Η υπαγωγή της Ελλάδας σε προγράμματα επιτήρησης δεν υπήρξε ένα γεγονός ουρανοκατέβατο. Ήδη από το 1985 η χώρα αντιμετώπιζε σοβαρότατα προβλήματα δημοσίου χρέους και δημοσιονομικής ανισορροπίας, τα οποία όμως δεν ήθελε να λύσει.
Αυτός ήταν και ο λόγος της αποτυχίας δύο σταθεροποιητικών συμφωνιών που σύναψε με την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), οι οποίες ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν για τον απλό λόγο ότι δεν τηρήθηκαν.
Ο Αθανάσιος Παπανδρόπουλος
Αποτέλεσμα αυτής της άφρονος και άκρως επικίνδυνης πολιτικής ήταν η πλασματική είσοδος της χώρας στην Ευρωζώνη, με κριτήρια που απείχαν πολύ από τα ουσιαστικά και διαρθρωτικού χαρακτήρα προβλήματα της οικονομίας.
Θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα, από την άποψη αυτή, ότι από την είσοδό μας στη σημερινή Ε.Ε. έως και το 2010 που χρεοκοπήσαμε το πραγματικό πρόβλημα της χώρας δεν ήταν τόσο η κακή δημοσιονομική της διαχείριση όσο η σχεδόν ανύπαρκτη ανταγωνιστικότητά της. Αποτέλεσμα της χαμηλής ανταγωνιστικότητας ήταν και είναι η περιορισμένη εξαγωγική επίδοση της Ελλάδας και η χαμηλή της εξωστρέφεια γενικά.
Πρόκειται για δύο φαινόμενα που έχουν βαθιές ρίζες στη χώρα μας και τα οποία από το 1974 και μετά καμία κυβέρνηση δεν θέλησε να αντιμετωπίσει σοβαρά. Ακόμα χειρότερα, κάποιες πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν τελικά υπονομεύθηκαν από τον δημόσιο συντεχνιακό συνδικαλισμό και από διαπλεκόμενους Έλληνες επιχειρηματίες που τρέμουν τον ανταγωνισμό. Υπό παρόμοιες συνθήκες, η είσοδος της Ελλάδας σε βαθιά κρίση το 2010 ήταν αναπόφευκτη και, βέβαια, εκδηλώθηκε σε περισσότερα επίπεδα.
Κατά πρώτο λόγο, η προϋπάρχουσα δημοσιονομική κρίση οξύνθηκε και δεν έγινε εφικτή η εξυπηρέτηση του χρέους χωρίς δραματικές περικοπές και οριζόντιες προσαρμογές, οι οποίες κρατούν οκτώ χρόνια. Από την αρχή του προγράμματος η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της χώρας αποτέλεσε παράλληλο κεντρικό στόχο της πολιτικής αντίληψης που εκφραζόταν μέσα στα μέτρα του μνημονίου, κυρίως με τις περικοπές μισθών, συντάξεων, τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, αλλά και την επιστροφή σε συνθήκες δημοσιονομικής ισορροπίας.
Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, η σημαντικότατη περικοπή των δημόσιων επενδύσεων, οι μικρότερες ή μεγαλύτερες κοινωνικές εντάσεις που σημειώθηκαν όλο αυτό το διάστημα, η απουσία αλλαγών σε καίρια στοιχεία λειτουργίας της οικονομίας, η απώλεια εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα ως αποτέλεσμα παλινωδιών και αστοχιών, λειτουργούσαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο αρνητισμός για αλλαγές στο κράτος, στις συναλλαγές και τη διαφθορά ή σε επιμέρους αγορές, π.χ. στην ενέργεια, στις μεταφορές, σε διάφορες υπηρεσίες, που όλα επηρεάζουν το κόστος παραγωγής και την ανταγωνιστικότητα, όπως και η αδυναμία του πολιτικού μάνατζμεντ να εμπνεύσει εμπιστοσύνη, ακύρωναν την επιδίωξη ανάκτησης της χαμένης ανταγωνιστικότητας. Στην πράξη, οι πολιτικές επιλογές που έγιναν μετατόπιζαν πολύ μεγαλύτερο βάρος προσαρμογής απ’ όσο θα μπορούσε να είναι στις αμοιβές των εργαζομένων και στην υπερφορολόγηση των μεσαίων στρωμάτων.
Στο πλαίσιο αυτό, το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του θεώρησε, εντελώς επιφανειακά και επιπόλαια, ότι η συρρίκνωση της εσωτερικής ζήτησης θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από μία άνοδο των εξαγωγών, χωρίς να λάβει υπ’ όψιν του τα δομικά χαρακτηριστικά τους. Και τα τελευταία περιγράφονται χωρίς φιοριτούρες στην τελευταία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, το οποίο, βασιζόμενο σε στοιχεία έκθεσης του ΟΟΣΑ, διαπιστώνει τα εξής:
Η αύξηση των εξαγωγών που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια προήλθε κυρίως από τη μείωση των αμοιβών εργασίας. Όπως προκύπτει από ανάλυση των στοιχείων της έκθεσης, από το 2010, όταν η χώρα μπήκε στα μνημόνια, υπήρξε κατακόρυφη μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας (παραγωγή προϊόντων ανά ώρα εργασίας) που αποδίδεται κυρίως στη μεγάλη φυγή εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό και στην απαξίωση άλλου που παρέμεινε εντός της χώρας, μαζί με τη μεγάλη αποεπένδυση που έγινε στο διάστημα αυτό. Την ίδια περίοδο, ωστόσο, εξαιτίας των μεγάλων περικοπών στους μισθούς σε επίπεδο επιχειρήσεων και της ραγδαίας εξάπλωσης της μερικής απασχόλησης, οι αμοιβές εργασίας υποχώρησαν πολύ περισσότερο από τη μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας. Έτσι, υπήρξε εν τέλει αύξηση της ανταγωνιστικότητας σε επίπεδο κόστους παραγωγής, που οδήγησε σε αυτή την εξαγωγική ανάκαμψη, η οποία όμως είναι ευκαιριακή και χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Κατά συνέπεια, σοβαρό πρόβλημα για την παραγωγή της χώρας δεν είναι πλέον το κόστος της εργασίας, αλλά το τεράστιο θέμα τού «τι παράγουμε και τι πουλάμε».
Πολιτικές που ακολουθήθηκαν μπορούν να βελτιώσουν για λίγο διάστημα την ανταγωνιστικότητα του στενού φάσματος εξαγωγών που πραγματοποιούμε, όχι όμως το βασικό πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας συνολικότερα και του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών ειδικότερα. Πρόκειται για μία παγιδευμένη πολιτική, όχι για τους λόγους που πολλοί αναφέρουν, αλλά γιατί στην ουσία οι εξαγωγές μας σήμερα δεν έχουν προοπτικές μίας σημαντικής δυναμικής, παρά τις μειώσεις του κόστους εργασίας.