Δεν μπορεί να αποκλειστεί από την επικουρική προστασία πρόσωπο που θεωρείται ότι έχει «διαπράξει σοβαρό έγκλημα» με μόνο κριτήριο την προβλεπόμενη ποινή
Με τη δημοσιευθείσα στις 13-09-2018 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι ένα πρόσωπο δεν μπορεί να αποκλειστεί από την επικουρική προστασία σε περίπτωση που έχει «διαπράξει σοβαρό έγκλημα», κατά την έννοια της οδηγίας 2011/95/ΕΕ (σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας) με μόνο κριτήριο την ποινή που προβλέπει για το έγκλημα αυτό η νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους.
Πρόσθετα, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι η εθνική αρχή ή το εθνικό δικαστήριο που έχουν επιληφθεί της αιτήσεως επικουρικής προστασίας οφείλουν να εκτιμήσουν τη σοβαρότητα του αδικήματος, προβαίνοντας σε πλήρη εξέταση όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης.
Ιστορικό της υπόθεσης
Στον S. Ahmed χορηγήθηκε το 2000 το καθεστώς του πρόσφυγα στην Ουγγαρία, λόγω του κινδύνου δίωξης που αντιμετώπιζε στη χώρα καταγωγής του, καθώς ο πατέρας του ήταν υψηλόβαθμος αξιωματικός του καθεστώτος Νατζιμπουλάχ. Αργότερα, κινήθηκε σε βάρος του στην Ουγγαρία ποινική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας αυτός ζήτησε πλήρη ενημέρωση του προξενείου της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν σχετικά με την εξέλιξη της υπόθεσης. Λόγω της αίτησης προστασίας που ο S. Ahmed είχε αυτοβούλως απευθύνει στη χώρα καταγωγής του, οι ουγγρικές αρχές θεώρησαν ότι δεν υπήρχε πλέον κίνδυνος δίωξης και το 2014 κίνησαν αυτεπαγγέλτως διαδικασία επανεξέτασης της χορήγησης σε αυτόν του καθεστώτος του πρόσφυγα.
Στο πλαίσιο νέας διοικητικής διαδικασίας, οι ουγγρικές αρχές απέρριψαν το 2016 την αίτηση του S. Ahmed τόσο ως προς τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα όσο και ως προς τη χορήγηση καθεστώτος επικουρικής προστασίας, διαπιστώνοντας συγχρόνως κώλυμα όσον αφορά την επαναπροώθηση. Συγκεκριμένα, οι ουγγρικές αρχές εκτίμησαν ότι δεν μπορούσε να χορηγηθεί στον S. Ahmed επικουρική προστασία, λόγω της συνδρομής λόγου αποκλεισμού κατά την έννοια του ουγγρικού νόμου περί ασύλου, ο οποίος αποτελεί μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2011/95/ΕΕ για τους πρόσφυγες, δεδομένου ότι ο S. Ahmed είχε διαπράξει έγκλημα που κατά το ουγγρικό δίκαιο επισύρει τουλάχιστον πενταετή στερητική της ελευθερίας ποινή.
Ο S. Ahmed άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον των ουγγρικών δικαστηρίων, ισχυριζόμενος ότι η εθνική νομοθεσία αφαιρεί κάθε διακριτική ευχέρεια από τα αρμόδια για την εξέταση της αίτησής του διοικητικά όργανα, καθώς και από τα δικαστήρια που είναι αρμόδια να ελέγξουν τη νομιμότητα των αποφάσεων των οργάνων αυτών, ενώ από τη φράση «έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα» στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο ορίζει τους λόγους αποκλεισμού από το καθεστώς επικουρικής προστασίας, συνάγεται υποχρέωση εκτίμησης του συνόλου των περιστάσεων εκάστης περιπτώσεως.
Το Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (πρωτοβάθμιο δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών Βουδαπέστης, Ουγγαρία), ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η εκδίκαση της διαφοράς, ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την ως άνω έκφραση ως λόγο αποκλεισμού της επικουρικής προστασίας. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει τις αμφιβολίες του για το κατά πόσον η σοβαρότητα του εγκλήματος μπορεί να καθοριστεί με μόνο κριτήριο την ποινή που προβλέπει για το έγκλημα αυτό η νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους.
Απόφαση του Δικαστηρίου
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο κρίνει καταρχάς ότι από το γράμμα της οδηγίας 2011/95/ΕΕ προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να δημιουργήσει ένα ενιαίο καθεστώς για όλους τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας και ότι, όσον αφορά τους λόγους αποκλεισμού από το καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ο νομοθέτης της Ένωσης εμπνεύστηκε από τους ισχύοντες για τους πρόσφυγες κανόνες, επεκτείνοντάς τους, στο μέτρο του δυνατού, στους δικαιούχους του καθεστώτος επικουρικής προστασίας.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο υπενθυμίζει τη νομολογία του, σύμφωνα με την οποία πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης αποκλεισμού ενός προσώπου από το καθεστώς του πρόσφυγα πρέπει να προηγείται πλήρης εξέταση όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων εκάστης περιπτώσεως, η δε απόφαση αυτή δεν πρέπει να λαμβάνεται αυτομάτως. Η απαίτηση αυτή ισχύει και για τις αποφάσεις αποκλεισμού από την επικουρική προστασία.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι, αν και το κριτήριο της προβλεπόμενης από την ποινική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους ποινής έχει ιδιαίτερη σημασία για την εκτίμηση του βαθμού σοβαρότητας του εγκλήματος που δικαιολογεί τον αποκλεισμό από την επικουρική προστασία, εντούτοις η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους μπορεί να επικαλεστεί τον λόγο αποκλεισμού μόνον αφού προβεί, για κάθε περίπτωση ατομικά, σε εκτίμηση των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών των οποίων έχει λάβει γνώση, προκειμένου να κρίνει εάν συντρέχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι οι πράξεις που τέλεσε ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά τα κριτήρια υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του συγκεκριμένου λόγου αποκλεισμού.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας ο αιτών επικουρική προστασία θεωρείται ότι έχει διαπράξει «σοβαρό έγκλημα», λόγω του οποίου μπορεί να αποκλειστεί από την εν λόγω προστασία, με μόνο κριτήριο την ποινή που προβλέπει για το έγκλημα αυτό η νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Εναπόκειται στην αρμόδια εθνική αρχή ή στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο που έχουν επιληφθεί της αιτήσεως επικουρικής προστασίας να εκτιμήσουν τη σοβαρότητα του επίμαχου αδικήματος, προβαίνοντας σε πλήρη εξέταση όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA