Ένα σαφές πλαίσιο για το τι έφταιξε και φτάσαμε στο bail-in και το κούρεμα των καταθέσεων το 2013 και ένα “καυτό” παρασκήνιο για το τι έγινε στα δύο κρίσιμα Eurogroup του δραματικού Μάρτη –με την ευθύνη για την πρόταση για “κούρεμα” των καταθέσεων για ποσά κάτω των 100.000 ευρώ να αποδίδεται ευθέως στην κυβέρνηση Αναστασιάδη– παραθέτει ο πρώην πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ στο βιβλίο του για τα όσα έζησε ως επικεφαλής του άτυπου οργάνου των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης.
Στην Κύπρο είναι αφιερωμένο το πέμπτη κεφάλαιο του βιβλίου του Γερούν Ντάισελμπλουμ, του οποίου βασικά σημεία δημοσιεύει σήμερα ο “Πολίτης”. Όπως αναφέρει αρκετά από αυτά τα σημεία αναμένεται να προκαλέσουν αντιδράσεις.
Ο κ. Ντάισελμπλουμ αν και ευγενικός στις περιγραφές του, “σφάζει με το γάντι” τον Πρόεδρο Αναστασιάδη, χρεώνοντάς στην Κύπρο τις αποφάσεις του πρώτου Eurogroup για την επιβολή εφάπαξ εισφοράς σε όλες τις καταθέσεις, αλλά και την απόσταση που κράτησε στη συνέχεια από εκείνη την απόφαση, ενώ αφήνει και υπονοούμενα για τις σχέσεις του με τη Ρωσία.
“Νέος Πρόεδρος έγινε ο Νίκος Αναστασιάδης, ένας ευρωπαϊστής πολιτικός, δικηγόρος και συνιδιοκτήτης ενός από τα μεγαλύτερα δικηγορικά γραφεία, με μεγάλη ικανότητα να προσελκύει πλούσιους Ρώσους πελάτες”, τονίζει, μεταξύ άλλων.
Ο κ. Αναστασιάδης εμφανίζεται να προσπαθεί να διασώσει το καταστημένο, πριν τελικά υποχρεωθεί να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα. Παράλληλα αποδίδει ευθύνες και στην κυβέρνηση Χριστόφια για την αδράνειά της.
Για τον κ. Ντάισελμπλουμ είναι σαφές ότι η αιτία της τραπεζικής κρίσης βρίσκεται στον άξονα δικηγόροι – τράπεζες – κατασκευαστές ακινήτων – πολιτική, το οποίο δημιούργησε ένα υδροκέφαλο τραπεζικό σύστημα. “Υπήρχε”, γράφει, “ένα πολύ στενά συνδεδεμένο δίκτυο δικηγόρων που εργάζονταν σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και επίσης ασχολούνταν με την πολιτική. Η σύνδεση ήταν επίσης ορατή μεταξύ τραπεζών και πολιτικής και υπήρξε μεταξύ άλλων η αιτία για τα βαθιά προβλήματα που αντιμετώπισε η Κύπρος”.
Τι παρέλαβε ως πρόεδρος του Eurogroup: “Μια οικονομία και ειδικότερα έναν διογκωμένο τραπεζικό τομέα που ήταν υπό κατάρρευση, με ένα υψηλό κρατικό έλλειμμα, ένα κλιμακούμενο χρέος και δομικά νοσηρές τράπεζες που ήδη από καιρό εξαρτιόνταν για τη ρευστότητά τους από τον μηχανισμό έκτακτης ανάγκης. Και μια πάρα πολύ μεγάλη περίοδο αναβολών και καθυστερήσεων, με αποτέλεσμα τα προβλήματα να έχουν γίνει ακόμα μεγαλύτερα”, προσθέτει.
