Κάθε πολίτης επιβαρύνεται με 309 ευρώ ανά υπόθεση που φθάνει στα δικαστήρια
Το μείζον ζήτημα του κόστους για την πρόσβαση του πολίτη στη Δικαιοσύνη, κατοχυρωμένου συνταγματικά δικαιώματος, έθιξαν δύο αποφάσεις ανώτατων δικαστηρίων, με διαφορετική αφετηρία μία εκάστη: η απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με βάση την οποία κρίθηκε αντισυνταγματικός ο νόμος Κοντονή για την ιδιωτική διαμεσολάβηση, και η απόφαση της πλειοψηφίας της αυξημένης 7μελούς σύνθεσης του Β’ Τμήματος του ΣτΕ, με βάση την οποία στις ομαδικές προσφυγές το παράβολο ύψους 150 ευρώ θα πρέπει να καταβάλλεται εξατομικευμένα. Τέτοιας τάξης παράβολο εκτοξεύει σε δυσθεώρητα ύψη τα ποσά που θα απαιτούνται στο εξής για μια ομαδική προσφυγή· αν για παράδειγμα τη συνυπογράφουν 100 άτομα, το παράβολο θα αγγίζει το ποσό των 15.000 ευρώ.
Η υπόθεση έχει παραπεμφθεί λόγω σπουδαιότητας στην Ολομέλεια του ΣτΕ, παρουσιάζει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς επιχειρεί να θέσει φίλτρο στον όγκο των υποθέσεων που απασχολούν τους ανώτατους δικαστές και ο οποίος λογίζεται ως παράγοντας δυσλειτουργίας του Δικαστηρίου. Οπως εξηγεί στο «Βήμα» δικαστική πηγή, η συσσώρευση δεκάδων διαδίκων σε μία προσφυγή γεννά 500 ή και 1.000 μικρές δίκες μέσα σε μία μεγάλη, με τους δικαστές υποχρεωμένους να εξετάζουν εξονυχιστικά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διέπουν κάθε περίπτωση, καθιστώντας χρονοβόρα και προβληματική την όλη διαδικασία.
Η έρευνα της Κομισιόν
Την ίδια στιγμή, η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου δυναμιτίζει κατ’ ουσίαν την εφαρμογή του νόμου για την ιδιωτική διαμεσολάβηση, καθώς εκτιμά ότι με την υποχρεωτικότητα που τον διέπει, και τις μεγάλες δαπάνες που απαιτεί (η ελάχιστη αμοιβή του διαμεσολαβητή αγγίζει τα 170 ευρώ, όταν στη Γερμανία, μια τόσο μεγάλη χώρα, φθάνει μόλις τα 80 ευρώ), και μάλιστα σε περίοδο οικονομικής κρίσης, θίγει τον συνταγματικά προστατευόμενο πυρήνα του δικαιώματος των πολιτών για πρόσβαση στη Δικαιοσύνη.
Σε μια κοινωνία στην οποία η προσφυγή στη Δικαιοσύνη θεωρείται στοιχείο εκδημοκρατισμού της, η αύξηση του κόστους της πρόσβασης του πολίτη στον θεσμό δεν μπορεί παρά να εγείρει ερωτήματα. Τα συγκεκριμένα ποσά χάνονται ωστόσο μέσα στα γενικότερα κόστη και τα οικονομικά της Δικαιοσύνης, η πρόσβαση συνιστά μία και μοναδική ψηφίδα μιας εικόνας πολύ μεγαλύτερης.
Τον πιο επίκαιρο τόνο σχετικά με τα ποσά που δαπανά η χώρα στα δικαστήριά της, συγκριτικά και με άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δίνει η σχετική ετήσια έρευνα της Κομισιόν (The 2018 EU Justice Scoreboard), με βάση την οποία η χώρα καταγράφει δαπάνες άνω του μέσου όρου της ΕΕ στο πεδίο της Δικαιοσύνης, ενώ διαθέτει μεσαίο προς υψηλό αριθμό δικαστών και υψηλό αριθμό δικηγόρων ανά κάτοικο. Αμέσως μετά την Ιταλία, και πριν από την Τσεχία, η Ελλάδα εμφανίζει να ξοδεύει πολλά για τη Δικαιοσύνη της, και πάντως πολύ περισσότερα από τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο, τη Δανία και την Κύπρο.
Πιο ακριβή η Διοικητική Δικαιοσύνη
«Ακριβό σπορ» χαρακτηρίζει την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη στην Ελλάδα ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρης Βερβεσός, «σε μια χώρα νεόπτωχων πολιτών. Το δικαίωμα πρόσβασης έχει δραματικά επιβαρυνθεί σε σχέση με τη μείωση του μέσου εισοδήματος του πολίτη» εξηγεί ο ίδιος. «Αποτελεί το μόνο πληθωριστικό προϊόν που έχει πάρει την ανιούσα, σε πείσμα της γενικής υποτίμησης της οικονομίας της χώρας. Η Δικαιοσύνη είναι πεδίο για λίγους και δη τους πιο ισχυρούς».
