Συνδρομή «δικαιολογημένου φόβου δίωξης» – Απόρριψη της αιτήσεως ακυρώσεως του Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής
Αλλοδαποί – Αναγνώριση προσώπου ως πρόσφυγα – Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών – Έκταση εξουσίας τους – Συνδρομή «δικαιολογημένου φόβου δίωξης» – Αποκλεισμός από το καθεστώς του πρόσφυγα των προσώπων ως προς τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύει κάποιος ότι διέπραξαν σοβαρά αδικήματα – Σχέση με διαδικασία έκδοσης – Αποδοχή της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας Τούρκου αξιωματικού, κατηγορούμενου από το τουρκικό κράτος για συμμετοχή στο πραξικόπημα του 2016 – Απόρριψη της αιτήσεως ακυρώσεως του Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής
(Α) Με τη σχετική απόφαση του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Αττικής, με την οποία απερρίφθη η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο παρεμβαίνων Τούρκος υπήκοος, έγινε δεκτό ότι στο πρόσωπό του συνέτρεχαν οι προβλεπόμενες στη διάταξη του άρθρου 1Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για αναγνώρισή του ως πρόσφυγος προϋποθέσεις, εκρίθη όμως ότι, λόγω της συμμετοχής του στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, συνέτρεχε στο πρόσωπό του η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 1Στ περ. β΄ της ανωτέρω Σύμβασης ρήτρα αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγος, καθόσον διέπραξε σοβαρό αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου πριν την είσοδό του στην Χώρα (σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα κατά τη διατύπωση του άρθρου 12 παρ. 2 περ. β΄του π.δ. 141/2013) – Κατά του τελευταίου κεφαλαίου της ανωτέρω αποφάσεως, ο παρεμβαίνων άσκησε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών της Αρχής Προσφυγών.
Εφόσον, όμως, η μεν διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 του ν. 4375/2016 δεν παρέχει στον αρμόδιο Υπουργό (Μεταναστευτικής Πολιτικής) το δικαίωμα ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής κατά της αποφάσεως της αρμόδιας αρχής με την οποία αυτή αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας, η δε διάταξη του άρθρου 64 παρ. 2 του ίδιου νόμου παρέχει το δικαίωμα στον αρμόδιο Υπουργό να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως μόνο κατά των αποφάσεων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, που αποφαίνονται σε δεύτερο βαθμό επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας, συνάγεται ότι με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής του παρεμβαίνοντος η υπόθεση, που αφορούσε την αναγνώρισή του ή μη ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας (ζήτημα που συνάπτεται άμεσα όχι μόνο με την τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, αλλά και με τη δημόσια τάξη και ασφάλεια), ήχθη ενώπιον της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών κατά το νόμο και την ουσία στο σύνολό της, ήτοι και κατά το κεφάλαιο της αποφάσεως του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Αττικής με το οποίο εκρίθη ότι στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος συνέτρεχαν οι προβλεπόμενες στα άρθρα 1Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και 2 εδ. ε΄ του π.δ. 141/2013 προϋποθέσεις για την αναγνώρισή του ως πρόσφυγος.
Συνεπώς, νομίμως με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση εξετάσθηκε εκ νέου το ζήτημα της αναγνωρίσεως του παρεμβαίνοντος ως πρόσφυγος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και 2 περ. ε΄του π.δ. 141/2013, το οποίο δεν είχε αμφισβητηθεί με την ενδικοφανή προσφυγή που άσκησε αυτός, ο δε λόγος ακυρώσεως, με τον οποίον πλήσσεται η σχετική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως προβάλλεται παραδεκτώς [με αντίθετη μειοψηφία 8 μελών της σύνθεσης]
(Β) Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και των άρθρων 2 περ. ε΄και 10 παρ. 1 περ. ε΄, 2 του π.δ. 141/2013, προκειμένου να κριθεί ότι στο πρόσωπο του αιτούντος διεθνή προστασία συντρέχει δικαιολογημένος φόβος (well founded fear, craignant avec raison) δίωξης στη Χώρα καταγωγής του λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, ώστε να αναγνωρισθεί αυτός ως πρόσφυγας, δεν είναι απαραίτητο ο αιτών να έχει εκδηλώσει ρητώς τις πολιτικές πεποιθήσεις για τις οποίες, ευλόγως, φοβάται ότι θα υποστεί δίωξη, αλλά αρκεί το γεγονός ότι οι πολιτικές αυτές πεποιθήσεις καταλογίζονται σε αυτόν από τον φορέα της δίωξης.
