Ερμηνεία της έννοιας των «νέων κρίσιμων εγγράφων»
ΑΠΟΦΑΣΗ 1522/2017 ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
Λόγοι αναθεώρησης απόφασης Τμήματος του Ε.Σ.( έννοια “νέων κρίσιμων εγγράφων”)
VΙ. Ο ήδη αναιρεσείων με την αίτηση αναθεώρησης προσκόμισε και επικαλέστηκε ως νέο κρίσιμο έγγραφο την έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως, η οποία συντάχθηκε τον Μάρτιο του έτους 2012, σύμφωνα με την οποία, με εξαίρεση την υπογραφή που ετέθη στο από 4.11.1996 πρωτόκολλο παραλαβής και αποτέλεσε δικαιολογητικό έκδοσης του …/14.7.1997 χρηματικού εντάλματος, η οποία είναι γνήσια υπογραφή του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος, οι υπογραφές στα λοιπά πρωτόκολλα παραλαβής, τα οποία βεβαιώνουν την παραλαβή εργασιών και υλικών, τα οποία δεν παρελήφθησαν ποτέ από το Πανεπιστήμιο, «διαφέρουν από τις γνήσιες υπογραφές και τις μονογραφές» του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος στην εμφάνιση και σε στοιχεία της δομής τους και, επομένως, οι υπογραφές αυτές δεν είναι γνήσιες.
Το δικάσαν Τμήμα κατ, ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των προπαρατιθέμενων διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 48 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, έκρινε ότι με την προσκόμιση και την επίκληση της ως άνω γραφολογικής γνωμοδοτήσεως δεν στοιχειοθετείται παραδεκτός λόγος αίτησης αναθεώρησης, καθόσον το εν λόγω έγγραφο, δεν συνιστά νέο κρίσιμο έγγραφο, εφόσον ούτε προύπήρχε της εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε ανακαλύφθηκε μετά την έκδοση αυτής, αλλά συντάχθηκε με πρωτοβουλία του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος, προκειμένου να αντικρούσει τα συμπεράσματα, στα οποία κατέληξε η εκδοθείσα σε βάρος του καταλογιστική απόφαση. Ακολούθως, κατ, ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διεπουσών την υπό κρίση υπόθεση διατάξεων, το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι η πλαστότητα των εγγράφων και στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε η προσβαλλομένη δεν μπορούσε να γίνει δεκτή ως λόγος αναθεώρησης, εφόσον βασίζεται σε ιδιωτική γνωμάτευση συνταχθείσα κατ, εντολή του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος και όχι σε δικαστική αναγνώριση της πλαστότητας, όπως ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 29 του π.δ/τος 774/ 1980. Στη συνέχεια, το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι ο ισχυρισμός του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος ότι έλαβε γνώση της 11.2.2002 πορισματικής έκθεσης ελέγχου στις 26.9.2011, ήτοι μετά τις 14.12.2010, ημερομηνία κατά την οποία συζητήθηκε ενώπιον του ΙV Τμήματος η από 11.10.2006 έφεσή του, ανεξαρτήτως του ότι δεν συνιστά λόγο αναθεώρησης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 29 παρ. 3 του π.δ/τος 774/ 1980, είναι απορριπτέος, διότι στο δικόγραφο της εφέσεώς του, ο αιτών και ήδη αναιρεσείων αναφέρεται ρητώς στο περιεχόμενο της ανωτέρω πορισματικής εκθέσεως (σελ. 7 και 8 της εφέσεως), χωρίς να παραπονείται ότι δεν είχε λάβει γνώση αυτής. Ενόψει των ανωτέρω, κατ, ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των υπό κρίση διατάξεων, το δικάσαν Τμήμα απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό του αιτούντος την αναθεώρηση και ήδη αναιρεσείοντος, αφού αυτός δεν τον είχε προβάλει στην κατ, έφεση δίκη. Περαιτέρω, ο αιτών και ήδη αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι συνέτρεχε νόμιμος λόγος αναθεώρησης λόγω πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως.