Δικαστικά ένσημα, παράβολα ή αγωγόσημα, αμοιβές δικηγόρων, κόστος επιδόσεων (για τους δικαστικούς επιμελητές), μεγαρόσημα για τα αντίγραφα των δικογράφων, ωθούν τον πολίτη να βάζει το χέρι στην τσέπη.
Ο κ. Βερβεσός υπογραμμίζει ότι η προσφυγή στη Διοικητική Δικαιοσύνη είναι αυτή που στοιχίζει πιο ακριβά στον πολίτη, και επισημαίνει ότι στην όποια αντιδικία με το Δημόσιο ο πολίτης είναι αυτός που βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση – το κράτος «αν χάσει» θα πληρώσει δικαστική δαπάνη ύψους 300 ευρώ, στο πλαίσιο της δημοσιονομικής σταθερότητας, ενώ η «ήττα» πληρώνεται ακριβά αν στη θέση του Δημοσίου είναι ιδιώτης.
«Καίνε» οι φορολογικές υποθέσεις
Στα πολιτικά δικαστήρια οι υποθέσεις που απαιτούν «καυτά» παράβολα είναι κυρίως οι φορολογικές, ενώ ακριβή θεωρείται επίσης η άσκηση ένδικων μέσων, η άσκηση εφέσεως και αναιρέσεως. Ο κ. Βερβεσός, αν και δεν παραλείπει να τονίσει ότι οι αμοιβές των δικηγόρων, με βάση και τους σχετικούς πίνακες του ΔΣΑ, είναι σταθερές από το 2013, εντούτοις παραδέχεται ότι οι αναβολές δικών είναι πολύ συχνές, επειδή πολίτες αδυνατούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά στις απαιτήσεις των δικών αυτών.
Tον διαχωρισμό του ζητήματος των παραβόλων από το γενικότερο κόστος στην τσέπη του πολίτη για τη Δικαιοσύνη κρίνει σκόπιμο από την πλευρά του ο κ. Ιωάννης Χαμηλοθώρης, αρεοπαγίτης ε.τ. και πρόεδρος της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών, εκτιμώντας ότι το κόστος στην Ελλάδα δεν είναι υπέρογκο, σε αντίθεση με τα όσα συμβαίνουν σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, όπου αν «τραβήξει» η δίκη, τα συνολικά έξοδα (συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών των δικηγόρων) μπορεί να πλησιάσουν ακόμη και το αντικείμενο της δίκης!
Ο κ. Χαμηλοθώρης χαρακτηρίζει εύλογο το κόστος των παραβόλων στην πολιτική δίκη, στην Ελλάδα, σημειώνοντας ότι το μέτρο έχει ληφθεί για λόγους ισορροπίας του όλου συστήματος, κατά τρόπον ώστε να μη γίνεται κατάχρηση των ένδικων μέσων· στον πρώτο βαθμό δεν υπάρχει άλλωστε παράβολο, επισημαίνει.
«Το θέμα του κόστους πρόσβασης του πολίτη είναι διαχρονικό» συμπληρώνει ο ίδιος, «και οι δικαστές βρίσκονται σε διαρκή επαγρύπνηση, με ελέγχους περί συνταγματικότητας ή μη. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να ενταχθεί και η πρόσφατη απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για την ιδιωτική διαμεσολάβηση. Θα πρέπει μια τέτοια διαδικασία να είναι αδάπανη για να έχει τον χαρακτήρα επωφελούς μέτρου για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και ευκαιρίας συμβιβασμού για τον πολίτη. Διαφορετικά, έχει πρόβλημα».
Η Εταιρεία Δικαστικών Μελετών – με τη συνδρομή δικαστικών λειτουργών, καθηγητών Πανεπιστημίου και δικηγόρων – διεξήγαγε προ δύο ετών έρευνα για την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης εξετάζοντας μεταξύ άλλων (σε γενική βάση, και ως προς τις κρατικές δαπάνες) τα οικονομικά της. Με βάση τα στοιχεία αυτά, κάθε πολίτης επιβαρύνεται κατά μέσο όρο με 309 ευρώ ανά υπόθεση που φθάνει στα δικαστήρια, ποσό εξαιρετικά υψηλό, αν αναλογιστεί κανείς τον τεράστιο όγκο των υποθέσεων στα πολιτικά, διοικητικά δικαστήρια καθώς και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.