Η αδράνεια της κυβέρνησης Χριστόφια αποδείχθηκε καθοριστική για τη διόγκωση του προβλήματος καθιστώντας, κατά την περιγραφή του Ολλανδού πολιτικού, αναπόφευκτη τη λύση του bail-in. Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση τα όσα γράφει ο κ. Ντάισελμπλουμ δεν προκύπτει ότι οι κυβερνήσεις Χριστόφια – Αναστασιάδη είχαν ευθεία γνώση της απόφασης για τη μη διάσωση των κυπριακών τραπεζών με δημόσιο χρήμα. Μάλιστα υπενθυμίζει δήλωση του επιτρόπου Ρεν ότι ούτε οι επενδυτές ούτε οι καταθέτες χρειαζόταν να φοβούνται το κούρεμα καταθέσεων. Ωστόσο ο ίδιος σημειώνει ότι τα μηνύματα είχαν σταλεί.
“Αν ήξερες τους κανόνες του παιχνιδιού, ήξερες ότι σε κάθε περίπτωση αυτό δεν ήταν εφικτό”, τονίζει.
Το πρόβλημα
Καταρχήν ο κ. Ντάισελμπλουμ, σύμφωνα με τον Πολίτη, περιγράφει συνοπτικά την αιτία της τραπεζικής κρίσης, την ταχεία μεγέθυνση των τραπεζών λόγω της ροής ξένου (ρωσικού) χρήματος και του παράλληλου υπερδανεισμού με άξονα την αγορά ακινήτων. Το πάρτι έληξε με θύμα μια ολόκληρη χώρα.
Η χώρα, αναφέρει, “αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα λόγω του τοξικού κοκτέιλ ενός πολύ μεγάλου χρηματοοικονομικού τομέα και του εκτροχιασμού των δημόσιων οικονομικών. Απ’ όλες τις προβληματικές χώρες, στην Κύπρο ήταν πιο ορατός ο υδροκεφαλισμός του χρηματοοικονομικού τομέα: από το 2004 έως το 2010 ο τραπεζικός τομέας υπερδιπλασιάστηκε φτάνοντας στο 953% του ΑΕΠ της νήσου. Οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης, των οποίων τον ισολογισμό μπορούμε να τον αντιπαραβάλουμε με το μέγεθος της εθνικής οικονομίας, ήταν η Τράπεζα Κύπρου και η Λαϊκή Τράπεζα. Τα ανεξόφλητα δάνεια στον ιδιωτικό τομέα ήταν σε μέγεθος ίσα με το 286% του ΑΕΠ. Οι μεγαλύτερες τράπεζες της Κύπρου είχαν ακόμα ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων που έμπαιναν στη νήσο προέρχονταν από (πλούσιους) Ρώσους. Γιατί; Σίγουρα η γεωγραφική θέση και η πολιτισμική συγγένεια με την ορθόδοξη εκκλησία έπαιξαν τον ρόλο τους. Όπως και το νομικό σύστημα που είχαν αφήσει πίσω τους οι Βρετανοί”. Στη συνέχεια δείχνει προς τον εγχώριο τομέα παροχής υπηρεσιών, μια βιομηχανία “εξαιρετικά δραστήρια στην προσέλκυση πλούσιων Ρώσων πελατών που ζητούσαν ένα ασφαλές λιμάνι για την περιουσία τους και μερικές φορές και για τον εαυτό τους. Στην Κύπρο δεν γινόταν αυστηρός έλεγχος για την προέλευση των χρημάτων, το επιτόκιο ήταν υψηλό (πέντε χρόνια σταθερό επιτόκιο 10%) και σχεδόν αφορολόγητο. Ο συντελεστής στον φόρο εταιρειών, 10%, ήταν ο χαμηλότερος στην ευρωζώνη”. Με την απελευθέρωση του χρηματοοικονομικού τομέα οι καταθέσεις οδήγησαν σε τεράστια αύξηση του δανεισμού.
