Δικαστήριο ΕΕ: Δικαιολογημένη η διαφορετική μεταχείριση προκειμένου να διασφαλισθεί η ανεξαρτησία της Διοίκησης
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 25-07-2018 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι στους μη μόνιμους εργαζομένους στην ισπανική δημόσια διοίκηση θα πρέπει να εξασφαλίζεται η επαναπρόσληψη σε περίπτωση που η απόλυσή τους για πειθαρχικούς λόγους κριθεί καταχρηστική.
Κατά το κοινό εργατικό δίκαιο, ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ επαναπρόσληψης και αποζημίωσης του εργαζομένου σε μία τέτοια περίπτωση.
Η διαφορετική μεταχείριση υπέρ των μόνιμων εργαζομένων, οι οποίοι πρέπει να επαναπροσλαμβάνονται σε μία αντίστοιχη περίπτωση, δικαιολογείται, σύμφωνα με το ΔΕΕ, από την εγγύηση της μονιμότητας την οποία απολαμβάνουν αποκλειστικά οι μόνιμοι εργαζόμενοι με βάση το καθεστώς του εθνικού δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η G. Vernaza Ayovi προσελήφθη στις 30 Μαΐου 2006 ως νοσηλεύτρια από το Fundació Sant Llàtzer (Ιδιωτικό ίδρυμα Αγίου Λαζάρου, Ισπανία) με σύμβαση interinidad, δηλαδή με σύμβαση ορισμένου χρόνου η οποία συνάπτεται για σκοπούς αναπληρώσεως ή για το διάστημα μέχρι την πλήρωση της θέσεως. Η σύμβαση αυτή έληξε στις 14 Αυγούστου 2006. Στις 15 Αυγούστου 2006, τα μέρη συνήψαν νέα σύμβαση interinidad, η οποία στις 28 Δεκεμβρίου 2006 κατέστη σύμβαση αορίστου χρόνου άνευ μονιμότητας. Τα απορρέοντα από τη σχέση εργασίας δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταβιβάστηκαν στον οργανισμό παροχής υγειονομικών υπηρεσιών της Terrassa.
H G. Vernaza Ayovi έλαβε άδεια άνευ αποδοχών για το διάστημα από 19 Ιουλίου 2011 έως 19 Ιουλίου 2012, η οποία ανανεώθηκε δύο φορές για χρονικό διάστημα ενός έτους. Στις 19 Ιουνίου 2014, η G. Vernaza Ayovi ζήτησε να επανέλθει στα καθήκοντά της. Ο οργανισμός παροχής υγειονομικών υπηρεσιών της Terrassa της αντέταξε την έλλειψη διαθέσιμης θέσεως που να αντιστοιχεί στα προσόντα της. Στις 29 Απριλίου 2016, η G. Vernaza Ayovi επανέλαβε την αίτησή της για επάνοδο στα καθήκοντά της.
Στις 6 Μαΐου 2016, ο οργανισμός παροχής υγειονομικών υπηρεσιών της Terrassa απέστειλε στην G. Vernaza Ayovi πρόγραμμα εργασιακού ωραρίου με βάση θέση εργασίας μερικής απασχόλησης. Μη αποδεχόμενη θέση μη πλήρους απασχόλησης, η G. Vernaza Ayovi δεν παρουσιάστηκε στον τόπο εργασίας της και απολύθηκε για τον λόγο αυτό στις 15 Ιουλίου 2016.
Κατόπιν αυτών, η G. Vernaza Ayovi άσκησε αγωγή ενώπιον του Juzgado de lo Social n° 2 de Terrassa (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών αριθ. 2 της Terrassa, Ισπανία) με αίτημα να κηρυχθεί η απόλυση καταχρηστική και να υποχρεωθεί ο εργοδότης της είτε να την επαναπροσλάβει υπό συνθήκες εργασίας πανομοιότυπες προς εκείνες που ίσχυαν πριν από την απόλυσή της και να της καταβάλει το σύνολο των μισθών υπερημερίας από την ημερομηνία της απολύσεως είτε να της καταβάλει τη μέγιστη νόμιμη αποζημίωση καταχρηστικής απολύσεως. Η αγωγή της βασίζεται στις διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου.
Ωστόσο, δυνάμει προβλεπόμενης από την ισπανική νομοθεσία διάκρισης, η απόλυση για πειθαρχικούς λόγους μόνιμου εργαζομένου που απασχολείται στη δημόσια διοίκηση, χωρίς όμως να έχει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, συνεπάγεται πάντα την επαναπρόσληψή του, εφόσον κριθεί καταχρηστική, ενώ αν πρόκειται για εργαζόμενο αορίστου –ή ορισμένου– χρόνου που ασκεί τα ίδια καθήκοντα με τον μόνιμο εργαζόμενο παρέχεται η δυνατότητα, αντί της επαναπροσλήψεώς του, να του καταβληθεί αποζημίωση.
Το ισπανικό δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της ΕΕ, και ιδίως η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισµένου χρόνου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην εν λόγω εθνική νομοθεσία.
Σημειώνεται ότι όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, η συμφωνία-πλαίσιο προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου απαγορεύεται να αντιμετωπίζονται, δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνον επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.
Απόφαση του Δικαστηρίου
Με αυτή την απόφασή του, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η συμφωνία-πλαίσιο δεν αντιτίθεται στην επίμαχη ισπανική νομοθεσία.
Το Δικαστήριο καταλήγει ότι, μεταξύ των μονίμων και των μη μονίμων εργαζομένων υφίσταται διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά τις συνέπειες μιας πιθανής καταχρηστικής απολύσεως. Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν υφίσταται αντικειμενικός λόγος ο οποίος δικαιολογεί τη διαφορετική αυτή μεταχείριση. Προς το σκοπό αυτό, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ο γενικός κανόνας ο οποίος ισχύει σε περίπτωση απολύσεως που χαρακτηρίζεται ως «καταχρηστική» ή «παράνομη» προβλέπει ότι ο εργοδότης δύναται να επιλέξει μεταξύ επαναπροσλήψεως ή αποζημιώσεως του εργαζομένου περί του οποίου πρόκειται. Κατ’ εξαίρεση από τον εν λόγω γενικό κανόνα, πρέπει υποχρεωτικώς να επαναπροσλαμβάνονται οι μόνιμοι εργαζόμενοι στη δημόσια διοίκηση των οποίων η πειθαρχική απόλυση κηρύσσεται καταχρηστική.
Κατά το Δικαστήριο, η επίμαχη διαφορετική μεταχείριση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το δημόσιο συμφέρον που αυτό καθεαυτό συνδέεται με τον τρόπο προσλήψεως των μονίμων εργαζομένων. Εντούτοις, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογείται από λόγους οι οποίοι ανάγονται στα χαρακτηριστικά του δικαίου από το οποίο διέπονται οι εργαζόμενοι του Ισπανικού Δημοσίου, όπως η αμεροληψία, η αποτελεσματικότητα και η ανεξαρτησία της διοικήσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν κάποια εργασιακή μονιμότητα και σταθερότητα. Οι λόγοι αυτοί, που δεν έχουν το αντίστοιχό τους στο κοινό εργατικό δίκαιο, επεξηγούν και δικαιολογούν τα όρια που τίθενται στην εξουσία των δημόσιου χαρακτήρα εργοδοτών να προκαλούν μονομερώς τη λύση των σχέσεων εργασίας και, ως εκ τούτου, την επιλογή του εθνικού νομοθέτη να μην παράσχει στους εργοδότες αυτούς την ευχέρεια επιλογής μεταξύ επαναπροσλήψεως και καταβολής αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε εξαιτίας καταχρηστικής απολύσεως.
Εξ αυτών, το Δικαστήριο συνάγει ότι η αυτοδίκαιη επαναπρόσληψη των μονίμων εργαζομένων εντάσσεται σε πλαίσιο σαφώς διαφορετικό, από πραγματικής και νομικής απόψεως, από εκείνο στο οποίο τελούν οι μη μόνιμοι εργαζόμενοι.
Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η διαπιστωθείσα άνιση μεταχείριση δικαιολογείταιαπό την ύπαρξη σαφών και συγκεκριμένων στοιχείων, που χαρακτηρίζουν τον οικείο όρο απασχολήσεως στο ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται και επί τη βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA