Παρατηρείται το φαινόμενο στην αγορά εργασίας, επιχειρήσεις να καθυστερούν να καταβάλουν τις αποδοχές στους εργαζόμενους (πέρα από τη δήλη ημέρα) για μεγάλο χρονικό διάστημα (επί πολλούς μήνες).
Οι επιχειρήσεις αυτές καταβάλουν έναντι των οφειλομένων χρηματικά ποσά, χωρίς όμως να αναγράφεται η αιτιολογία της καταβολής των χρηματικών ποσών στους εργαζόμενους. Σε αυτή την περίπτωση δημιουργείται εύλογα η σύγχυση στους εργαζόμενους σχετικά με τις δεδουλευμένες αποδοχές που καταβάλλονται κάθε φορά και τις δεδουλευμένες αποδοχές που εξακολουθούν να οφείλονται. Επίσης δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουν και να βεβαιώσουν οι εργαζόμενοι αν έχουν πληρωθεί τα διάφορα επιδόματα, προσαυξήσεις και δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα.
Σχετικά με την καταβολή των αποδοχών στους εργαζόμενους ισχύουν τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1 του Νόμου 1082/1980, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο υποπαράγραφος Ι.Α. 5 του Νόμου 4254/2014, ” Φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου υποχρεούνται, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού να χορηγούν εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και οι επ’ αυτών κρατήσεις θα πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά.
Δεν απαιτείται υπογραφή του εργαζομένου σε αποδεικτικό χορηγήσεως του εκκαθαριστικού σημειώματος.
Η παραβίαση της ανωτέρω υποχρεώσεως του εργοδότη συνεπάγεται τις διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 24 του Νόμου 3996/2011, όπως ισχύει “.
Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 424 του Α.Κ. και 671 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι ο εργοδότης, κατά την πληρωμή του μισθού και την χορήγηση του εκκαθαριστικού σημειώματος, έχει το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργαζόμενο να υπογράψει εξοφλητική απόδειξη.
Η εν λόγω απόδειξη πρέπει να είναι αναλυτική, ήτοι να αναφέρει τα επιμέρους χρηματικά ποσά, που απαρτίζουν τις καταβληθείσες αποδοχές του εργαζομένου, την αιτία καταβολής ενός εκάστου, το χρονικό διάστημα, στο οποίο αντιστοιχεί η καταβολή και τον χρόνο καταβολής. Η εξοφλητική απόδειξη που δεν είναι αναλυτική, κατά την ως άνω έννοια, θεωρείται αόριστη και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή, όμως, δεν αποκλείεται στον εργοδότη η δυνατότητα να αποδείξει ένσταση εξοφλήσεως των αποδοχών του εργαζομένου με άλλα αποδεικτικά μέσα.
Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση οικ. 22528/430 ΦΕΚ Β 1721/18.05.2017 καθιερώθηκε από 1/6/2017 η υποχρεωτική καταβολή από τους εργοδότες των αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα αποκλειστικά στους τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών. Η καταβολή των αποδοχών στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής ή παρόχων υπηρεσιών πληρωμών.
Στον εργοδότη που παραβαίνει την υποχρέωση αυτή, επιβάλλονται κυρώσεις από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 24 του ν. 3996/2011 .Περαιτέρω σχετικά με τα οφειλόμενα προς τους εργαζόμενους που προκύπτουν από την εργασιακή σχέση, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις:
Άρθρο 422 Α.Κ “Αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει κατά την καταβολή το χρέος που θέλει να εξοφληθεί. Αν δεν όρισε τίποτε, η παροχή που έγινε καταλογίζεται πρώτα στο ληξιπρόθεσμο χρέος και, αν υπάρχουν περισσότερα, σε εκείνο που παρέχει μικρότερη ασφάλεια για το δανειστή. Αν υπάρχουν περισσότερα με ίση ασφάλεια, στο επαχθέστερο για τον οφειλέτη. Αν υπάρχουν περισσότερα εξίσου επαχθή στο αρχαιότερο. Αν όλα τα χρέη είναι σύγχρονα, ο καταλογισμός γίνεται σύμμετρα”.
Άρθρο 655 Α.Κ “Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός απ’ αυτά. Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Σε εργασία κατά μονάδα ή κατ’ αποκοπή, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα στις προκαταβολές που δικαιολογούνται από τις περιστάσεις ανάλογα με την εργασία που έχει προσφέρει και τις δαπάνες που τυχόν έκανε”.
Προκύπτει ότι, όταν οι επιχειρήσεις καθυστερούν να καταβάλλουν αποδοχές στους εργαζόμενους (πέρα από τη δήλη ημέρα που πρέπει να καταβληθούν) και εν συνεχεία καταβάλουν διάφορα χρηματικά ποσά έναντι των οφειλομένων χωρίς όμως να αναγράφεται η αιτιολογία της καταβολής των χρηματικών ποσών στους εργαζόμενους, τότε οι καταβολές των ποσών αφορούν εξοφλήσεις δεδουλευμένων (αποδοχών, επιδομάτων και δώρων) που είναι χρονικά παλαιότερες, και όχι τις νεότερες χρονικά οφειλές.