“Μεγάλο μέρος της πιστωτικής έκρηξης κρύβεται στα σχέδια περί ακινήτων. Και κανείς δεν ήθελε να χαλάσει το πάρτι. Όταν η Κεντρική Τράπεζα προσπάθησε να μειώσει το loan-to-value-ratio (πόσα χρήματα μπορείς να δανείζεσαι σε αναλογία με την αξία του σπιτιού) έτσι ώστε να περιορίσει την έκρηξη στην αγορά ακινήτων, προσέκρουσε στις αντιρρήσεις των κατασκευαστών, των τραπεζών και εν συνεχεία των πολιτικών. Η ‘φούσκα’ συνεχίστηκε”.
Η αδράνεια του 2012
“Στην πορεία του 2012 αυξήθηκε η ανησυχία για την υγεία των τραπεζών και της οικονομίας, οι τράπεζες βούλιαζαν σιγά-σιγά. Ο οίκος Fitch κατέταξε τα κρατικά ομόλογα της Κύπρου στην κατηγορία ‘σκουπίδια’, στη χαμηλότερη κατηγορία που είχε φτάσει ποτέ η Κύπρος”. Στο σημείο αυτό ο κ. Ντάισελμπλουμ σημειώνει ότι οι τράπεζες στην Κύπρο δέχθηκαν πλήγμα λόγω του κουρέματος των ελληνικών ομολόγων.
“Αλλά οι κυπριακές τράπεζες δεν ήταν αθώα θύματα, είχαν κάνει μεγάλης κλίμακας επενδύσεις σε ελληνικά κρατικά ομόλογα”, προσθέτει.
Ο πρώην πρόεδρος του Eurogroup εκτιμά ότι “ήταν αναπόφευκτο ότι η Κύπρος θα έπρεπε να κάνει αίτηση για πρόγραμμα. Και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πίεζε έντονα προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο νέος διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, ο Πανίκος Δημητριάδης, έγραψε (σ.σ. εννοεί το βιβλίο του τέως διοικητή) το 2017 πως τηλεφώνησε στον Πρόεδρο Δημήτρη Χριστόφια και του είπε ότι θα έπρεπε να κλείσει τη στρόφιγγα της ρευστότητας έκτακτης ανάγκης, την ονομαζόμενη Emergency Liquidity Assistance (ELA) εάν η κυβέρνηση δεν ζητήσει πρόγραμμα στήριξης. Ο κομουνιστής Πρόεδρος είχε προ πολλού ταχθεί κατά της στήριξης από τις Βρυξέλλες. Δεν ήθελε να παραδοθεί στους ‘ιμπεριαλιστές στην Ουάσινγκτον’, στο ΔΝΤ. Τάχθηκε κατά της ιδέας ότι ήταν αναγκαίες οι οικονομικές περικοπές για να μπουν σε τάξη τα δημόσια οικονομικά, αλλά και κατά των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας που αναμφίβολα θα απαιτούνταν από την Κύπρο. Αλλά με την υποβάθμιση από τον Fitch δεν υπήρχε πλέον επιλογή. Η Κύπρος στις 25 Ιουνίου 2012 έκανε αίτηση για πρόγραμμα. (…) Στα τέλη Νοεμβρίου η κυβέρνηση της Κύπρου συμφώνησε για το πρόγραμμα με την τρόικα. Αλλά το Eurogroup εκείνη τη στιγμή είχε αποφασίσει να περιμένει πρώτα τις εκλογές. Δεν είχαμε διάθεση να κλείσουμε μια συμφωνία με έναν Πρόεδρο ο οποίος μέσα σε λίγο καιρό θα είχε αντικατασταθεί (…). Η νέα κυβέρνηση ανέλαβε καθήκοντα την 1η Μαρτίου 2013. Δεν υπήρχε ακόμα πρόγραμμα, οκτώ μήνες μετά την αίτηση”.
