνικά εδάφη…
Η έκταση της Ελλάδας από 63.211 τ. χλμ. έφτασε πλέον μαζί με τα νησιά του Αιγαίου που δόθηκαν στη χώρα μας το 1914, τα 120.308 τ. χλμ. ο δε πληθυσμός της από 2.631.952 αυξήθηκε σε 4.718.221 κατοίκους.
Επίλογος
Κλείνουμε το άρθρο με τα όσα έγραψαν ο Βούλγαρος Στρατηγός Ivanov και ο Γάλλος Αντιστράτηγος Marie-Eugene Debeney για τον Ελληνικό Στρατό.
«Ήμασταν εις θέσιν να αντισταθούμε για τόσο καιρό γιατί ο εχθρός (οι Έλληνες) ήταν αδέξιος, δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση, δεν μπορούσαν να αξιοποιήσουν τις αδυναμίες μας… Νόμιζα ότι είχα προβλέψει τα πάντα, ότι είχα μαντέψει τα πάντα, τα πάντα εκτός από την ελληνική τρέλα… (Ivanov).
Ο Debeney, έκπληκτος από την ανάπτυξη 8 ελληνικών μεραρχιών σε πολύ στενό πεδίο χωρίς εφεδρείες και δίχως τη δυνατότητα ελιγμού, μετά από επιτόπια «αυτοψία» στο πεδίο των μαχών, είπε: «Αυτή η τακτική δεν είναι ούτε γαλλική ούτε γερμανική… είναι απλώς ελληνική»…
Πηγές:
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, ΤΟΜΟΣ ΙΔ’
Δρ Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ 1833-1949», εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2014.
Ευχαριστούμε θερμά τον Δρα Ι. Παπαφλωράτο ,ο οποίος πρόθυμα και ευγενέστατα μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το έργο του.