Με το 21% των κατοίκων της να είναι άνω των 65 ετών, η Ελλάδα δεν θα μπορεί τις ερχόμενες δεκαετίες να παράγει επαρκή πλούτο για τους πολίτες της
Αν και το μεγάλο στοίχημα της Ελλάδας παραμένει η επιστροφή σε ισχυρούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης ώστε να επουλωθούν σε εύλογο διάστημα οι πληγές της δεκαετούς κρίσης, εν τούτοις η πραγματική μάχη της χώρας ίσως θα πρέπει να δοθεί στο δημογραφικό μέτωπο.
Σε κάθε περίπτωση, η μάχη του δημογραφικού θα πρέπει να αποτελέσει εθνικό στόχο, καθώς διαφορετικά η «δημογραφική κατάθλιψη» μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις ακόμα και για τη βιωσιμότητα της χώρας, τουλάχιστον με τη σημερινή μορφή της.
Με τους θανάτους να ξεπερνούν τις γεννήσεις, τους νέους και μορφωμένους να μεταναστεύουν και την Ελλάδα να έχει έναν από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς στην Ευρώπη, όχι μόνο η χώρα δεν θα μπορεί τις ερχόμενες δεκαετίες να παράγει επαρκή πλούτο για τους πολίτες της, αλλά ίσως βρεθεί αντιμέτωπη με την ίδια τη βιωσιμότητά της ως ενός σύγχρονου έθνους-κράτους.
Χώρα 8,9 εκατομμυρίων κατοίκων ως το 2050
Πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου του Βερολίνου εκτιμούσε ότι ο πληθυσμός της χώρας μας θα μειωθεί στα 9,9 εκατομμύρια ως το 2030 και στα 8,9 εκατομμύρια ως το 2050 (8,3 εκατομμύρια, υποστηρίζουν οι πιο απαισιόδοξες μελέτες), σε σύγκριση με 10,7 εκατομμύρια περίπου σήμερα και 11,1 εκατομμύρια το 2009, προτού δηλαδή η «Μεγάλη Ελληνική Υφεση» αρχίσει να ξεδιπλώνεται, ενώ και η Eurostat αποφάνθηκε πως το 2080, με 7,2 εκατομμύρια ανθρώπους η Ελλάδα θα βρίσκεται στο ναδίρ της ΕΕ.
Οταν όμως ο πληθυσμός μειώνεται, ο αντίκτυπος στην οικονομία είναι ανάλογος, αφού περιορίζονται τόσο οι καταναλωτές όσο και οι εν δυνάμει παραγωγοί, ενώ καθώς το εργατικό δυναμικό μειώνεται κατά -0,4% ετησίως, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για να επιτευχθεί ανάπτυξη 1%, η αύξηση της παραγωγικότητας πρέπει να φθάσει το 1,4%. Η γήρανση του πληθυσμού όμως συνεχίζεται, ενώ η αύξηση της παραγωγικότητας είναι πολύ αδύναμη, αφού τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει παραμείνει ουσιαστικά στάσιμη, παρατηρούσε η Rabobank.
Με δείκτη ολικής γονιμότητας στο 1,3 (προβλεπόμενος μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα) έναντι του 2,1 που θα πρέπει να είναι για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός, η Ελλάδα έχει σήμερα σχεδόν τη χαμηλότερη επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, διατηρώντας έναν από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς στην Ευρώπη, καθώς πάνω από το ένα πέμπτο των κατοίκων της (το 21%) είναι άνω των 65 ετών. Σαν να μην έφθανε αυτό, μια μελέτη του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων αναδεικνύει και το φαινόμενο της διαρκούς και δυσανάλογης αύξησης του «υπέργηρου» πληθυσμού (80 ετών και άνω), που αποτελεί μία από τις συνιστώσες του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα. Η Ελλάδα κατέχει τον τρίτο υψηλότερο δείκτη υπεργηρίας (λόγος του πληθυσμού ηλικίας 80 ετών και άνω προς τον πληθυσμό 65 ετών και άνω) μεταξύ των 28 κρατών-μελών της ΕΕ (30,6%), μετά την Ισπανία (32,0%) και τη Γαλλία (31,1%).
Η «γήρανση μέσα στη γήρανση», όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διαφορετικά η υπεργηρία, και η ταχύτερη αύξηση του πληθυσμού άνω των 80 ετών, σε σχέση με την εξέλιξη των υπόλοιπων πληθυσμιακών ομάδων, όπως για παράδειγμα ο πληθυσμός σε ενεργό ηλικία, θα μπορούσε δυνητικά να προκαλέσει σημαντικές ανισορροπίες με άμεσο αντίκτυπο στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας, τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, από το 2009 τα ποσοστά ανεργίας των πτυχιούχων υπερδιπλασιάστηκαν, καθώς η μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των ανέργων σημειώθηκε μεταξύ των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης (179,1%), ενώ η Ελλάδα καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ των «28» όσον αφορά την απασχόληση αποφοίτων της ανώτατης εκπαίδευσης.
Ετσι, όπως εκτιμούσε η Eurobank, 450.000 Ελληνες ηλικίας κάτω των 45 ετών, κατά μεγάλο ποσοστό υψηλού μορφωτικού επιπέδου και τεχνικής κατάρτισης, αναζήτησαν επαγγελματικές ευκαιρίες εκτός Ελλάδος (brain drain).
Η ετήσια συμμετοχή τους στο ΑΕΠ των χωρών υποδοχής ξεπερνά μάλιστα τα 13 δισ. ευρώ και το φορολογικό αποτέλεσμα τα 9,5 δισ. ευρώ, την ώρα που το κόστος της εκπαίδευσής τους για το ελληνικό κράτος ξεπερνούσε τα 8 δισ. ευρώ.
Εθνική ανάγκη ο επαναπατρισμός
Αν και για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών που η Adecco Ελλάδας διερευνά το θέμα της απασχολησιμότητας στην Ελλάδα το brain drain εμφανίζει πτωτική πορεία, καθώς η τάση αναζήτησης εργασίας στο εξωτερικό υποχώρησε στο 22% εφέτος από 33% το 2017, εν τούτοις ο επαναπατρισμός αυτού του ανθρώπινου δυναμικού αναμφισβήτητα θα πρέπει να αποτελέσει εθνικό στόχο.
Γενικά πάντως, σύμφωνα με μελέτη του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων θα ήταν λάθος να ταυτιστεί η μεταναστευτική εκροή με τους γηγενείς και η μεταναστευτική εισροή με τους αλλοδαπούς, αφού την περίοδο της κρίσης εκτιμάται ότι σε κάθε 10 αλλοδαπούς που εισήλθαν στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν 8 γηγενείς που επίσης εισήλθαν στη χώρα μας και για κάθε 10 γηγενείς που έφυγαν από αυτήν αντιστοιχούσαν 9 αλλοδαποί που έκαναν το ίδιο. Ετσι, η (αρνητική) καθαρή μετανάστευση της περιόδου της κρίσης οφείλεται κατά 60% στην κινητικότητα των γηγενών και κατά 40% σε αυτήν των αλλοδαπών.
Τα αντίδοτα στο πρόβλημα
Η εντυπωσιακή μείωση των γεννήσεων, η γήρανση του πληθυσμού και η εκτόξευση της αποδημίας θα καταλήξουν σε μεγάλη συρρίκνωση του πληθυσμού της χώρας μας και σε αύξηση της αναλογίας των ηλικιωμένων. Οι γηράσκοντες πληθυσμοί κοστίζουν και συμπιέζουν την ανάπτυξη, προειδοποιεί η ΕΚΤ. Οι προβλέψεις δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την Ελλάδα, η οποία παρά τις πρόσφατες παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σύστημα φαίνεται πως το 2070 θα βρεθεί αντιμέτωπη με τον πλέον σκληρό πυρήνα του δημογραφικού: την εκτόξευση του δείκτη εξάρτησης ηλικιωμένων από τον πληθυσμό που βρίσκεται σε παραγωγική ηλικία.
Ενώ σήμερα η αναλογία βρίσκεται στο 33%, ήτοι σε 100 άτομα ηλικίας 15-64 ετών αντιστοιχούν 33 συνταξιούχοι, το 2070 η αναλογία αυτή θα εκτιναχθεί στο 63% και συνεπώς για κάθε 100 ανθρώπους που είναι σε παραγωγική ηλικία για εργασία (15-64 ετών) θα υπάρχουν 63 άτομα ηλικίας από 65 ετών και άνω.
Η επόμενη ημέρα των μνημονίων, πέρα από την προσπάθεια στο οικονομικό μέτωπο, θα πρέπει να συμπεριλάβει στρατηγικές τόνωσης των γεννήσεων, όσο και τη διαμόρφωση ενός θετικού μεταναστευτικού ισοζυγίου, προσελκύοντας ανθρώπινο δυναμικό και αμβλύνοντας παράλληλα τη δυναμική της «διαρροής εγκεφάλων».
Από την άλλη πλευρά, ίσως ένα από τα βασικά διακυβεύματα τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με μελέτη του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων, να είναι και η διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών, καθώς το ζήτημα της αναπλήρωσης του πληθυσμού αναμένεται να λάβει ανησυχητικές κοινωνικο-οικονομικές διαστάσεις με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, δεδομένου ότι ο «υπέργηρος» πληθυσμός της Ελλάδας θα αυξάνεται συνεχώς την επόμενη εικοσαετία, ενώ τίθεται επιτακτικά το ερώτημα ως προς το «πώς» θα αναπροσαρμοστεί το οικονομικό μοντέλο τόσο της χώρας όσο και ειδικότερα των τοπικών παραγωγικών συστημάτων, όπου παρατηρούνται οι εντονότερες δυσαναλογίες μεταξύ νεότερου και υπέργηρου πληθυσμού.