Τα μηνύματα
“Το Eurogroup στις 10 Φεβρουαρίου ήταν το πρώτο υπό την ηγεσία μου και αμέσως τέθηκαν τα προβλήματα. Ο Κύπριος υπουργός Οικονομικών, Σιαρλή, διαμαρτυρήθηκε στον Τύπο για την άδικη αντιμετώπιση της Κύπρου. Ο επίτροπος Ρεν είχε διαβεβαιώσει τον έξω κόσμο ότι ούτε οι επενδυτές ούτε οι καταθέτες χρειαζόταν να φοβούνται το κούρεμα καταθέσεων. Αλλά αν ήξερες τους κανόνες του παιχνιδιού, ήξερες ότι σε κάθε περίπτωση αυτό δεν ήταν εφικτό. Στη συνέντευξη (σ.σ. του Eurogroup) παραδέχθηκα ευθέως ότι όλες οι πιθανότητες είναι υπό συζήτηση. Ήταν όμως και μια συνειδητή επιλογή ώστε να δώσω μια προειδοποίηση. Η πίεση είχε αυξηθεί”. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζει ότι η λύση του bail-in είχε ήδη εφαρμοστεί από τον ίδιο, στη χώρα του.
“Στην Ολλανδία, δέκα μέρες πριν, είχα κάνει μια παρέμβαση στην τράπεζα-ασφαλιστική εταιρεία SNSReaal. Ξανά, μια ολλανδική τράπεζα, η τέταρτη σε μέγεθος, είχε κρατικοποιηθεί, αλλά αυτή τη φορά φορολογήθηκε μια μεγάλη ομάδα επενδυτών, τα έχασαν όλα. Γίνονται ακόμα δίκες για αποζημιώσεις. Επίσης οι υπόλοιπες τράπεζες υποχρεώθηκαν να συμβάλουν στην επιχείρηση διάσωσης μέσω μιας εφάπαξ εισφοράς. Έτσι ο φορολογούμενος γλύτωσε δισεκατομμύρια. Αυτή ήταν μια προειδοποίηση για τον νέο άνεμο που έπνεε. Αλλά επειδή καμιά καταιγίδα δεν ξέσπασε, η διεθνής κοινότητα δεν παρατήρησε αυτή τη νέα προσέγγιση.”
Το πρώτο Eurogroup
“Στις 4 Μαρτίου (…) ο υπουργός Οικονομικών της Κύπρου πληροφορήθηκε ότι το πακέτο στήριξης για τη χώρα του δεν θα ήταν πάνω από 10 δισεκατομμύρια εξαιτίας της βιωσιμότητας του χρέους. Ήταν σαφές ότι αυτό το ποσό δεν επέτρεπε τη διάσωση των μεγάλων τραπεζών. Δήλωσε ότι δεν είχε εντολή από τον Πρόεδρο να συμφωνήσει επ’ αυτού. Εκείνο το απόγευμα δεν ελήφθη απόφαση. (…) Στις 14 και 15 Μαρτίου έγινε ένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όπου η ατζέντα ήταν ελάχιστα ευχάριστη, αλλά στη συνεδρίαση παρών ήταν ένας ροζ ελέφαντας: η Κύπρος (…) o Κύπριος Πρόεδρος θεωρούσε ότι δεν είχε δίκαιη αντιμετώπιση επειδή υπήρξαν αντιρρήσεις για το μεγάλο δάνειο που είχε ζητήσει η Κύπρος. Ο Μπαρόζο φοβόταν τη μόλυνση αν μη τι άλλο στην Πορτογαλία. Οι ηγέτες των χωρών της ευρωζώνης όμως επέμειναν στην ημερήσια διάταξη: ο Ντράγκι δίδαξε περί οικονομίας και το θέμα της Κύπρου δεν τέθηκε”.
Οι αποφάσεις ελήφθησαν στο Eurogroup που συνεδρίασε αμέσως μετά το πέρας της συνόδου κορυφής.