Προς τούτο προέβαλε ότι δεν αναγνωρίζει την υπογραφή του στα πρωτόκολλα παραλαβής που αποτελούν συνημμένα δικαιολογητικά των …/1998, …/1997, …/1998, …/1997, 1997 και …/ 1998 χρηματικών ενταλμάτων. Ακολούθως, το Τμήμα έκρινε ότι ουδεμία από τις προαναφερόμενες αιτιάσεις συνιστά παραδεκτό λόγο αναθεώρησης. Τούτο δε διότι ο μεν ισχυρισμός του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος ότι δεν έχει υπογράψει τα πρωτόκολλα παραλαβής βασίζεται στη γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, που, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, δεν αποτελεί νέο κρίσιμο έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 48 παρ. 3 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, οι δε λοιπές αιτιάσεις, πέραν του ότι σε κάθε περίπτωση έχουν ληφθεί υπόψη από το Τμήμα στα πλαίσια της εκκληθείσας ενώπιόν του καταλογιστικής απόφασης και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και στοιχεία δεν αποτελούν κρίσιμα στοιχεία, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετική εκτίμηση του Τμήματος περί της δημοσιονομικής ευθύνης του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος. Ενόψει αυτών, το δικάσαν Τμήμα διέλαβε πλήρη και σαφή αιτιολογία περί της συνεκτίμησης όλων των αποδεικτικών μέσων και στοιχείων και ειδικότερα των δικαιολογητικών των κρίσιμων χρηματικών ενταλμάτων, στα οποία ερείδεται η γραφολογική γνωμάτευση, και τα οποία είχε λάβει υπόψη του το Τμήμα κατά την εκδίκαση της εφέσεως κατά της καταλογιστικής απόφασης, αφού η απόφαση που εξεδόθη επ, αυτής (3336/2011 IV Τμήματος) παραπέμπει ρητώς σ, αυτά, όπως ακριβώς μνημονεύονται στην πορισματική έκθεση. Για το λόγο αυτό άλλωστε, το δικάσαν Τμήμα κατέληξε στην κρίση ότι εφόσον τα ως άνω δικαιολογητικά δεν είναι νέα στοιχεία δεν αποτελούν κρίσιμα έγγραφα και ακολούθως και η γραφολογική γνωμάτευση δεν αποτελεί επίσης κρίσιμο έγγραφο.
Κατά συνέπεια, ορθώς απερρίφθη ο σχετικός λόγος αναθεώρησης και ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από την επιτρεπτώς κατ, αναίρεση επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων δεν είχε αμφισβητήσει στην κατ, έφεση δίκη την υπογραφή του στα πρωτόκολλα παραλαβής, ώστε να καθίσταται εμφανές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και Θα μπορούσε να εκδοθεί διαφορετική απόφαση υπέρ του (ήδη αναιρεσείοντος), αν τα σώματα των πρωτοκόλλων παραλαβής είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου. Ούτε άλλωστε ο αναιρεσείων είχε επικαλεστεί ανωτέρα βία για την μη έγκαιρη προσκομιδή των σωμάτων των πρωτοκόλλων παραλαβής ενώπιον του δικαστηρίου που εκδίκαζε την έφεσή του κατά της καταλογιστικής απόφασης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν υφίστατο αφού μπορούσε να τα αναζητήσει στο αρχείο της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών, όπου και εφυλάσσοντο. Κατά συνέπεια, ορθώς απερρίφθη ως απαράδεκτος ο σχετικός λόγος αναθεώρησης, έστω και με μερικώς διάφορη αιτιολογία, και συνεπώς είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως. Τέλος, όλες οι λοιπές προβαλλόμενες αναιρετικές αιτιάσεις κατά το μέρος που πλήττουν την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
VΙΙ. Κατ, ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν προβάλλονται άλλες νομικές αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 73 ν. 4129/2013)
Δείτε αναλυτικά την απόφαση εδώ.