Στην Ελλάδα εντοπίζονται τα περισσότερα νοικοκυριά με απολαβές πολύ χαμηλότερες του διάμεσου εθνικού εισοδήματος. Αυτό το στοιχείο δείχνει αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας έπειτα από μια μακροχρόνια κρίση στην οικονομία. Μαζί με την Ισπανία καταλαμβάνουν τις δύο υψηλότερες θέσεις στη λίστα με τις χώρες του ΟΟΣΑ που έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών που κάθε χρόνο κερδίζουν πολύ λιγότερα από το διάμεσο εθνικό εισόδημα. Αυτά τα νοικοκυριά καταλαμβάνουν πάνω από το 15% του συνόλου στην Ελλάδα και την Ισπανία, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκονται οι ΗΠΑ. Στη ισχυρότερη οικονομία του κόσμου, όπου η ανεργία βρίσκεται στο 3,8%, αντί των διψήφιων ποσοστών στην Ελλάδα και στην Ισπανία, το 15% των νοικοκυριών έχει μικρότερη οικονομική επιφάνεια από το διάμεσο εθνικό εισόδημα.
Πρόκειται για αξιοπερίεργο φαινόμενο, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη στην αμερικανική οικονομία καλπάζει. Τα χρηματιστήρια καταγράφουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, παρά τις πιέσεις που έχουν δεχθεί τελευταία, εξαιτίας του εμπορικού πολέμου που κήρυξαν οι ΗΠΑ στον υπόλοιπο κόσμο. Μάλιστα, είναι αρκετές οι βιομηχανίες στις ΗΠΑ που κάνουν λόγο για ελλείψεις προσωπικού. Παρότι καταγράφεται έπειτα από χρόνια ενίσχυση των μισθών στις ΗΠΑ, μεγάλο μέρος των εργαζομένων δεν αποκομίζει κανένα όφελος από την ευρωστία και την ανάπτυξη της οικονομίας.
Τα προαναφερόμενα στοιχεία του ΟΟΣΑ αφορούν το οικονομικό έτος του 2016, αλλά δείχνουν ξεκάθαρα τη διαρκή όξυνση του φαινομένου της εισοδηματικής ανισότητας. Καθοριστικό ρόλο στις ΗΠΑ παίζουν δύο παράγοντες. Ενας είναι ότι οι άνεργοι δεν λαμβάνουν αξιόλογη υποστήριξη από το κράτος. Αλλά ακόμη και αυτοί που εργάζονται αλλά κερδίζουν λιγότερα από το διάμεσο εθνικό εισόδημα δεν έχουν τη διαπραγματευτική ισχύ για να διεκδικήσουν συλλογικά υψηλότερους μισθούς.
«Η ανεργία μπορεί να είναι χαμηλή στις ΗΠΑ και ορισμένοι εργοδότες ίσως να αναζητούν εργαζομένους με συγκεκριμένα προσόντα. Την ίδια ώρα, όμως, είναι πολύ εύκολο να χάσει κανείς τη δουλειά του στις ΗΠΑ», αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα της Washington Post. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, ένας στους πέντε εργαζομένους στις ΗΠΑ χάνει ή εγκαταλείπει τη δουλειά του κάθε χρόνο. Το 23,3% των εργαζομένων δεν έχει μείνει στην ίδια δουλειά πάνω από ένα χρόνο. Είναι ένα από τα υψηλότερα ποσοστά που έχει καταγραφεί στα 34 κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ. Η κινητικότητα στην αγορά εργασίας είναι, συνήθως, υγιές σημάδι για την αγορά εργασίας μιας χώρας. Αλλά, όπως συμπεραίνει ο ΟΟΣΑ, μεγάλο μέρος αυτής της κινητικότητας των εργαζομένων στις ΗΠΑ οφείλεται στις απολύσεις. Από τα τελευταία στοιχεία του αμερικανικού υπουργείου Εργασίας καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι ο ρυθμός των απολύσεων δεν έχει μεταβληθεί σημαντικά στη διάρκεια της τελευταίας διετίας.
Οι ΗΠΑ κατατάσσονται στη χαμηλότερη θέση σε ό,τι αφορά τη νομική προστασία των εργαζομένων. Ακόμη και στην περίπτωση των μαζικών απολύσεων, παρά τη νομοθεσία WARN, που προβλέπει την ενημέρωση 60 μέρες πριν από το κλείσιμο μιας εργοστασιακής μονάδας, δεν δίνεται έγκαιρη προειδοποίηση. Μόνον το 12% των εργαζομένων στις ΗΠΑ καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Χαμηλότερα ποσοστά μεταξύ των 34 κρατών-μελών του ΟΟΣΑ έχουν καταγραφεί στην Τουρκία, στη Λιθουανία και στη Νότια Κορέα.
Ο Αντριου βαν Νταμ της Washington Post επισημαίνει πως αν χάσει κάποιος τη δουλειά του στις ΗΠΑ δύσκολα βρίσκει νέα θέση εργασίας. Λιγότερο από το ήμισυ των εργαζομένων καταλήγει σε νέο εργοδότη το επόμενο 12μηνο. Μάλιστα, δύο στις τρεις οικογένειες όπου έχουν απολυμένους στους κόλπους τους ζουν σε συνθήκες φτώχειας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Ακόμη και να βρεθεί νέα θέση εργασίας, οι αποδοχές σίγουρα θα είναι χαμηλότερες.