“Η λύση ήταν η εφάπαξ επιβολή φόρου περιουσίας σε όλους όσοι είχαν χρήματα σε τράπεζα στην Κύπρο. Μια τέτοια ‘εισφορά κρίσης’ δεν ήταν μοναδική, είχε επιβληθεί σε διάφορες χώρες και με διάφορες μορφές αλλά συνήθως πολύ σταδιακά. Η κριτική ότι εμείς, το Eurogroup, είχαμε εμπλέξει στη λύση τους μικρούς αποταμιευτές απευθύνθηκε σε μεγάλο βαθμό στον πρόεδρο του Eurogroup, παρά την ομόφωνη απόφαση. Κι εγώ πήρα πάνω μου την ευθύνη. ‘Αν αυτό δεν πετύχει, βάλτε τα μαζί μου’ ήταν η απάντησή μου επί λέξει. Το πιο επώδυνο γεγονός, ότι η ίδια η κυπριακή κυβέρνηση ήταν αυτή που επέμεινε να επιβληθεί φόρος σε όλους τους καταθέτες έτσι ώστε ο φόρος στις μεγάλες καταθέσεις να μπορεί να διατηρηθεί κάτω από το 10%, το ανακοίνωσε προς τα έξω η Αυστριακή υπουργός Μαρία Φέκτερ”.
“Η θύελλα που ξέσπασε στην Κύπρο αντανακλούσε κυρίως τη μεγάλη νευρικότητα που για πολύ καιρό υπήρχε στην ευρωζώνη. Επειδή τα μέσα ενημέρωσης υποστήριζαν ότι ήταν το τέλος της εγγύησης καταθέσεων, θα γινόταν εκροή κεφαλαίων, οι τράπεζες θα κατέρρεαν μαζικά και η ευρωζώνη θα βούλιαζε σε ακόμα μεγαλύτερη κρίση (…). Η αντιμετώπιση στην Κύπρο δεν προκάλεσε καμιά νέα κρίση στην Ευρώπη και η Κύπρος θα επανέκαμπτε γρηγορότερα από πολλές άλλες χώρες σε πρόγραμμα. Αλλά αυτό δεν είχε γίνει ακόμα”.
Ο Ολλανδός πολιτικός τονίζει ότι στις 18 Μαρτίου (μία ημέρα πριν καταψηφιστεί η επιβολή της εισφοράς) με δήλωσή του είχε εκ νέου προσφέρει στην Κύπρο το περιθώριο να μείνουν ανέγγιχτες οι καταθέσεις κάτω από 100.000 ευρώ.
“Ο Αναστασιάδης μόλις ξέσπασε η θύελλα στη Λευκωσία, δημόσια κράτησε αποστάσεις από την πρόταση. Η κυβέρνηση πρότεινε ακόμα μια τροποποίηση με την οποία τα πρώτα 20.000 ευρώ έμεναν άθικτα, αλλά ο φόρος για τους μεγάλους πελάτες παρέμεινε στο 9,9%. Το Κοινοβούλιο, ακόμα και το κόμμα του Προέδρου, αρνήθηκε τη στήριξη. Δεν συζητήθηκε καμιά εναλλακτική πρόταση επειδή υπέθεταν ότι το Eurogroup δεν ήθελε άλλη διεθνή κριτική μέχρι να πέσει όλο το ποσό στο τραπέζι”.
Προς το bail-in
Μετά το ναυάγιο, ο κ. Ντάισελμπλουμ περιγράφει τις απέλπιδες προσπάθειες της κυπριακής πλευράς να βρει μια νέα λύση χωρίς να θιγούν οι καταθέτες.
