Προβλέψεις για μεγάλες ανακατατάξεις στις οικονομίες διεθνώς – Θα μείνουν πίσω ΗΠΑ, Γαλλία και Βρετανία
«Κάνε ένα βήμα τη φορά, μη βιάζεσαι» έλεγε ο Μαχάτμα Γκάντι. Τη φορά αυτή όμως η Ινδία θα ξεπεράσει και τη Γαλλία και τη Βρετανία και θα γίνει η πέμπτη σε μέγεθος οικονομία παγκοσμίως. Και σε λίγα χρόνια, το 2027 συγκεκριμένα, η ινδική οικονομία θα γίνει η τρίτη στον κόσμο, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ. Οσο για τη δεύτερη, σήμερα, Κίνα, το έτος 2032 θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ και θα κατακτήσει την κορυφή της κατάταξης των μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη.
Το Κέντρο Οικονομικών και Επιχειρηματικών Ερευνών (CBER) του Ball State University της αμερικανικής Πολιτείας της Ιντιάνα προβλέπει για την επόμενη δεκαπενταετία μεγάλες ανακατατάξεις στις οικονομίες διεθνώς.
Και η Ινδία φαίνεται πως θα είναι η χώρα που έχει περισσότερο από όλες τις άλλες τον χρόνο με το μέρος της, εκμεταλλευόμενη με τον καλύτερο τρόπο τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, με πρώτο το υψηλό επίπεδο γνώσης της αγγλικής γλώσσας από μεγάλο μέρος του πληθυσμού της, χάρη στο οποίο προσελκύει επενδύσεις από ξένες εταιρείες που μετεγκαθιστούν παραγωγή για να μειώσουν το λειτουργικό τους κόστος.
Ευκαιρίες για τις δυτικές επιχειρήσεις
Οι υποδομές της Ινδίας, βεβαίως, δεν επιτρέπουν τη μετεγκατάσταση μεγάλων βιομηχανικών μονάδων. Στους τομείς της υψηλής τεχνολογίας και των υπηρεσιών, όμως, οι ευκαιρίες για τις δυτικές επιχειρήσεις να δημιουργήσουν προστιθέμενη αξία και να κάνουν οικονομίες κλίμακος είναι μεγάλες.
Επιπλέον, η εκρηκτική δημογραφική ανάπτυξη της χώρας (το έτος 2028 η Ινδία αναμένεται να ξεπεράσει σε πληθυσμό την Κίνα) εγγυάται για τους ξένους επενδυτές υψηλές πωλήσεις και εντός της ινδικής επικράτειας.
Υψηλό ΑΕΠ, μα και φτώχεια
«Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν δίνει ασφαλώς μια ιδέα για την οικονομική δραστηριότητα σε μια χώρα και για την παγκόσμια οικονομική επιρροή της, αλλά ο πλούτος και το βιοτικό επίπεδο των 1,324 δισεκατομμυρίων Ινδών δεν μπορούν να συγκριθούν με τον πλούτο και την καθημερινότητα των Γάλλων» γράφει ο Λικ Λενουάρ στη «Le Figaro».
Και κάτι ανάλογο ισχύει και στην περίπτωση της Τουρκίας, που μπορεί να μετέχει στον όμιλο των 20 μεγαλυτέρων οικονομιών του πλανήτη (G20), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολίτες της διάγουν βίο συγκρίσιμο οικονομικά (κοινωνικοπολιτικά δεν το συζητούμε…) με τον βίο των Ελλήνων – κι αυτό παρά την απώλεια του ενός τετάρτου του ελληνικού ΑΕΠ την τελευταία οκταετία.
Το ετήσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ των Ινδών, εν προκειμένω, ήταν 7.055,6 δολάρια το 2017, ενώ των Γάλλων έφθασε στα 42.778,9 δολάρια. Αλλά η Ινδία είναι μια ανερχόμενη οικονομική δύναμη με επιρροή ολοένα ενισχυόμενη διεθνώς.
Από την άποψη αυτή δεν έχει νόημα να συγκρίνει κανείς το επίπεδο ζωής σε μια αναπτυγμένη χώρα με το επίπεδο σε μια αναπτυσσόμενη. Το εντυπωσιακό σε εθνικό επίπεδο είναι ότι το 2009 το ΑΕΠ της Ινδίας ήταν μόλις 1,324 τρισ. δολάρια, λιγότερο από το ήμισυ του γαλλικού τη χρονιά εκείνη (2,690 τρισ. δολάρια). Και το 2017 είχε εκτιναχθεί στα 2,597 τρισ. δολάρια!
Η Ινδία λοιπόν θα γίνει η «νέα Κίνα», κατά μία έννοια. Η οποία Κίνα, όμως, φαίνεται πως είναι… αναπόφευκτο να συνεχίζει να αναπτύσσεται αλματωδώς – αρκεί να σκεφθεί κάποιος ότι το έτος 2004 το μέγεθος της κινεζικής οικονομίας ήταν ανάλογο με το μέγεθος της ιταλικής!
Ρίχνοντας μια ματιά στον πίνακα του αμερικανικού CBER διαπιστώνει κανείς ότι το 2032, χρονιά κατά την οποία η κινεζική οικονομία θα ξεπεράσει την αμερικανική σε ΑΕΠ και θα κατακτήσει την κορυφή, η ιταλική θα έχει κατρακυλήσει στη 13η θέση της παγκόσμιας κατάταξης. Οσο για τη γαλλική, έρευνα της PwC προβλέπει τον εξοστρακισμό της από το Top 10 έως το έτος 2050…
Οι μεταναστευτικές ροές δεν συνιστούν βάρος, αλλά όφελος για τις οικονομίες
Δημοσκοπήσεις που διενεργούνται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες δείχνουν ότι οι Ευρωπαίοι θεωρούν ότι οι μετανάστες έχουν αρνητική συνέπεια στα δημόσια οικονομικά των χωρών τους. Ερευνα, ωστόσο, που διενήργησαν τρεις γάλλοι ακαδημαϊκοί, η Εκράμ Μπουμπτάν του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ, ο Ντραμάν Κουλιμπαλί του Πανεπιστημίου της Ναντέρ στο Παρίσι και ο Ιπολίτ Νταλμπίς της Οικονομικής Σχολής του Παρισιού, έδειξε ακριβώς το αντίθετο: όσοι ζητούν άσυλο όχι μόνο δεν αποτελούν βάρος αλλά επηρεάζουν πολύ θετικά την οικονομία.
Οι ειδικοί μελέτησαν τις μακροοικονομικές και μικροοικονομικές επιπτώσεις που είχαν οι μεταναστευτικές ροές σε 15 δυτικοευρωπαϊκές χώρες-μέλη της ΕΕ την περίοδο από το 1985 έως το 2015, χρησιμοποιώντας επίσης και οικονομετρικές μεθόδους ανάλυσης των δεδομένων. Εξ αρχής επισημαίνουν ότι η περίπτωση των οικονομικών της μετανάστευσης έχει ιδιαιτερότητες.
Η αντίδραση
Δεν υπάρχει, για παράδειγμα, μια δεσπόζουσα θεωρία που να καθορίζει εκ των προτέρων τη σχέση των οικονομικών μεταβλητών της χώρας υποδοχής και του μεταναστευτικού κύματος. Επέλεξαν να μελετήσουν την αντίδραση των οικονομιών σε διάφορα «σοκ» που αυξάνουν τις μεταναστευτικές ροές, κυρίως εκείνα της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού και των πολέμων στα Βαλκάνια τη δεκαετία του 1990 και τη μεταναστευτική κρίση του 2015 που προκάλεσε ο πόλεμος στη Συρία.
Την 30ετία 1985-2015 στις 15 χώρες της ΕΕ υποβλήθηκαν 10,5 εκατ. αιτήσεις ασύλου, δηλαδή 350.000 ετησίως. Μελετήθηκαν τέσσερις οικονομικές και δημοσιονομικές μεταβλητές στις χώρες υποδοχής: το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το ποσοστό της ανεργίας, τα καθαρά φορολογικά έσοδα και άλλες εισφορές των πολιτών προς το κράτος και οι διοικητικές δημόσιες δαπάνες ανά κάτοικο. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η αύξηση των μεταναστών που εγκαθίστανται μονίμως στις χώρες-μέλη είχε ως αποτέλεσμα μια σημαντική αύξηση του ΑΕΠ για μια τετραετία, ενώ η ανεργία εμφανίζει τάσεις υποχώρησης. Επίσης η εικόνα των δημοσίων οικονομικών βελτιώνεται. Τις ίδιες επιπτώσεις έχουν και οι ροές των αιτούντων άσυλο, εφόσον λαμβάνουν άδεια μόνιμης παραμονής στη χώρα, γίνονται μέλη των τοπικών κοινωνιών και εντάσσονται στην οικονομική και παραγωγική διαδικασία.