Κρίσιμος, συνεπώς, παράγοντας, εν προκειμένω, είναι οι πολιτικές πεποιθήσεις που ο φορέας της δίωξης θεωρεί ότι ενστερνίζεται ο αιτών, είναι δε αδιάφορο από της εξεταζομένης απόψεως αν αυτός υιοθετεί ή όχι τις αποδιδόμενες σε αυτόν από τον φορέα της δίωξης πολιτικές πεποιθήσεις
(Γ) Η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται, ως προς το ζήτημα της αναγνωρίσεως του παρεμβαίνοντος ως πρόσφυγος, νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, διότι η απόδοση σε αυτόν εκ μέρους του Τουρκικού κράτους, ως φορέα δίωξης, της κατηγορίας ότι συμμετέσχε στο οργανωθέν από τη Φετουλαχιστική Οργάνωση Παράλληλη Κρατική Δομή (FETÖ/PDY) πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, εμπεριέχει και απόδοση σε αυτόν και πολιτικών πεποιθήσεων, συνισταμένων στην εκ μέρους του αποδοχή των πολιτικών θέσεων της εν λόγω οργανώσεως, την οποία η Τουρκική Κυβέρνηση χαρακτηρίζει ως τρομοκρατική – Συνεπώς, υφίσταται εν προκειμένω ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος (causal link) μεταξύ του δικαιολογημένου φόβου δίωξης του παρεμβαίνοντος στη χώρα καταγωγής του και των αποδιδομένων σε αυτόν από το Τουρκικό κράτος πολιτικών πεποιθήσεων.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται από τον Υπουργό ότι μη νομίμως αναγνωρίσθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση ο παρεμβαίνων ως πρόσφυγας, χωρίς να αναφέρονται οι πολιτικές του πεποιθήσεις και χωρίς να εξακριβωθεί, κατόπιν εξατομικευμένης κρίσεως, εάν υφίσταται δικαιολογημένος φόβος του να υποστεί δίωξη στη χώρα καταγωγής του λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων
(Δ) Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1ΣΤ περ. β΄ της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στο άρθρο 12 παρ. 2 περ. β΄ του π.δ. 141/2013 (άρθρο 12 παρ. 2 περ. β΄ της οδηγίας 2011/95/ΕΕ), αποκλείεται από το καθεστώς του πρόσφυγα το πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν “σοβαροί λόγοι να πιστεύη τις” (serious reasons for considering, raisons serieuses de penser), ότι έχει διαπράξει σοβαρό αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου (κατά τη διατύπωση της Σύμβασης της Γενεύης του 1951) ή σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα (κατά τη διατύπωση της οδηγίας 2011/95/ΕΕ και του π.δ. 141/2013), πριν την είσοδό του στην ελληνική επικράτεια – Η ως άνω ρήτρα αποσκοπεί στον αποκλεισμό από το καθεστώς των προσφύγων των προσώπων τα οποία δεν κρίνονται άξια να τύχουν της προστασίας που αυτό περιλαμβάνει, καθώς και στη διαφύλαξη του καθεστώτος αυτού από την καταχρηστική λειτουργία του ως μέσου ασυλίας (ΣτΕ 1661/2012 7.)
Προκειμένου να τεκμηριωθεί η συμμετοχή αιτούντος διεθνή προστασία σε σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα (σοβαρό αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του π.δ. 141/2013, πρέπει να προκύπτει από καθαρά και αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία (clear and credible evidence), και κατόπιν αξιολογήσεως συγκεκριμένων γεγονότων, ότι η εμπλοκή του εν λόγω αιτούντος στις ενέργειες που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του “σοβαρού αδικήματος του κοινού ποινικού δικαίου” ή του “σοβαρού μη πολιτικού εγκλήματος” ή η συνδρομή του στην επίτευξη του πολιτικού σκοπού στον οποίο απέβλεψε μια οργάνωση που, επικαλούμενη την επίτευξη τέτοιου σκοπού, χρησιμοποίησε βίαια μέσα και διέπραξε σοβαρές εγκληματικές πράξεις, υπήρξε αφενός μεν συνειδητή (επαρκής γνώση εκ μέρους του του σκοπού της οργάνωσης και αποδοχή του), αφετέρου δε ουσιαστική (ουσιώδης συμβολή στην τέλεση των εγκληματικών πράξεων, με γνώση εκ μέρους του ότι θα βοηθήσει ή θα διευκολύνει τη διάπραξή τους).
Απαιτείται, δηλαδή, να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των ενεργειών του ανωτέρω αιτούντος και του εγκληματικού σκοπού που επεδίωξε η προαναφερθείσα οργάνωση ή των εγκλημάτων που διεπράχθησαν στο πλαίσιο των ενεργειών της προς επίτευξη των σκοπών της – Συνεπώς, για την εφαρμογή της ρήτρας αποκλεισμού στο πρόσωπο του ανωτέρω αιτούντος, πρέπει να είναι δυνατό να καταλογισθεί σε αυτόν, κατόπιν εξατομικευμένης κρίσεως, μέρος της ευθύνης για τις σοβαρές εγκληματικές πράξεις που διέπραξε η οργάνωση, προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς της (πρβλ. ΔΕΕ στις υποθέσεις C-57/2009 και C-101/2009 B and D της 9-11-2010, Supreme Court of New Zealand υπόθεση Tamil της 27-8-2010, Supreme Court of Canada υπόθεση Ezocola της 19-7-2013, Federal Court of Canada υπόθεση Sivacumar της 4-11-1993)
(Ε) Η 3η Ανεξάρτητη Επιτροπή της Αρχής Προσφυγών, κατά την εξέταση του ζητήματος αν στην προκειμένη περίπτωση υπάρχουν “σοβαροί λόγοι να πιστεύη τις” ότι ο παρεμβαίνων συμμετείχε στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, εφήρμοσε το ορθό κατά νόμο μέτρο αποδείξεως και εκτίμησε όλα τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως – Ειδικότερα, αξιολόγησε, με ειδική σκέψη, τα διαλαμβανόμενα στην από 5-8-2016 αίτηση εκδόσεως της Γενικής Εισαγγελίας Κωνσταντινουπόλεως της Δημοκρατίας της Τουρκίας, αλλά και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, στα οποία περιλαμβάνονται τόσο εκείνα στα οποία είχε στηριχθεί η αντίθετη κρίση του πρωτοβάθμιου οργάνου, όσο και εκείνα τα οποία επεκαλέσθη και προσεκόμισε ο παρεμβαίνων – Συνεπώς, η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι εν προκειμένω δεν υπάρχουν “σοβαροί λόγοι να πιστεύη τις” ότι ο παρεμβαίνων Τούρκος υπήκοος συμμετείχε στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 και, συνεπώς, δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό του, λόγος αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγος, παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, ο δε λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, κατά το μέρος δε που με αυτόν αμφισβητούνται οι ανέλεγκτες ακυρωτικώς ουσιαστικές εκτιμήσεις της Διοικήσεως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος – Πράγματι από κανένα σαφές, ισχυρό και αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε αφενός μεν ότι ο παρεμβαίνων υπήρξε μέλος της Φετουλαχιστικής Τρομοκρατικής Οργάνωσης / Παράλληλης Κρατικής Δομής (FETÖ/PDY), στην οποία η Τουρκική κυβέρνηση αποδίδει τον σχεδιασμό και τη διάπραξη του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 ή ότι, εν πάση περιπτώσει, εγνώριζε την οργάνωσή του, αποδεχόμενος του σκοπούς του, αφετέρου δε ότι ο ίδιος είχε ουσιώδη ή αποφασιστική συμβολή στην τέλεση σοβαρών αδικημάτων του κοινού ποινικού δικαίου, τα οποία διεπράχθησαν κατά το χρονικό διάστημα της εξέλιξης του πραξικοπήματος ή ότι προέβη ο ίδιος σε ιδιαίτερα σκληρές πράξεις στα πλαίσια αυτού, οι οποίες να διευκόλυναν ή να υποβοήθησαν την επίτευξη των στόχων του, λαμβανομένου υπόψη ότι το τεκμήριο αμφιβολίας λειτουργεί υπέρ του αιτούντος διεθνή προστασία (βλ. Supreme Court of New Zealand υπόθεση Tamil της 27-8-2010).