“Στην πορεία προς τη λύση της υπόθεσης βγήκαν οι πιο περίεργοι λαγοί απ’ το καπέλο. Η κυβέρνηση είχε προτείνει ένα ταμείο αλληλεγγύης όπου θα κατατίθεντο όλα τα κεφάλαια των συνταξιοδοτικών ταμείων της Κύπρου. Μια λύση με την οποία όλα τα ξένα κεφάλαια θα έμεναν άθικτα και οι απλοί εργαζόμενοι και συνταξιούχοι θα χρηματοδοτούσαν τις ζημίες της τράπεζας με την υπόσχεση ότι εν καιρώ όλα θα πήγαιναν καλά. Αυτήν την πρόταση ποτέ δεν τη συζητήσαμε σοβαρά. Δεν υπήρχαν εύκολες λύσεις. Στις 21 Μαρτίου η διοίκηση της ΕΚΤ αποφάσισε ότι ο μηχανισμός έκτακτης ανάγκης ELA για τη ρευστότητα των κυπριακών τραπεζών θα σταματούσε στις 25 Μαρτίου, μία μέρα μετά το προγραμματισμένο επόμενο Eurogroup, αν δεν υπάρξει συμφωνία για πρόγραμμα. Η ΕΚΤ αμέσως κοινοποίησε την απόφασή της. Στη Λευκωσία αυτό το εξέλαβαν ως εκβιασμό. Αλλά δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Η ΕΚΤ είχε ήδη πάρει πάρα πολύ ρίσκο αφήνοντας τη στρόφιγγα ανοιχτή στις τράπεζες. Οι κανόνες της δεν της επέτρεπαν να κάνει κάτι τέτοιο όταν πραγματικά οι τράπεζες δεν ήταν πλέον φερέγγυες. Τώρα τέρμα οι υπεκφυγές”.
“Ο Αναστασιάδης είχε πείσει τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Χέρμαν Βαν Ρομπάι, ότι η Κύπρος δεν μπορούσε να αφεθεί στο Eurogroup. Ο Βαν Ρομπάι οργάνωσε αμέσως πριν τη συνεδρίαση του Eurogroup μια συνάντηση με τον Αναστασιάδη και τους βασικούς συντελεστές. Μέχρι το απόγευμα γίνονταν διαβουλεύσεις όπου συμμετείχαν η Λαγκάρντ, ο Ντράγκι, ο Μπαρόζο κι εγώ. Οι υπουργοί Oικονομικών, οι οποίοι περίμεναν στην αίθουσα του Eurogroup, χρειάστηκε να κάνουν πολλή υπομονή. Συνομιλήσαμε ατέλειωτες ώρες με τον Αναστασιάδη για να τον κάνουμε να αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης. Εκείνο το απόγευμα για άλλη μια φορά περιφρούρησα τις αφετηρίες του Eurogroup: όχι πάνω από 10 δισεκατομμύρια ευρώ και οι πιστωτές και οι εύποροι καταθέτες έπρεπε να συμμετάσχουν στις ζημίες. Το ΔΝΤ έπρεπε να συμμετέχει και το χρέος έπρεπε να παραμείνει βιώσιμο. Στη διάρκεια της κουβέντας χρειάστηκε να απορρίψω διάφορες ‘λύσεις’ επειδή ήξερα ότι το Eurogroup δεν θα δεχόταν την πολιτική τους. Εκείνο το βράδυ ο Αναστασιάδης σιγά-σιγά συνειδητοποίησε οριστικά ότι αν ήθελε να σώσει τη χώρα του από μια οικονομική καταστροφή, έπρεπε να ταρακουνήσει τον τραπεζικό τομέα και ανθρώπους που ήξερε στην Κύπρο και ότι αναπόφευκτα απαιτούνταν μεγάλες θυσίες. Γύρω στη μία ή δύο τη νύχτα καταλήξαμε σε μια συμφωνία στο Eurogroup”.
“Οι μεταρρυθμίσεις του προγράμματος ήταν αποφασιστικές. Η δήλωση του Eurogroup, για να σωθεί το γόητρο του Αναστασιάδη, δεν ανέφερε ρητά ότι και η Τράπεζα Κύπρου θα πήγαινε για εξυγίανση. Αλλά αυτό ήταν αναπόφευκτο και έτσι συμφωνήθηκε. Και εκεί έγινε bail-in. Η Λαϊκή Τράπεζα καταργήθηκε αλλά η Τράπεζα Κύπρου αναδιαρθρώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, ο Δημητριάδης, που επωμίστηκε αυτό το δύσκολο έργο, δεν πήρε ούτε ένα μπράβο απ’ την κυβέρνηση. Αντίθετα, έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος και στις αρχές του 2014 εξαναγκάστηκε σε παραίτηση”.