Εξ άλλου, η εμπλοκή του παρεμβαίνοντος στα γεγονότα της νύκτας της 15-7-2016, όπως αυτή προέκυψε από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, τα οποία περιγράφονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, συνίστατο στο ότι αυτός, κατόπιν διαταγής του αξιωματικού υπηρεσίας της μονάδος του, πραγματοποίησε πτήση, ως συγκυβερνήτης, με μη πολεμικό (μη επιθετικό) ελικόπτερο τύπου SIKORSKY (η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, που όπως αναλύεται στη συνέχεια, δεν ανετράπησαν με αξιόπιστα περί του αντιθέτου αποδεικτικά στοιχεία, είχε ως αποστολή τη μεταφορά τραυματιών), με προορισμό τη λεωφόρο VATAN της Κων/πολης, στην οποία δεν κατόρθωσε, πάντως, να προσγειωθεί, διότι το ελικόπτερο εδέχθη πυρά από το έδαφος – Λαμβανομένων δε υπ’ όψιν των υψηλού επιπέδου προδιαγραφών αποδείξεως που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ (άρθρο 12 παρ. 2 του π.δ. 141/2013), η αξιολόγηση των συγκεκριμένων γεγονότων, στα οποία ενεπλάκη ο παρεμβαίνων τη νύκτα του πραξικοπήματος, δεν δύναται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι είχε ουσιώδη ατομική συμβολή στο πραξικόπημα της 15-7-2016 (το οποίο είχε ως συνέπεια το θάνατο 249 και τον τραυματισμό 2194 ατόμων) και, ειδικότερα, στην τέλεση των αποδιδομένων σε αυτόν αδικημάτων (παραβίαση του Συντάγματος με βία και καταναγκασμό, απόπειρα δολοφονίας του Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας, έγκλημα κατά του Νομοθετικού Οργάνου, έγκλημα κατά της Κυβέρνησης), τα οποία διεπράχθησαν με την κατάληψη και το βομβαρδισμό κυβερνητικών κτιρίων, του κτιρίου της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας και του Προεδρικού Μεγάρου, όπως με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία εδέχθη η προσβαλλόμενη απόφαση.
Εξετάζονται από το Δικαστήριο και απορρίπτονται (αιτιολογημένα) ως αβάσιμοι όλοι οι περί του αντιθέτου ειδικότεροι ισχυρισμοί του αιτούντος Υπουργού.
Συναφώς, σημειώνεται ότι η διατυπωθείσα στην σχετική απόφαση του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Αττικής κρίση, κατά την οποία ο παρεμβαίνων συμμετείχε στο πραξικόπημα της 15-7-2016, δεν εξηνέχθη κατόπιν εκτιμήσεως ισχυρών και αξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων, αλλά υπήρξε προϊόν συμπερασματικών, επαγωγικών και, εν πολλοίς, υποθετικών συλλογισμών.
(ΣΤ) Εφόσον, η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν “σοβαροί λόγοι να πιστεύη τις” ότι ο παρεμβαίνων ατομικώς συμμετείχε στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, δεν συντρέχει, σε κάθε περίπτωση, στο πρόσωπό του λόγος αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγος, ανεξαρτήτως αν οι αποδιδόμενες σε αυτόν από τη Δημοκρατία της Τουρκίας πράξεις, όπως αυτές περιγράφονται και χαρακτηρίζονται νομικά στην από 5-8-2016 αίτηση έκδοσης της Γενικής Εισαγγελίας Κωνσταντινούπολης της Δημοκρατίας της Τουρκίας, εμπίπτουν ή όχι στην ταυτόσημη έννοια του “σοβαρού αδικήματος του κοινού ποινικού δικαίου” ή του “σοβαρού μη πολιτικού εγκλήματος”
(Ζ) Το αδίκημα της αρπαγής ελικοπτέρου αυτό, το οποίο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 παρ. 1 και 2 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, αποτελεί στρατιωτική παράβαση και για το οποίο δεν χωρεί έκδοση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 της από 13-12-1957 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως, η οποία κυρώθηκε με το ν. 4165/1961, δεν δύναται να θεωρηθεί ως “σοβαρό αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου” ή ως σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα, ώστε η τέλεσή του να οδηγεί σε αποκλεισμό από την υπαγωγή του αιτούντος διεθνή προστασία στο καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συγκροτούν το πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου – Συνεπώς, δεν καθίσταται πλημμελής η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως από το γεγονός ότι, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος ο προβλεπόμενος από το άρθρο 1.ΣΤ περ. β΄ της Σύμβασης της Γενεύης λόγος αποκλεισμού δεν αξιολόγησε και τη διάπραξη από αυτόν της αρπαγής του επίδικου ελικοπτέρου, το οποίο, σημειωτέον, απετέλεσε το μέσο διαφυγής του από την Τουρκία, προκειμένου να ζητήσει διεθνή προστασία.
(Η) Mε την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη, διότι παραβιάζει τα κριθέντα με την 139/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου (σε συμβούλιο), με την οποίαέγινε δεκτή η έφεση του παρεμβαίνοντος κατά της 144/2016 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και το Δικαστήριο γνωμοδότησε κατά της έκδοσης αυτού στο κράτος της Τουρκίας – Ο λόγος, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση των κριθέντων με την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου σχετικά με το ζήτημα της συμμετοχής του παρεμβαίνοντος στο πραξικόπημα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η παραπάνω απόφαση δεν εξέφερε ουσιαστική κρίση περί του βασίμου ή μη των αποδιδομένων στον παρεμβαίνοντα κατηγοριών περί συμμετοχής του στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 και περί διαπράξεως εκ μέρους του των καταλογιζομένων σε αυτόν αδικημάτων.
Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι το αρμόδιο όργανο που αποφασίζει περί της συνδρομής των προϋποθέσεων για την υπαγωγή ενός προσώπου σε καθεστώς διεθνούς προστασίας δεν δεσμεύεται από την απόφαση του αρμόδιου δικαιοδοτικού οργάνου που αποφαίνεται για την έκδοση του ίδιου προσώπου (βλ. απόφαση του γαλλικού Conseil d’ Etat της 28-11-2016 στην υπόθεση 389733), καθόσον η έκδοση εκζητουμένου προσώπου και η χορήγηση σε αυτό διεθνούς προστασίας διέπονται από διαφορετικά νομοθετικά καθεστώτα και, συνεπώς, η σχετική κρίση των αρμοδίων οργάνων δεν στηρίζεται στην ίδια νομική βάση, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι το μεν δίκαιο της έκδοσης είναι, κατ’ ουσίαν, δίκαιο καταστολής το δε δίκαιο του ασύλου είναι δίκαιο προστασίας.